ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1371/2006)
25 Σεπτεμβρίου, 2007
[ΝΙΚΟΛΑЇΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
MOHAMMAD KAZEM KOLAEI,
Αιτητής,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
__________
Μιχ. Καμπέρης, για τον Αιτητή.
Μ. Πασιαρδή (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Γεν. Εισαγγελέα, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
_________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, Δ.: Ο Ιρανικής καταγωγής αιτητής υπέβαλε αίτηση παροχής ασύλου που απορρίφθηκε. Την ίδια τύχη είχε και διοικητική προσφυγή που καταχώρησε ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων (στο εξής «η Αρχή»). Υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει λόγω ελλειπούς αιτιολογίας. Στηρίζει το επιχείρημά του αυτό στο γεγονός ότι η Αρχή, στην απόφασή της εντόπισε σωρεία σφαλμάτων και παραλείψεων της Υπηρεσίας Ασύλου και παρά ταύτα, απέρριψε την προσφυγή του. Αυτή η συμπεριφορά της Αρχής στοιχειοθετεί, σύμφωνα πάντα με τον αιτητή, πλημμελή αιτιολογία. Ιδιαίτερη σημασία δίδεται από τον αιτητή σε τρία έγγραφα τα οποία προσκόμισε στην Υπηρεσία Ασύλου και τα οποία, κατ΄ ισχυρισμόν δεν εξετάστηκαν. Ο αιτητής υποστηρίζει ότι τα έγγραφα αυτά έχουν μεγάλη σημασία γιατί άπτονται του βασικού του ισχυρισμού ότι τα προβλήματά του με το καθεστώς άρχισαν μετά την εκτέλεση του πατέρα του.
Η εκδοχή του αιτητή κρίθηκε ως αναξιόπιστη γιατί υπέπεσε σε σοβαρές αντιφάσεις. Για παράδειγμα, ενώ αρχικά ισχυρίστηκε ότι ούτε αυτός, ούτε η οικογένειά του ανήκαν σε οποιαδήποτε θρησκευτική, στρατιωτική, εθνική ή κοινωνική οργάνωση ή ομάδα, στην επιστολή που απέστειλε για να ενισχύσει το αίτημά του ισχυρίστηκε ότι ο πατέρας του ήταν πολιτικά ενεργός. Όταν του επισημάνθηκε η αντίφαση ισχυρίστηκε ότι η επιστολή δεν γράφτηκε από τον ίδιο.
Περαιτέρω και κυρίως, ισχυρίστηκε στην αίτησή του ότι από τον καιρό που σκοτώθηκε ο πατέρας του το 1987, αυτός και μέλη της οικογένειάς του άρχισαν να αντιμετωπίζουν προβλήματα από τις αρχές της χώρας. Στη συνέντευξη με το λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου ισχυρίστηκε ότι τα προβλήματά του ξεκίνησαν μετά την απόλυσή του από το στρατό το 1997, δέκα ολόκληρα χρόνια αργότερα, αναφέροντας ότι προηγουμένως δεν είχε αντιμετωπίσει κανένα απολύτως πρόβλημα. Ισχυρίστηκε ακόμα ότι όταν συνελήφθη τον Οκτώβρη του 1998, αφέθηκε ελεύθερος, αφού πλήρωσε το πρόστιμο που του επιβλήθηκε. Αργότερα, ισχυρίστηκε ότι αφέθηκε ελεύθερος γιατί δωροδόκησε τις αρχές. Κατά τη συνέντευξή του ζήτησε από το λειτουργό να αγνοήσει την επιστολή που ο ίδιος έστειλε.
Ο αιτητής ισχυρίστηκε ακόμα ότι οι αρχές της χώρας του τον παρακολουθούσαν συνεχώς χωρίς να μπορέσει να εξηγήσει το λόγο. Παρά ταύτα, ανεχώρησε από τη χώρα του νομίμως μέσω νόμιμου αεροδρομίου και με κανονικό διαβατήριο.
΄Ολες αυτές οι αντιφάσεις επισημάνθηκαν από την Υπηρεσία Ασύλου και βάσει αυτής της κατάληξης αποφασίστηκε η απόρριψη του αιτήματός του για παροχή ασύλου. Την αναξιοπιστία αυτή επισημαίνει και η Αρχή στην προσβαλλόμενη απόφαση.
Θα προχωρήσω στη συνέχεια να εξετάσω τα τρία έγγραφα στα οποία τόση πολλή σημασία δόθηκε από τον αιτητή. Το πρώτο έγγραφο είναι επιστολή από την Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν προς τον πρόεδρο ιδιοκτητών λεωφορείων ημερ. 25.6.1987, η οποία αναφέρεται σε λεωφορείο το οποίο ήταν εγγεγραμμένο στο όνομα του πατέρα του. Η έννοια της επιστολής είναι ότι απαγορεύεται οποιαδήποτε αγοραπωλησία του αυτοκινήτου μέχρι να εκδοθεί τελική απόφαση σε κάποια εκκρεμούσα ποινική υπόθεση. Εκτός του ότι το συγκεκριμένο έγγραφο έχει εκδοθεί το 1987, όταν δηλαδή, σύμφωνα με την εκδοχή του, ο ίδιος δεν αντιμετώπιζε οποιοδήποτε πρόβλημα, το έγγραφο αυτό αναφέρεται σε λεωφορείο ιδιοκτησίας του πατέρα του. Περαιτέρω, δεν βλέπω τι αυτό αποδεικνύει.
Το δεύτερο έγγραφο είναι πρόσκληση σε μνημόσυνο του πατέρα του. Στην πρόσκληση οι συγγενείς ευχαριστούν όλους όσους παρευρέθηκαν στην κηδεία και τους καλούν σε μνημόσυνο στις 5.11.1987. Είναι προφανής η έλλειψη οποιασδήποτε σχέσης του εγγράφου με την παρούσα υπόθεση. Το ίδιο άσχετο είναι και το τρίτο έγγραφο το οποίο δεν είναι τίποτε άλλο παρά πιστοποιητικό θανάτου του πατέρα του.
Οι ισχυρισμοί του αιτητή ότι ο πατέρας του εκτελέστηκε από τις αρχές του Ιράν εκτός του ότι κρίθηκαν πέραν για πέρα αναξιόπιστοι και πάλι δεν προσθέτουν τίποτε στην υπόθεσή του, αφού δεν έχει καν υπονοηθεί ότι εκτελέστηκε παράνομα ή λόγω των ιδεών του.
Η αναφορά στην προσβαλλόμενη απόφαση σε σημεία που ο προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου λανθασμένα αναφέρθηκε και πάλι δεν μειώνει την αιτιολογία της απόφασης. Η έννοια της αναφοράς στην απόφαση του Προέδρου της Αρχής είναι ότι η αιτιολόγηση της απορριπτικής απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου θα έπρεπε να εδράζεται στην αναξιοπιστία των ισχυρισμών του, όπως διαπιστώθηκαν τόσο ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου, όσο και ενώπιον της Αρχής. Ο πρόεδρος της Αρχής συνεχίζει ότι παρ΄ όλον ότι η αιτιολόγηση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου δεν ήταν αντιπροσωπευτική, ουδόλως επηρέασε την ουσία και τη νομιμότητα της απόφασης.
Συμφωνώ με την πιο πάνω αντιμετώπιση. Πράγματι, αν στην απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου υπεισήλθαν ορισμένες λανθασμένες αναφορές οι οποίες μάλιστα επισημάνθηκαν στην προσβαλλόμενη απόφαση, οι οποίες όμως δεν έχουν σχέση με την ουσία της υπόθεσης, που δεν είναι άλλη από την αναξιοπιστία του αιτητή, δεν βλέπω πως επηρεάζεται το τελικό αποτέλεσμα. Απλώς τονίστηκε στην απόφαση ότι δεν θα έπρεπε να γίνει νομική αξιολόγηση ισχυρισμών που κρίθηκαν αναξιόπιστοι.
Η απόφαση Khajani v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 512/2005, ημερ. 21.12.2006, όπου κρίθηκε ότι η απόφαση της Αρχής θα έπρεπε να ακυρωθεί, γιατί σ΄ αυτή η Αρχή αναγνώρισε ότι υπήρχαν ασάφειες και λάθη στην έκθεση του λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου στην οποία βασίστηκε, δεν προωθεί την υπόθεση του αιτητή. Εκτός του ότι κάθε υπόθεση κρίνεται με τα δικά της γεγονότα, στην υπόθεση εκείνη τα λάθη στην έκθεση του λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου ήταν ουσιαστικά, ενώ, στην παρούσα περίπτωση, η αιτιολογία είναι σαφής και συνίσταται στο ότι η εκδοχή του αιτητή κρίθηκε ως εντελώς αναξιόπιστη.
Τα πιο πάνω ισχύουν και για το επόμενο παράπονο του αιτητή για έλλειψη αιτιολογίας και παράλειψης δέουσας έρευνας ως προς την απόφαση των καθ΄ ων η αίτηση για μη αναγνώριση στον αιτητή του καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας. Όπως είπαμε και πιο πάνω η όλη απόφαση, τόσο της Υπηρεσίας Ασύλου, όσο και της Αρχής, βασίστηκε πάνω στην έλλειψη αξιοπιστίας του αιτητή και συνεπώς δεν θα μπορούσε να παραχωρηθεί καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας όταν η εκδοχή του κρίθηκε ως εντελώς αναξιόπιστη.
Ο αιτητής παραπονείται ακόμα για ελαττωματική άσκηση της διακριτικής ευχέρειας και παράβαση του περί Προσφύγων Νόμου. Υποστηρίζει ότι η απόφαση της Αρχής να μην τον καλέσουν σε προσωπική συνέντευξη, όπως προβλέπει το άρθρο 28 Ζ του περί Προσφύγων Νόμου, συνιστά κακή άσκηση της διακριτικής ευχέρειας των καθ΄ ων η αίτηση και παραβιάζει τον περί Προσφύγων Νόμο. Υποστηρίζει περαιτέρω ότι οι ισχυρισμοί που προέβαλε ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου εσφαλμένα κρίθηκαν ως αντιφατικοί και επανέρχεται στα τρία περιβόητα έγγραφα τα οποία δεν εξετάστηκαν από τον αρμόδιο λειτουργό.
Και αυτός ο ισχυρισμός θα πρέπει να απορριφθεί. Ο αιτητής κλήθηκε σε προσωπική συνέντευξη ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου και είχε κάθε ευκαιρία να εξηγήσει τους λόγους για τους οποίους ζητούσε άσυλο. Είχε περαιτέρω την ευκαιρία να εκθέσει τις απόψεις του κατά την υποβολή της διοικητικής προσφυγής. Η Αρχή προέβη σε δική της έρευνα και ο αρμόδιος λειτουργός ετοίμασε τη σχετική έκθεση, ύστερα από διερεύνηση των γεγονότων της υπόθεσης.
Όπως έχει επανειλημμένα λεχθεί, η Αναθεωρητική Αρχή δεν είναι υποχρεωμένη σύμφωνα με το Νόμο να διεξάγει ακροαματική διαδικασία ή να καλέσει τον αιτητή σε προσωπική συνέντευξη. Αυτό προκύπτει από τη διατύπωση του Νόμου και ιδιαίτερα του άρθρου 28 Ζ (3) και (4), αλλά έχει και επανειλημμένα επιβεβαιωθεί από τη νομολογία. Η Αρχή, μπορεί, αν επιθυμεί, να καλέσει αιτητή σε προφορική συνέντευξη σε περίπτωση που ο αιτητής υποβάλει νέα στοιχεία. Αυτό σημαίνει, ότι ακόμα και όταν ο αιτητής υποβάλει νέα στοιχεία η Αρχή δεν είναι υποχρεωμένη να τον καλέσει σε συνέντευξη. Πολύ δε περισσότερο όταν, όπως στην παρούσα περίπτωση, δεν δόθηκαν τέτοια στοιχεία.
Εν όψει όλων των πιο πάνω η προσφυγή απορρίπτεται, με £300 έξοδα εναντίον του αιτητή.
Φρ. Νικολαΐδης, Δ.
/ΜΔ