ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2007) 4 ΑΑΔ 660
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 179/2006)
25 Σεπτεμβρίου, 2007
[ΝΙΚΟΛΑЇΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
1. ΠΑΝΤΕΛΗΣ Π. ΠΠΟΥΡΗ
2. ΕΥΦΗΜΙΑ ΧΡΗΣΤΟΥ ΠΠΟΥΡΗ,
Αιτητές,
v.
1. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
2. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ, ΜΕΣΩ
ΕΦΟΡΟΥ ΦΟΡΟΥ ΠΡΟΣΤΙΘΕΜΕΝΗΣ ΑΞΙΑΣ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
__________
Κ. Χατζηϊωάννου, για τους Αιτητές.
Ελ. Παπαγεωργίου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Γεν. Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
_________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Οι αιτητές είναι σύζυγοι. Με σύμβαση ημερ. 1.7.2004 αγόρασαν από την εταιρεία Karyatides Developments Ltd οικία σε συγκρότημα υπό ανέγερση, αντί συνολικού ποσού £230.000 συμπεριλαμβανομένου φόρου προστιθέμενης αξίας (Φ.Π.Α.) ύψους 5%.
Στις 30.6.2005 δέχθηκαν μεταβίβαση της κατοικίας, πληρώνοντας παράλληλα ποσό £21.904, ως πρόσθετο 10% Φ.Π.Α.
Στις 10.8.2005 απευθύνθηκαν προς την ΄Εφορο Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, (στο εξής «η ΄Εφορος»), υποβάλλοντας ένσταση γιατί αναγκάστηκαν να πληρώσουν Φ.Π.Α. ύψους 15% επί της αγοραίας αξίας της οικίας. Η ΄Εφορος στις 23.8.2005 απορρίπτοντας το αίτημα παρατήρησε ότι οι όροι, προϋποθέσεις και κριτήρια εφαρμογής της σχετικής πρόνοιας του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου του 2000, Ν.95(Ι)/2000, για την πρώτη κατοικία, θα καθορίζονταν με κανονισμούς που θα εκδοθούν από το Υπουργικό Συμβούλιο. Αφού τέτοιοι κανονισμοί δεν είχαν ακόμα εκδοθεί, οι σχετικές πρόνοιες δεν μπορούσαν να ενεργοποιηθούν και ευνοήσουν τους αιτητές, με αποτέλεσμα να ισχύει στην περίπτωσή τους ο κανονικός συντελεστής του 15%.
Η απόφαση αυτή αποτέλεσε το αντικείμενο προσφυγής των αιτητών στην προσφυγή υπ΄ αρ. 1431/2005 η οποία τελικά απορρίφθηκε στις 9.3.2007.
Το ίδιο αίτημα υποβλήθηκε από τους αιτητές στις 23.10.2005, αυτή τη φορά στον Υπουργό Οικονομικών. Το περιεχόμενο της ένστασής τους είναι ταυτόσημο με εκείνης που στάληκε στις 10.8.2005, προς την ΄Εφορο. Ζητούσαν και πάλι την επιστροφή του ποσού που αντιστοιχούσε στο 10% του τιμήματος πώλησης, το οποίο κατέβαλαν ως Φ.Π.Α. κατά την αγορά της πρώτης τους κατοικίας.
Η νέα απορριπτική απάντηση προήλθε και πάλιν από την ΄Εφορο Φ.Π.Α. στις 17.11.2005. Χρησιμοποιήθηκε βασικά το ίδιο αιτιολογικό, όπως και προηγουμένως, ότι δηλαδή, λόγω μη έκδοσης των σχετικών κανονισμών δεν μπορούσε να ισχύσει η επιβολή μειωμένου Φ.Π.Α. Και στις δύο περιπτώσεις έγινε αναφορά από την ΄Εφορο στο σχέδιο χορηγιών το οποίο πρόκειται να εφαρμοστεί σύντομα. Την πιο πάνω επιστολή απάντηση της Εφόρου προσβάλλουν οι αιτητές με την παρούσα προσφυγή.
Οι καθ΄ ων η αίτηση υπέβαλαν προδικαστική ένσταση υποστηρίζοντας ότι η επίδικη απόφαση δεν είναι εκτελεστή πράξη, αλλά πληροφοριακού χαρακτήρα, χωρίς όμως να αναλύουν τη θέση τους αυτή.
Κατά τη διάρκεια της μελέτης της υπόθεσης και ιδιαίτερα της ένστασης των καθ΄ ων η αίτηση, μου γεννήθηκαν αμφιβολίες κατά πόσο η προσβαλλόμενη πράξη ήταν βεβαιωτική προηγούμενης. Αποφάσισα να επανανοίξω την υπόθεση και να ζητήσω τη θέση των δικηγόρων των δύο πλευρών. Κατά τη συζήτηση του θέματος η ευπαίδευτος συνήγορος των καθ΄ων η αίτηση συμφώνησε με το επιχείρημα του δικηγόρου των αιτητών ότι ο Υπουργός Οικονομικών είχε αυτόνομη εξουσία να επιληφθεί της υποβληθείσας ένστασης και να λάβει σχετική απόφαση σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 52 (ιγ) του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου του 2000, Ν.95(Ι)/00, όπως τροποποιήθηκε. Εν όψει της θέσης αυτής, με την οποία και εγώ συμφωνώ, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι ούτε πληροφοριακού, ούτε βεβαιωτικού χαρακτήρα, αφού το αίτημα είχε απευθυνθεί σε άλλο αρμόδιο όργανο, τον Υπουργό Οικονομικών και όχι την ΄Εφορο και οι αιτητές ορθά προσέφυγαν στον Υπουργό Οικονομικών σύμφωνα με το άρθρο 52 (ιγ).
Την αξίωση για ακύρωση της επίδικης απόφασης οι αιτητές στηρίζουν βασικά στον ισχυρισμό ότι οι καθ΄ων η αίτηση ενήργησαν υπό πλάνη περί το νόμο και τα πράγματα. Είναι σημαντικό πριν προχωρήσω στην εξέταση των επιχειρημάτων, να αναφερθώ σε συντομία στον ισχύοντα νόμο, γιατί τα πράγματα συναρτώνται με τις πρόνοιες του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου του 2000, Ν. 95(Ι)/2000, όπως τροποποιήθηκε. Σύμφωνα με την παράγραφο β του ΄Ογδοου Παραρτήματος η παράδοση ακίνητης ιδιοκτησίας περιλαμβανομένων και κτιρίων, ήταν συναλλαγή εξαιρούμενη του Φ.Π.Α. Τα πράγματα άλλαξαν με το Νόμο 95(Ι)/04, ο οποίος τέθηκε σε ισχύ, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 67 (α), κατά την ημερομηνία προσχώρησης της Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή ΄Ενωση. Η παράδοση ακίνητης ιδιοκτησίας χωρίς κτίρια συνέχισε να εξαιρείται του Φ.Π.Α., η παράδοση όμως ακίνητης ιδιοκτησίας που περιλαμβάνει κτίρια, εφ΄ όσον γίνεται πριν από την πρώτη εγκατάσταση σε αυτά, υπάγεται στον κανονικό συντελεστή Φ.Π.Α. του 15%. Για τις οικοδομές βέβαια για τις οποίες η αίτηση για πολεοδομική άδεια υποβλήθηκε μετά την 1.5.2004. Συγχρόνως, όμως, τροποποιήθηκε και το Πέμπτο Παράρτημα του Νόμου, το οποίο περιλαμβάνει τις υποκείμενες στο μειωμένο συντελεστή Φ.Π.Α. του 5% συναλλαγές, σύμφωνα με το άρθρο 18 (1).
Με βάση την τροποποίηση αυτή η παράδοση ακίνητης ιδιοκτησίας που περιλαμβάνει κτίρια και άλλως θα ενέπιπτε στο ΄Ογδοο Παράρτημα, εμπίπτει τώρα στο Πέμπτο Παράρτημα, εφ΄ όσον τα κτίρια θα χρησιμοποιηθούν ως πρώτη κατοικία. Για το τι σημαίνει πρώτη εγκατάσταση θα πρέπει να ανατρέξουμε στο άρθρο 9 (γ) του Πέμπτου Παραρτήματος (΄Αρθρο 18) που τιτλοφορείται «Παραδόσεις Αγαθών και Παροχές Υπηρεσιών που υπόκεινται στο μειωμένο συντελεστή».
Στην παράγραφο 9 (δ) καθορίζεται ότι οι όροι, προϋποθέσεις και κριτήρια εφαρμογής της παραγράφου αυτής, θα καθορίζονται με κανονισμούς που εκδίδονται από το Υπουργικό Συμβούλιο.
Οι πωλητές στην παρούσα περίπτωση, οι οποίοι ας σημειωθεί, υπέβαλαν αίτηση για πολεοδομική άδεια στις 15.6.2004, θεώρησαν προφανώς ότι θα έπρεπε να είχαν εισπράξει το Φ.Π.Α. στη βάση του κανονικού συντελεστή του 15% και όχι του μειωμένου 5%, ποσοστό το οποίο ζητήθηκε και καταβλήθηκε από τους αιτητές.
Οι αιτητές κατέβαλαν το πρόσθετο 10% του Φ.Π.Α. που τους ζητήθηκε, ούτως ώστε να καταστεί δυνατή η μεταβίβαση, το έπραξαν όμως με επιφύλαξη δικαιωμάτων. Γι΄ αυτό το λόγο απορρίπτεται και η θέση των καθ΄ ων η αίτηση ότι αφού οι αιτητές πλήρωσαν ανεπιφύλακτα και ελεύθερα δεν δικαιούνται στην έγερση της αγωγής. Η θέση αυτή δεν είναι βέβαια ορθή, μια και η καταβολή του έγινε υπό διαμαρτυρία (βλέπε και απόφαση του Χατζηχαμπή, Δ. στην προσφυγή των ιδίων αιτητών κατά της Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, Ππουρής κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1431/05, ημερ. 9.3.2007).
Οι αιτητές ισχυρίζονται ότι εσφαλμένα και/ή κατά παράβαση των διατάξεων του Νόμου, οι καθ΄ων η αίτηση απέρριψαν την ένστασή τους γιατί δεν εκδόθηκαν οι αναφερόμενοι κανονισμοί και συνεπώς οι σχετικές πρόνοιες του Νόμου για εφαρμογή του μειωμένου συντελεστή για την πρώτη κατοικία, δεν εφαρμόζονται. Υποστηρίζουν ότι στις διατάξεις του τροποποιητικού νόμου, Ν.95(Ι)/04, δεν γίνεται πρόνοια για αναστολή οποιασδήποτε διάταξής του επειδή δεν εκδόθηκαν οι σχετικοί κανονισμοί, όπως προβλέπεται από το άρθρο 61 (9) (δ) του Ν.95(Ι)/04.
Η σχετική διάταξη συνεπώς, υποστηρίζουν οι καθ΄ ων η αίτηση, καθίσταται ανενεργός και ως εκ τούτου νομίμως οι αιτητές κατέβαλαν το ποσοστό του 15% Φ.Π.Α. για τη συγκεκριμένη συναλλαγή.
Στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Εταιρείας Κ. Γ. Τύμβιου Λτδ (1994) 3 Α.Α.Δ. 553 η οποία ακολουθήθηκε και σε άλλες αποφάσεις της Ολομέλειας (όπως Ακίνητα Χρίστος. Χατζηκυριάκος Λτδ ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 901, 907, 908), αποφασίστηκε ότι όταν δεν παρέχεται αποκρυσταλλωμένο δικαίωμα συμψηφισμού, η τελείωση του δικαιώματος αφήνεται να συντελεστεί μέσω δευτερογενούς νομοθεσίας και συνεπώς το απαράδεκτο της παράλειψης της διοίκησης να προβεί στην έκδοση κανονισμών, δεν μπορεί να πληρώσει το κενό στο νόμο.
Από την άλλη, στην υπόθεση Δ. Νικολάου & Υιοί Λτδ ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 300, το Δικαστήριο παραπέμποντας στην Βασιλείου ν. Δήμου Παραλιμνίου, Υποθ. Αρ. 1061/94, ημερ. 28.5.1996, αποφάσισε ότι αν το μόνο το οποίο ελλείπει είναι ο καθορισμός της διαδικασίας για τη διεκδίκηση του δικαιώματος, η αδράνεια της διοίκησης να προβεί στην έκδοση κανονισμών, ενδεχομένως δεν θα δημιουργούσε ανυπέρβλητο εμπόδιο στη διεκδίκηση του δικαιώματος.
Όπως παρατηρεί και ο δικαστής Χατζηχαμπής στην απόφασή του Ππουρής κ.α. ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω, «το θέμα αφορά ουσιαστικά την εφαρμογή της αρχής της υπόθεσης Δημοκρατία ν. Εταιρείας Κώστα Γ. Τύμβιου Λτδ, ανωτέρω, με το ερώτημα που τίθεται να αφορά κατά πόσο ο νόμος δημιουργεί συγκεκριμένο δικαίωμα, ώστε η έκδοση κανονισμών να μην είναι αναγκαία για την ύπαρξή του ή όχι, ώστε ουσιώδη ζητήματα που επηρεάζουν την ίδια την τελείωση του δικαιώματος να παραμένουν προς ρύθμιση με τους κανονισμούς».
Με βάση τις πιο πάνω διατάξεις του Νόμου και ιδιαίτερα του άρθρου 61.9 (α) (i) (ii), (β), (γ), (δ) (ε) του τροποποιητικού νόμου, Ν.95(Ι)/04, αναφορικά με το Πέμπτο Παράρτημα που καλύπτει τις περιπτώσεις του μειωμένου συντελεστή, θεωρώ ότι ο Νόμος αποκρυσταλλώνει το δικαίωμα των αιτητών για καταβολή ποσοστού μόνο 5% Φ.Π.Α.. Η τροποποίηση αυτή αναφέρεται ρητά σε κτίριο που χρησιμοποιείται ως πρώτη κατοικία και μάλιστα εξειδικεύει ότι καλύπτει τόσο την ίδια τη μεταβίβαση της ιδιοκτησίας του κτιρίου και του οικοπέδου, όσο και τη μεταβίβαση και κατοχή του σε περίπτωση που η μεταβίβαση της ιδιοκτησίας θα γίνει δυνάμει συμφωνίας πώλησης ή συμφωνίας μίσθωσης με δικαίωμα εξαγοράς σε μελλοντική ημερομηνία. Είναι μάλιστα αξιοσημείωτο πως τίθεται ως όρος ότι η μεταβίβαση καλύπτεται εφ΄ όσον πραγματοποιηθεί πριν από την πρώτη εγκατάσταση. Καθορίζεται στη συνέχεια τι περιλαμβάνει ο όρος «κτίριο», ενώ ορίζεται και η έννοια της «πρώτης εγκατάστασης». Καθορίζεται επίσης η έναρξη ισχύος του ευεργετήματος του μειωμένου συντελεστή.
Σύμφωνα με όλα τα πιο πάνω δεδομένα, καταλήγω ότι η παράλειψη έκδοσης κανονισμού από το Υπουργικό Συμβούλιο δεν μπορεί να επηρεάσει με οποιοδήποτε τρόπο την οριστικότητα και στοιχειοθέτηση από το νόμο του συγκεκριμένου δικαιώματος για την καταβολή από τους αιτητές του μειωμένου συντελεστή Φ.Π.Α. σε ποσοστό 5%, όπως προβλέπεται από τις διατάξεις του Πέμπτου Παραρτήματος και γι΄ αυτό η προσφυγή θα πρέπει να επιτύχει.
Η προσφυγή επιτυγχάνει, και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται, με £600 έξοδα εναντίον των καθ΄ ων η αίτηση.
Φρ. Νικολαΐδης, Δ.
/ΜΔ