ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Συνεκδ. Υποθέσεις Αρ. 383/2005 και 384/05)

 

10 Σεπτεμβρίου, 2007

 

[ΝΙΚΟΛΑЇΔΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

(Υπόθεση Αρ. 383/05)

 

1.      ΠΟΛΥΒΙΟΣ  ΠΟΛΥΒΙΟΥ

2.      ΠΑΜΠΟΣ ΜΑΚΡΗΣ

3.      ΑΝΔΡΕΑΣ ΘΕΟΦΙΛΟΥ

4.      ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΣΑΒΒΑ

5.      ΣΤΕΛΙΟΣ ΗΛΙΑ

6.      ΟΛΥΜΠΙΑ ΓΙΩΡΓΑΛΛΑ,

 

Αιτητές,

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

 

Καθ΄ων η αίτηση.

_______________

 

(Υπόθεση Αρ. 384/05)

 

1.   ΠΟΛΥΒΙΟΣ  ΠΟΛΥΒΙΟΥ

2.      ΠΑΜΠΟΣ ΜΑΚΡΗΣ

3.      ΑΝΔΡΕΑΣ ΘΕΟΦΙΛΟΥ

4.      ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΣΑΒΒΑ

5.      ΣΤΕΛΙΟΣ ΗΛΙΑ

6.      ΟΛΥΜΠΙΑ ΓΙΩΡΓΑΛΛΑ,

 

Αιτητές,

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗσ δΗΜΟΚΡΑΤΙΑσ, μεσω

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

 

Καθ΄ων η αίτηση.

 

Χρ. Κληρίδης,  για τους Αιτητές (και στις δύο υποθέσεις).

Ελ. Παπαγεωργίου (κα) Νομικός Λειτουργός, για Γεν. Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ων η αίτηση.

Χ. Κυριακίδης, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος στην υπόθεση αρ. 383/05.

Χ. Κυριακίδης, για τα Ενδιαφερόμενα Μέρη 1-12, 14, 15, 17-22 και 24-36, στην υπόθεση αρ. 384/05.

________________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Οι αιτητές και στις δύο προσφυγές είναι οι ίδιοι.  Στην προσφυγή υπ΄ αρ. 384/05, αξιώνουν ακύρωση της απόφασης της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (στο εξής «η Επιτροπή»), ημερ. 4.11.2004, με την οποία διορίστηκαν τα 36 ενδιαφερόμενα μέρη στη μόνιμη θέση Βοηθού Τελωνείων, Τελωνεία.

 

Στην προσφυγή υπ΄ αρ. 383/05 αξιώνουν ακύρωση της απόφασης της Επιτροπής, ημερ. 1.2.2005, με την οποία διόρισε το ενδιαφερόμενο μέρος Θεοχάρη Γεωργίου, στην ίδια θέση.

 

Οι δύο προσφυγές συνενώθηκαν για να συνεκδικαστούν, αφού παρουσιάζουν κοινό νομικό και πραγματικό υπόβαθρο.

 

Μετά την προκήρυξη 62 κενών μόνιμων θέσεων Βοηθού Τελωνείων, που είναι θέση πρώτου διορισμού, υποβλήθηκαν συνολικά 1431 αιτήσεις  και τελικά προσήλθαν σε γραπτή εξέταση 400 υποψήφιοι.

 

Από τη Συμβουλευτική Επιτροπή κρίθηκε ότι πέτυχαν στην εξέταση όσοι πέτυχαν μέσο όρο βαθμολογίας ίσο ή μεγαλύτερο από 50 μονάδες και ξεχωριστή βαθμολογία σε κάθε μέρος, τουλάχιστον 50 μονάδες.  Την πιο πάνω βαθμολογία πέτυχαν 40 μόνο υποψήφιοι, τους οποίους η Συμβουλευτική Επιτροπή παρέπεμψε στην Επιτροπή, χωρίς να τους καλέσει σε προφορική εξέταση επειδή ο αριθμός των επιτυχόντων ήταν μικρότερος από τον αριθμό των κενών θέσεων.  Οι αιτητές δεν ήταν μέσα στους επιτυχόντες.

 

Στη συνεδρία της η Επιτροπή ημερ. 24.5.2004, εξέτασε την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής.  Ειδικά εξέτασε επιστολή του δικηγόρου κ. Αγγελίδη, ο οποίος υπογράμμιζε ότι η γραπτή εξέταση που έγινε από τη Συμβουλευτική Επιτροπή δεν θα μπορούσε να αποτελέσει το μόνο κριτήριο για αποκλεισμό υποψηφίων με μακρόχρονη πείρα και ειδικές γνώσεις λόγω μακράς υπηρεσίας.

 

Η Επιτροπή έκρινε ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή είχε ενημερώσει τους υποψήφιους για την απόφασή της αναφορικά με το βαθμό επιτυχίας που είχε θέσει στις εξετάσεις, πληροφορώντας τους συνάμα ότι αποτυχία τους να εξασφαλίσουν το καθορισμένο όριο θα οδηγούσε σε αποκλεισμό τους για την παραπέρα διαδικασία.  Οι υποψήφιοι προσήλθαν στη γραπτή εξέταση χωρίς επιφύλαξη.  Επειδή η εξεταστέα ύλη περιείχε θέματα γενικού φορολογικού περιεχομένου και θέματα που άπτονται των δραστηριοτήτων του Τμήματος Τελωνείων, η Επιτροπή σημείωσε ότι θα συνιστούσε άνιση μεταχείριση, αν υπήρχε διαφορετικό μέτρο κρίσης για όσους είχαν πείρα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης και όσους εξασφάλισαν το όριο που τέθηκε στη γραπτή εξέταση.  Η μη εξασφάλιση του απαιτουμένου ορίου από ορισμένους υποψηφίους έθετε ζήτημα καταλληλότητας τους για διορισμό.  Η Επιτροπή παρέπεμψε δε στο άρθρο 33(7) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990, Ν.1/90, στο οποίο προβλέπεται ότι ο αριθμός των υποψηφίων που περιέχεται στον προκαταρκτικό κατάλογο είναι τετραπλάσιος των θέσεων που δημοσιεύτηκαν, εφ΄ όσον όμως υπάρχουν κατάλληλοι υποψήφιοι.

 

Με βάση το πιο πάνω σκεπτικό η Επιτροπή αποφάσισε υιοθετώντας την απόφαση της Συμβουλευτικής Επιτροπής να αποκλείσει τους υποψήφιους που είχαν αποτύχει στη γραπτή εξέταση.

 

Μετά τον καταρτισμό του τελικού καταλόγου, ο οποίος ήταν ο ίδιος με τον προκαταρκτικό κατάλογο, κλήθηκαν σε προφορική εξέταση οι υποψήφιοι του τελικού καταλόγου στους οποίους δεν περιλαμβάνονταν βέβαια οι αιτητές, αλλά μόνο τα ενδιαφερόμενα μέρη.  Αίτημά τους να περιληφθούν στον τελικό κατάλογο απορρίφθηκε στις 21.10.2004.  Η διαδικασία επιλογής των υποψηφίων ολοκληρώθηκε στις 4.11.2004 όταν η Επιτροπή δέχτηκε σε προφορική εξέταση τους υποψήφιους του τελικού καταλόγου.  Μετά την αξιολόγησή τους από τη Διευθύντρια του Τμήματος Τελωνείων αυτή αποχώρησε.  Στη συνέχεια η Επιτροπή αξιολόγησε τους υποψήφιους και αποφάσισε να προσφέρει σε όλους διορισμό από 17.1.2005.

 

Η διαδικασία διορισμού του ενδιαφερόμενου μέρους Θεοχάρη Γεωργίου στον οποίο αναφέρεται η προσφυγή υπ΄ αρ. 383/05,  διακόπηκε μέχρις ότου ο Γενικός Εισαγγελέας γνωματεύσει κατά πόσο τα αναφερόμενα στο ποινικό του μητρώο αδικήματα θεωρούνταν σοβαρής μορφής που ενέχουν έλλειψη τιμιότητας ή ηθική αισχρότητα (άρθρο 31(δ) του Νόμου).

 

Μετά την αρνητική απάντηση, η Επιτροπή στη συνεδρία της ημερ. 1.2.2005 προχώρησε στο διορισμό και του Θεοχάρη Γεωργίου με ημερομηνία ισχύος του διορισμού του επίσης την 17.1.2005.

 

Ο πρώτος ισχυρισμός τον οποίο οι αιτητές προβάλλουν είναι ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή από τη συνεδρία της ημερ. 19.5.2003 και εντεύθεν συνερχόταν χωρίς νόμιμη σύνθεση.  Συγκεκριμένα υποστηρίζουν ότι στη συνεδρία ημερ. 21.3.2003 ο εκ των μελών της Πάνος Χαρτζιώτης ήταν απών λόγω ασθενείας.  Είναι η θέση τους ότι κατά τη συνεδρία αυτή λήφθηκαν σημαντικές αποφάσεις, όπως η αποδοχή των τεκμηρίων της κατοχής της πολύ καλής γνώσης της ελληνικής και καλής γνώσης της αγγλικής γλώσσας και η απόφαση της διαπίστωσης ποίοι από τους υποψήφιους πληρούν τα προσόντα του σχεδίου υπηρεσίας.  Ο Χαρτζιώτης ήταν παρών τόσο στην επόμενη συνεδρία ημερ. 19.5.2003, όσο και στις επόμενες ημερ. 1.7.2003, 16.10.2003 και 10.2.2004.  Από τα πρακτικά της συνεδρίας ημερ. 19.5.2003 της συνεδρίας δηλαδή που ακολούθησε τη συνεδρία στην οποία ήταν παρών, δεν προκύπτει, υποστηρίζουν, ότι ενημερώθηκε πλήρως σχετικά με όλα τα στοιχεία της προηγούμενης συνεδρίας, δεδομένου ότι στα πρακτικά αναφέρεται ότι έγινε απλή ανασκόπηση των αποφάσεων και όχι πλήρης ενημέρωση του Χαρτζιώτη ή επανάληψη της προηγούμενης διαδικασίας, όπως απαιτεί ο Νόμος.

 

Το άρθρο 22 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, Ν.158(Ι)/99, προβλέπει ότι στην περίπτωση απουσίας μέλους συλλογικού οργάνου, το όργανο δεν μπορεί να λάβει έγκυρη απόφαση στην τελευταία συνεδρία, εκτός αν στη συνεδρία αυτή επαναληφθεί από την αρχή η διαδικασία και η συζήτηση που προηγήθηκε.  Αυτό δεν απαιτείται, όταν πρόκειται για απουσία από συνεδρία που ασχολήθηκε με προκαταρκτικά θέματα ή όταν τα μέλη τα οποία λαμβάνουν την τελική απόφαση είναι πλήρως ενημερωμένα σχετικά με όλα τα στοιχεία που είναι αναγκαία για τη λήψη της απόφασης.

 

Από το τηρηθέν πρακτικό φαίνεται ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή στη συνεδρία της ημερ. 19.5.2003 ανασκόπησε την εργασία που έγινε στην προηγούμενη συνεδρία της.

 

Οι αιτητές προσπαθώντας να μειώσουν τη σημασία της αναφοράς αυτής αναφέρονται σε απλή ανασκόπηση και όχι πλήρη ενημέρωση του Χαρτζιώτη.

 

Η έννοια της λέξης «ανασκόπηση» είναι σαφής.  Η λέξη σημαίνει αναδρομή στο παρελθόν και επανεκτίμηση σειράς γεγονότων.  Μπορεί επίσης να σημαίνει σύντομη επαναληπτική παρουσίαση των βασικών σημείων αυτών που προηγήθηκαν (βλέπε Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, πρώτη έκδοση, σελ. 172).  Ανασκοπώ, δε, σημαίνει εξετάζω καλά, λογαριάζω περασμένα γεγονότα (βλέπε Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών, σελ. 106).

 

Με βάση τα πιο πάνω, κρίνω ότι το λεκτικό που χρησιμοποιήθηκε στο πρακτικό της Συμβουλευτικής Επιτροπής σημαίνει ότι ο Χαρτζιώτης έλαβε γνώση και ενημερώθηκε δεόντως για ό,τι έλαβε χώρα στην προηγούμενη συνεδρία.

 

Οι αιτητές  ισχυρίζονται περαιτέρω ότι ο αποκλεισμός τους τόσο από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, όσο και από την Επιτροπή στη συνέχεια, από την περαιτέρω διαδικασία διορισμού στη θέση, λόγω αποτυχίας τους στις γραπτές εξετάσεις, δεν είναι νόμιμος και έγινε κατά παράβαση της αρχής της νομιμότητας.  Υποστηρίχτηκε από τη μια ότι η γραπτή εξέταση που έγινε από τη Συμβουλευτική Επιτροπή δεν μπορεί να αποτελέσει το μόνο κριτήριο για τον αποκλεισμό των υποψηφίων με μακρόχρονη πείρα και ειδικές γνώσεις και από την άλλη, ότι λόγω του άρθρου 33(7) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου, ο προκαταρκτικός κατάλογος θα έπρεπε να περιλαμβάνει υποψήφιους τετραπλάσιους των θέσεων που δημοσιεύτηκαν.

 

Το θέμα είχε προαποφασιστεί από τη Συμβουλευτική Επιτροπή και οι υποψήφιοι είχαν ενημερωθεί για τούτο.  Γνώριζαν ότι αποτυχία τους να εξασφαλίσουν το καθορισμένο όριο θα οδηγούσε σε αποκλεισμό τους από την παραπέρα διαδικασία και παρά ταύτα προσήλθαν στη γραπτή εξέταση, χωρίς επιφύλαξη.  Η Επιτροπή σημείωσε και ορθά, ότι θα συνιστούσε άνιση μεταχείριση αν υπήρχε διαφορετικό μέτρο κρίσης για όσους είχαν πείρα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης, ως προς το όριο που τέθηκε στη γραπτή εξέταση.  Εξάλλου, η μη εξασφάλιση του απαιτούμενου ορίου από ορισμένους υποψηφίους θέτει θέμα καταλληλότητάς τους για διορισμό.  Το γεγονός ότι ορισμένοι υπηρετούσαν ήδη ως ωρομίσθιοι υπάλληλοι στο Τμήμα Τελωνείων εκτελώντας παρόμοια καθήκοντα, από μόνο του δεν τους καθιστά αυταπόδεικτα και κατάλληλους για διορισμό.

 

Ως προς την ανάγκη που θέτει το άρθρο 33(7) ότι δηλαδή ο αριθμός των υποψηφίων θα πρέπει να είναι τετραπλάσιος των θέσεων που δημοσιεύτηκαν, αρκεί να λεχθεί ότι τούτο ισχύει μόνο εφ΄ όσον υπάρχουν κατάλληλοι υποψήφιοι, κάτι που δεν ίσχυε στην παρούσα περίπτωση.

 

Οι αιτητές υποστηρίζουν ότι ούτε η Συμβουλευτική Επιτροπή, αλλά ούτε η Επιτροπή έλαβαν υπ΄ όψιν τους το Νόμο 6(Ι)/98.  Το άρθρο 2 του Ν.6(Ι)/98 προβλέπει ότι «επιτυχών» και «επιτυχών στη γραπτή εξέταση» σημαίνει πρόσωπο που συμμετέχει στη γραπτή εξέταση και συγκεντρώνει συνολική γενική βαθμολογία 50% τουλάχιστον κατά μέσο όρο και στο καθένα από τα θέματα που περιλαμβάνονται στην εξέταση αυτή 40% τουλάχιστον.

 

Με βάση την πιο πάνω πρόνοια οι αιτητές ισχυρίζονται ότι εσφαλμένα η Συμβουλευτική Επιτροπή απαίτησε 50 μονάδες σε κάθε μέρος της γραπτής εξέτασης, δεδομένου ότι το άρθρο 2 ανωτέρω, προβλέπει συνολική γενική βαθμολογία 50% και στο καθένα από τα θέματα που περιλαμβάνονται στην εξέταση αυτή 40% μόνο και όχι 50%.  Υποβάλλουν ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή και η Επιτροπή παραπλανήθηκαν σχετικά με την έννοια 'κατάλληλος' αφού επέλεξαν υποψήφιους με γενικότερη βαθμολογία μικρότερη, αφού στα επιμέρους ήταν χαμηλότερη η βαθμολογία των ενδιαφερομένων μερών, ενώ πολλοί αιτητές συγκέντρωναν γενικό ψηλότερη βαθμολογία, αλλά αποκλείστηκαν γιατί δεν εξασφάλισαν 50% στο καθένα από τα δύο θέματα.  Υπογραμμίζουν, μάλιστα, ότι είναι κάτοχοι του προβλεπόμενου από το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης πλεονεκτήματος και κατά παράβαση του άρθρου 3(1) του Ν.(Ι)/98 δεν λήφθηκε υπ΄ όψιν η πείρα τους.

 

Σε συμφωνία με τους δικηγόρους των καθ΄ ων η αίτηση και των ενδιαφερόμενων μερών καταλήγω ότι ο πιο πάνω ισχυρισμός θα πρέπει να απορριφθεί.  Ο περί Αξιολόγησης Υποψηφίων για Διορισμό στη Δημόσια Υπηρεσία Νόμος του 1998, Ν.6(Ι)/98, δεν ισχύει στην παρούσα περίπτωση, οπότε και απορρίπτονται όλα τα επχειρήματα που οι αιτητές έθεσαν σε σχέση με το νόμο αυτό.  Η παρούσα διαδικασία πληρώθηκε εξ ολοκλήρου με βάση τις διατάξεις των περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμων του 1990 έως 2005.

 

Σύμφωνα με το άρθρο 2 του Ν.6(Ι)/98 ο όρος 'θέση' καθορίζεται ως εξής:

«Θέση σημαίνει θέση εισδοχής στη δημόσια υπηρεσία, της οποίας η αρχική κλίμακα δεν υπερβαίνει την κλίμακα Α7 του κυβερνητικού μισθολογίου, όπως αυτή ισχύει κατά το χρόνο της ψήφισης του παρόντος Νόμου, για την οποία απαιτείται ως βασικό προσόν απολυτήριο σχολής μέσης παιδείας ή δίπλωμα τριετούς μεταλυκειακού κύκλου σπουδών, όπως καθορίζεται σε σχετικό κατάλογο που κατατίθεται κάθε χρόνο στη Βουλή των Αντιπροσώπων για έγκριση τουλάχιστον τέσσερις μήνες πριν από την ημερομηνία διεξαγωγής των γραπτών εξετάσεων:

 

Νοείται ότι για τις θέσεις εισδοχής στη δημόσια υπηρεσία για τις οποίες δεν εφαρμόζονται οι περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμοι του 1990 έως (Αρ.2) του 1996 δεν απαιτείται η κατάθεση στη Βουλή των Αντιπροσώπων του πιο πάνω καταλόγου, εκτός αν υπάρχουν θέσεις για τις οποίες δεν μπορεί να διεξάγεται γραπτή εξέταση, οπότε ενημερώνεται σχετικά η Βουλή των Αντιπροσώπων.  Η ενημέρωση αφορά τις θέσεις και τους λόγους για τους οποίους δεν μπορεί να διεξάγεται γραπτή εξέταση.».

 

Η σχετική απόφαση της Βουλής των Αντιπροσώπων δημοσιεύτηκε στο Τέταρτο Παράρτημα της Επίσημης Εφημερίδας της Δημοκρατίας Αρ. 3496, ημερ. 4.5.2001, στη σελ. 5. Οι θέσεις που αφορούν στις παρούσες προσφυγές έχουν δημιουργηθεί με το συμπληρωματικό προϋπολογισμό του 2001, η δε προκήρυξή τους έχει δημοσιευτεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ημερ. 14.6.2002. Συνεπώς ο Ν.6(Ι)/98 δεν τυγχάνει εφαρμογής αφού οι θέσεις αυτές δεν περιλαμβάνονται στην εν λόγω απόφαση της Βουλής των Αντιπροσώπων και κατά συνέπεια ορθά πληρώθηκαν με βάση τις διατάξεις του Ν.1/90.  Περαιτέρω υπενθυμίζεται ότι όλοι οι υποψήφιοι ενημερώθηκαν όταν κλήθηκαν για γραπτή εξέταση για το ποίοι θα θεωρούνταν επιτυχόντες.  Όταν προσήλθαν στη γραπτή εξέταση το έπραξαν χωρίς επιφύλαξη οποιωνδήποτε δικαιωμάτων τους και δεν μπορούν από τη μια να αποδέχονται την εξέταση και να συμμετέχουν και από την άλλη, όταν βέβαια απέτυχαν, να την αποδοκιμάζουν εκ των υστέρων.

 

Όπως έχει νομολογηθεί (Αρχή Βιομηχανικής Κατάρτισης κ.α. ν. Χριστοφή κ.α. (2002), 3 Α.Α.Δ. 269, 274) η διοίκηση στα πλαίσια της εξουσίας της για υποβολή των υποψηφίων σε γραπτή εξέταση μπορεί να καθορίζει κατώτατο όριο βαθμολογίας ώστε να κριθεί με αυτό το αντικειμενικό δεδομένο, κατά πόσο ο υποψήφιος συγκέντρωσε το κατώτατο όριο για να εξεταστεί παραπέρα η υποψηφιότητά του.

 

Παραμένει η εξέταση του ισχυρισμού που θέτουν οι αιτητές στην προσφυγή υπ΄αρ. 383/05.  Ισχυρίζονται ότι παράνομα διορίστηκε το ενδιαφερόμενο μέρος Θεοχάρης Γεωργίου στην επίδικη θέση, ενώ είχε εις βάρος του τρεις καταδίκες σε τρεις διαφορετικές ποινικές υποθέσεις για την περίοδο 2003-2004.  Η μία καταδίκη του ήταν για επίθεση προκαλούσα σωματική βλάβη, για την οποία καταδικάστηκε σε £350 πρόστιμο και οι άλλες δύο για χρήση μεγαφώνων εκτός του επιτρεπόμενου χρόνου, για την οποία του επιβλήθηκε επίσης χρηματικό πρόστιμο.

 

Σύμφωνα με το άρθρο 31(δ) του Νόμου κανένας δεν διορίζεται στη δημόσια υπηρεσία αν καταδικάστηκε για αδίκημα σοβαρής μορφής που ενέχει έλλειψη τιμιότητας ή ηθική αισχρότητα.

 

Οι αιτητές υποστηρίζουν ότι η απόφαση διορισμού του Γεωργίου στερείται δέουσας έρευνας και αιτιολογίας, ενώ είναι προϊόν πλάνης.  Περαιτέρω υποστηρίζουν ότι οι πιο πάνω καταδίκες στερούν από το ενδιαφερόμενο μέρος την ακεραιότητα χαρακτήρα, υπευθυνότητα, πρωτοβουλία και ευθυκρισία που απαιτείται από το σχέδιο υπηρεσίας.  Καμιά έρευνα, ισχυρίζονται, δεν έγινε σχετικά από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας.

 

Όπως είδαμε και προηγουμένως, μετά την αποδοχή της προσφοράς διορισμού ο Θεοχάρης Γεωργίου επισύναψε ποινικό μητρώο στο οποίο αναφέρονταν οι τρεις αυτές καταδίκες.  Η Επιτροπή αποφάσισε να εξασφαλιστούν τα πρακτικά του Δικαστηρίου και ζήτησε από το Γενικό Εισαγγελέα γνωμάτευση κατά πόσο τα αδικήματα αυτά θεωρούνταν αδικήματα σοβαρής μορφής που ενέχουν έλλειψη τιμιότητας ή ηθική αισχρότητα.

 

Ο Γενικός Εισαγγελέας στις 27.1.2005 σε σχετική γνωμάτευση κατέληξε ότι τα συγκεκριμένα αδικήματα δεν μπορούν να θεωρηθούν αδικήματα σοβαρής μορφής τα οποία ενέχουν έλλειψη τιμιότητας ή ηθική αισχρότητα.  Η Επιτροπή στη συνεδρία της ημερ. 1.2.2005 προχώρησε αναλόγως και διόρισε τον Γεωργίου στη θέση από τις 17.1.2005.

 

Για να υπάρχει κώλυμα για διορισμό υποψήφιου στη δημόσια υπηρεσία θα πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 31(δ) του Ν.1/90, να συντρέχουν δύο προϋποθέσεις.  Να έχει διαπράξει αδίκημα σοβαρής μορφής το οποίο να ενέχει έλλειψη τιμιότητας ή ηθική αισχρότητα.  Στην προκείμενη περίπτωση η Επιτροπή ήταν δεσμευμένη από τη γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα.  Σχετικό είναι και το άρθρο 84 του Νόμου το οποίο προβλέπει ότι όταν δημόσιος υπάλληλος καταδικαστεί για αδίκημα που ενέχει έλλειψη τιμιότητας ή ηθική αισχρότητα, ζητούνται οι απόψεις του Γενικού Εισαγγελέα και αν αυτός αποφανθεί καταφατικά η Επιτροπή, χωρίς περαιτέρω έρευνα, προβαίνει στην επιβολή πειθαρχικής ποινής.

 

Στην παρούσα υπόθεση συμφωνώ ότι οι συγκεκριμένες καταδίκες δεν δικαιολογούσαν μη διορισμό του, ούτε και έδειχναν ότι  ο συγκεκριμένος υποψήφιος στερείται ακεραιότητα χαρακτήρα, υπευθυνότητας ή πρωτοβουλίας.  Τα ενώπιον της Επιτροπής στοιχεία και ιδίως η γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα ήταν αρκετά για να καταλήξει η Επιτροπή στην απόφασή της χωρίς την ανάγκη περαιτέρω έρευνας.

 

Οι προσφυγές απορρίπτονται, με  £600 έξοδα εναντίον των αιτητών και υπέρ των καθ΄ων η αίτηση και των ενδιαφερομένων μερών.

 

 

Φρ. Νικολαΐδης, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

/ΜΔ

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο