ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
[Υπόθεση Αρ. 138/2005]
13 Αυγούστου, 2007
[Γ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΙΩΑΝΝΗΣ ΑΡΙΣΤΟΚΛΕΟΥΣ
Αιτητής
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ
Καθ' ων η αίτηση
Ρ. Ερωτοκρίτου για τους αιτητές.
Φ. Κωμοδρόμος για τους καθ' ων η αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Η προσφυγή αφορά στην απόφαση του Αρχηγού της Αστυνομίας, όπως την ενέκρινε ο Υπουργός Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης στις 29.11.04, να απολύσει τον αιτητή. Η αιτιολογία της απόλυσης ήταν συγκεκριμένη. Παρέπεμπε στον Κανονισμό 7 των περί Αστυνομίας (Γενικών) Κανονισμών του 1989 (ΚΔΠ 51/89 όπως τροποποιήθηκε). Παραθέτω τον Κανονισμό 7:
«(1) Οι επιλεγόμενοι για εγγραφή στην Αστυνομία εισάγονται στην Αστυνομική Ακαδημία για γενική επαγγελματική και πρακτική εκπαίδευση και εκγύμναση, διάρκειας τριών ακαδημαϊκών ετών.
(2) Οι αποτυγχάνοντες να εξασφαλίσουν την κατά την αναφερόμενη στην παράγραφο (1) εκπαίδευση και εκγύμναση βάση της βαθμολογίας του προγράμματος, που καθορίζεται σύμφωνα με τους εκάστοτε σε ισχύ εσωτερικούς κανονισμούς λειτουργίας της Αστυνομικής Ακαδημίας, θα απολύονται από την αστυνομία.»
Επίσης παραθέτω την επιστολή ημερομηνίας 15.11.04 που ο Αρχηγός της Αστυνομίας απηύθυνε προς τον Υπουργό:
«Αναφέρομαι στο πιο πάνω θέμα και επισυνάπτω Πρακτικό Απόφασης για απόλυση του Αστυφ. 4846 Ιωάννη Αριστοκλέους.
2. Ο εν λόγω Αστυφύλακας απέτυχε να εξασφαλίσει στις τελικές εξετάσεις του Α΄ Εξαμήνου το 50% στα αστυνομικά θέματα με αποτέλεσμα να κληθεί σε επανεξέταση στις 18.06.2004 στην οποία όμως απέτυχε. Αφού του δόθηκε ακόμη μια ευκαιρία, κλήθηκε σε επανεξέταση στις 23.08.2004 στην οποία θεωρήθηκε επιτυχών.
3. Στις τελικές εξετάσεις του Β΄ Εξαμήνου στις 01.11.2004 απέτυχε και πάλιν να εξασφαλίσει την προβλεπόμενη βαθμολογία 50% τόσο στα αστυνομικά θέματα όσο και στα αγγλικά με αποτέλεσμα να θεωρείται αποτυχών σύμφωνα με τις Διαταγές του Διευθυντή Αστυνομικής Ακαδημίας Κύπρου, Δ.Δ.Α. 3/2, παράγραφοι 4(3)(γ) και ζ. Τα πιο πάνω έγιναν παρά τις επανειλημμένες προειδοποιήσεις και ευκαιρίες που του δόθηκαν.
4. Η πιο πάνω αποτυχία του εν λόγω αστυφύλακα εξυπακούει ενεργοποίηση του Καν. 7(2) των Περί Αστυνομίας (Γενικών) Κανονισμών του 2004 του οποίου οι πρόνοιες είναι επιτακτικές και αναφέρονται σε απόλυση από την Αστυνομία όσων αποτυγχάνουν στις εξετάσεις.
5. Παρακαλώ όπως έχω τη δική σας έγκριση επί του θέματος σύμφωνα με το άρθρο 17(1) του Περί Αστυνομίας Νόμου 73(Ι)/2004 το οποίο προνοεί ότι τα μέλη της Αστυνομίας μέχρι και του βαθμού του Ανώτερου Υπαστυνόμου, διορίζονται, εγγράφονται, προάγονται και απολύονται από τον Αρχηγό με την έγκριση του Υπουργού.»
Εν τούτοις, τα μέρη ενέπλεξαν και τον Κανονισμό 8(2) των ίδιων Κανονισμών που αναφέρεται στη δυνατότητα απόλυσης ή παράτασης της δοκιμαστικής περιόδου, τηρουμένων των προϋποθέσεών του, με ζητούμενο το κατά πόσο είναι ικανός αστυνομικός. (Βλ. συναφώς Κωνσταντίνου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2003) 3ΑΑΔ 234.) Αφιέρωσαν σ' αυτό μεγάλο μέρος των αγορεύσεών τους με αναφορά και στα προηγηθέντα, δηλαδή στις αρχικές αποτυχίες του αιτητή στις εξετάσεις του πρώτου εξαμήνου, στις ευκαιρίες που του δόθηκαν και στις νουθεσίες που του έγιναν. Για να διαφωνούν όμως, ως προς τη δυνατότητα απόλυσης, κάτω από τις περιστάσεις, ανάλογα και με το αν είχαν ή δεν είχαν συνταχθεί εκθέσεις σύμφωνα με τον πιο πάνω Κανονισμό. Δεν ήταν, όμως, όλως διόλου σφάλμα των μερών αυτή η παρέκταση. Ο Αρχηγός παρέθεσε στο πρακτικό της απόφασής του, ημερομηνίας 15.11.04, και τον Κανονισμό 8(2) και στο πρακτικό ημερομηνίας 29.11.04 αναφέρθηκε σε δυνατότητα που μόνο στο πλαίσιο του Κανονισμού 8(2) ήταν νοητή.
Τα πράγματα διευκρινίστηκαν στην πορεία. Ο Κανονισμός 7(2) μπορεί να αποτελέσει αυτοτελές έρεισμα για απόλυση, τηρουμένων, βεβαίως, των προϋποθέσεών του. Και, όπως διαπιστώνεται από τα κείμενα στα οποία αναφέρθηκα, όπως έχω ήδη σημειώσει, ήταν κατ' εφαρμογή του Κανονισμού 7(2) που αποφασίστηκε η απόλυση. Απολήγει, συνεπώς, προς έλεγχο η κρίση περί τη συνύπαρξη των προϋποθέσεών του. Και παρέλκει η οποιαδήποτε περαιτέρω αναφορά στον Κανονισμό 8.
Δεν είχαν τεθεί εξ αρχής ενώπιόν μου όλα τα σχετικά και χρειάστηκαν αναβολές, ακόμα και συμπληρωματικές αγορεύσεις, μέχρις ότου διευκρινιστεί το ζήτημα «της βαθμολογίας του προγράμματος, που καθορίζεται σύμφωνα με τους εκάστοτε σε ισχύ εσωτερικούς κανονισμούς λειτουργίας της Αστυνομικής Ακαδημίας», όπως προβλέπει ο Κανονισμός 7(2). Από τα έγγραφα που κατατέθηκαν είναι ευθέως σχετικό το τεκμήριο Χ (Διαταγές Διευθυντή Ακαδημίας) στο οποίο περιλαμβάνονται, ως το Πρόγραμμα με βάση τους Εσωτερικούς Κανονισμούς της Αστυνομικής Ακαδημίας, κάτω από το Κεφ. 4 (Αξιολόγηση/Βαθμολογία), στην παράγραφο 3, οι «προϋποθέσεις επιτυχίας». Δέχτηκε και ο αιτητής πως «κατά πάντα ουσιώδη χρόνο ίσχυε το συγκεκριμένο έγγραφο Χ για το οποίο είναι η έγκριση του Αρχηγού» και, όπως δηλώθηκε, παρέμεινε για εξέταση η ουσία των λόγων ακυρότητας που είχαν αναπτυχθεί.
Είναι συναφώς η εισήγηση του αιτητή πως δεν υπάρχουν τα δεδομένα στη βάση των οποίων θα ήταν δυνατό να θεωρηθεί ότι απέτυχε να εξασφαλίσει την απαιτούμενη βαθμολογία του Προγράμματος. Ή, όπως διευκρινίστηκε, ειδικά το συγκεκριμένο πρόγραμμα και η βάση της βαθμολογίας του. Περαιτέρω, όπως είχε εξ αρχής υποστηριχθεί, ότι θα έπρεπε να είχε συνυπολογιστεί και η βαθμολογία του για τα άλλα μαθήματα, ακόμα και εκείνη του πρώτου εξαμήνου.
Δεν μπορώ να συμφωνήσω. Τα Αστυνομικά Θέματα ήταν, βεβαίως, μέρος του Προγράμματος, μάλιστα ιδιαίτερης σημασίας. Η επιφύλαξη στην παράγραφο (γ) του τεκμηρίου Χ τα ξεχωρίζει με την εισαγωγή ειδικής πρόνοιας γι' αυτά. Είναι και αυτή αναπόσπαστο μέρος του Προγράμματος και αποβαίνει καθοριστική του αποτελέσματος. Χωρίς να αφήνει περιθώριο συνυπολογισμού άλλων βαθμολογιών. Την παραθέτω:
«Νοείται ότι Δόκιμος Αστυφύλακας που αποτυγχάνει να εξασφαλίσει το 50% στις Τελικές Εξετάσεις των Αστυνομικών Θεμάτων του Β΄ Εξαμήνου, θεωρείται αποτυχών και απολύεται σύμφωνα με τον Καν. 7(2) των Περί Αστυνομίας (Γενικών) Κανονισμών του 1989».
Με μη αμφισβητούμενο το γεγονός της μη εξασφάλισης του 50% για τα Αστυνομικά Θέματα στις τελικές εξετάσεις του Β΄ Εξαμήνου, όπως αυτό προκύπτει και από τα στοιχεία του φακέλου, η κρίση πως, ενόψει του Κανονισμού 7(2), ο αιτητής θα έπρεπε να απολυθεί, ήταν νόμιμη.
Η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται. Ενόψει της πορείας της προσφυγής και των όσων παρατήρησα σε σχέση με τον εν τέλει προσδιορισμό του επίδικου ζητήματος, δεν θα εκδώσω διαταγή για έξοδα.
Γ. Κωνσταντινίδης, Δ.
ΜΣι.