ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 959/2005 και 96/2006)
12 Ιουλίου, 2007
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤA ΑΡΘΡA 25, 26, 28 KAI 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
(Υπόθεση Αρ. 959/2005)
1. CH. AGROKIPIOTIS LIMITED,
2. MORRIS AUGUSTINE,
Αιτητές,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΚΑΙ/΄Η
ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΕΩΣ,
Καθ' ων η αίτηση.
____________________
(Υπόθεση Αρ. 96/2006)
MORRIS AUGUSTINE,
Αιτητής,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ
ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ,
Καθ' ων η αίτηση.
____________________
Α.Σ. Αγγελίδης, για τους Αιτητές στην 959/2005.
Μ. Μηλιώτου (κα.), για τον Αιτητή στην 96/2006.
Ρ. Παπαέτη (κα.), για τους Καθ' ων η αίτηση.
____________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Με την προσφυγή 959/05 ζητείται δήλωση του δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση των καθ΄ ων η αίτηση, ως η επιστολή των καθ΄ ων η αίτηση ημερ. 30.5.05, με την οποία ανανέωσαν την άδεια παραμονής του αιτητή αρ. 2, μόνο μέχρι 30.9.05 αντί για 1 χρόνο (μέχρι 4.2.06), όπως το σχετικό αίτημα, είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη εννόμου αποτελέσματος.
Η αίτηση βασίζεται σε διάφορους λόγους, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι λόγοι ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε χωρίς δέουσα έρευνα, χωρίς αιτιολογία και κακόπιστα.
Με την προσφυγή 96/06 ζητούνται δήλωση και διάταγμα του δικαστηρίου με τα οποία να κηρύσσεται παράνομη και να ακυρώνεται η απόφαση της Διευθύντριας Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, ημερ. 10.11.05, με την οποία αυτή εξέδωσε ένταλμα σύλληψης, κράτησης και απέλασης του αιτητή από την Κυπριακή Δημοκρατία.
Οι δύο προσφυγές συνενώθηκαν, κατόπιν αιτήσεως, λόγω του ότι παρουσιάζουν πολλά κοινά νομικά και πραγματικά θέματα και ο αιτητής στην 96/06 είναι το ίδιο πρόσωπο με τον δεύτερο αιτητή στην 959/05.
Τα ουσιώδη γεγονότα της παρούσας υπόθεσης είναι ότι ο δεύτερος αιτητής στην 959/05 και αιτητής στην 96/06, ο οποίος κατάγεται από την Σρι Λάνκα, ήλθε στην Κύπρο στις 25.3.97 για να εργαστεί στη φάρμα των πρώτων αιτητών στην 959/05. Του παραχωρήθηκε άδεια προσωρινής παραμονής και εργασίας αρχικά μέχρι το έτος 2000 και στη συνέχεια η άδεια του συνέχισε να ανανεώνεται κανονικά, κατόπιν διαδοχικών αντιστοίχων αιτήσεων, μέχρι τις 30.9.05. Την 1.3.05 και πριν τη λήξη της τελευταίας αδείας παραμονής του που έληγε στις 24.3.05, ο δεύτερος αιτητής στην 959/06 και αιτητής στην 96/06 (που στη συνέχεια θα αναφέρεται ως ο αιτητής) υπέβαλε αίτηση για να παραμείνει και να συνεχίσει να εργάζεται ως εργάτης στη φάρμα της εταιρείας Χαράλμπος Αγροκηπιώτης Λτδ μέχρι τις 4.2.06, σύμφωνα με συμβόλαιο εργασίας που υποβλήθηκε μαζί με την αίτηση και το οποίο είχε εγκριθεί από το Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων.
Οι καθ΄ ων η αίτηση ενέκριναν την αίτηση του αιτητή μέχρι τις 30.9.05 και όχι μέχρι τις 4.2.06 όπως ο ίδιος είχε ζητήσει. Στην άδεια προσωρινής παραμονής που του στάληκε και η οποία έχει ημερομηνία 30.5.05 αναγράφεται ότι η άδεια παραμονής και εργασίας του ισχύει μέχρι 30.9.05 και είναι «FINAL-NOT RENEWABLE», δηλαδή τελική και μη ανανεώσιμη.
Η προαναφερόμενη εταιρεία, εργοδότης του αιτητή, με επιστολή της ημερ. 26.7.05 προς τους καθ΄ ων η αίτηση, αφού παρέθεσε το ιστορικό λειτουργίας του χοιροστασίου της και ανέφερε ότι ο αιτητής εργάζεται νόμιμα στην εταιρεία από το Μάρτιο του 99 και είναι βασικός και καθημερινός βοηθός του ηλικιωμένου Διευθυντή της εταιρείας, εξέφρασαν έκπληξη γιατί η άδεια προσωρινής παραμονής του ανανεώθηκε μόνο μέχρι 30.9.05 και όχι όπως είχε ζητηθεί, όπως συνέβαινε στο παρελθόν. Στην προαναφερόμενη επιστολή απάντησαν οι καθ΄ ων η αίτηση με επιστολή τους ημερ. 1.8.05 λέγοντας ότι η άδεια του αιτητή θα μπορούσε να ανανεωθεί μόνο μέχρι 30.11.05 επειδή ο αιτητής είχε συμπληρώσει 4 χρόνια παραμονής στην Κύπρο, που είναι η ανώτατη χρονική περίοδος παραμονής και εργασίας στην Κύπρο υπηκόων τρίτων χωρών σύμφωνα με απόφαση της αρμόδιας Υπουργικής Επιτροπής για θέματα αλλοδαπών υπηκόων τρίτων χωρών. Η επιστολή τελειώνει με την προτροπή, σε περίπτωση που υπάρχει ενδιαφέρον για παράταση της αδείας παραμονής του αιτητή μέχρι 30.11.05, να υποβάλει ο αιτητής σχετική αίτηση στην Υπηρεσία Αλλοδαπών της Αστυνομίας στην επαρχία όπου εργάζεται.
Ο αιτητής, ο οποίος ισχυρίζεται ότι ουδέποτε έλαβε την επιστολή ημερ. 1.8.05, δεν υπέβαλε οποιαδήποτε αίτηση για παράταση της αδείας του μέχρι 30.11.05, με αποτέλεσμα η καθ΄ ης η αίτηση στην Προσφυγή 96/06 να εκδώσει εναντίον του, στις 10.11.05, διάταγμα απέλασης από τη Δημοκρατία και ταυτόχρονα να διατάξει όπως αυτός παραμείνει υπό κράτηση μέχρις ώτου απελαθεί. Τα διατάγματα αυτά εκδόθηκαν δυνάμει του άρθρου 14 του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105, του άρθρου 188(3) (γ) του Συντάγματος και των εξουσιών που εκχώρησε ο Υπουργός Εσωτερικών στη Διευθύντρια του Τμήματος Αρχείου, Πληθυσμού και Μετανάστευσης του Υπουργείου Εσωτερικών.
Σύμφωνα με την απόφαση της αρμόδιας Υπουργικής Επιτροπής ημερ. 31.3.05, στην οποία βασίστηκαν οι καθ΄ ων η αίτηση για να μην εγκρίνουν την αίτηση του αιτητή για ανανέωση της αδείας του μέχρι 4.2.06 αλλά να την περιορίσουν αρχικά μέχρι 30.9.05 και στη συνέχεια μέχρι 30.11.05, νοουμένου ότι αυτός θα υπέβαλλε σχετική νέα αίτηση, «η ανώτατη χρονική περίοδος παραμονής/εργασίας στην Κύπρο αλλοδαπών υπηκόων τρίτων χωρών μειώνεται από 6 χρόνια σε 4 χρόνια με εξαίρεση όσους απασχολούνται σε επιχειρήσεις διεθνών δραστηριοτήτων (πρώην υπεράκτιες) ..». Ο αιτητής αμφισβητεί τη νομιμότητα της σύνθεσης της προαναφερόμενης Υπουργικής Επιτροπής αλλά δεν θεωρώ ότι αυτό το θέμα είναι ουσιώδες, υπό τις περιστάσεις, και επομένως δεν θα το εξετάσω περαιτέρω.
Για να συμπληρωθεί η όλη εικόνα πρέπει να σημειωθεί ότι η Οδηγία του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ημερ. 25.11.03, Οδηγία 2003/109/ΕΚ, τέθηκε σε ισχύ την 23.1.04 και οι χώρες μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης είχαν προθεσμία 2 ετών, δηλαδή μέχρι 23.1.06, για ενσωμάτωση της Οδηγίας. Σύμφωνα με την προαναφερόμενη Οδηγία υπήκοοι τρίτων χωρών, όπως ο αιτητής, που διαμένουν νόμιμα και αδιάλειπτα στην επικράτεια ενός κράτους μέλους, όπως είναι η Κύπρος, για 5 χρόνια, δικαιούνται να υποβάλουν αίτηση για να αποκτήσουν την ιδιότητα του επί μακρόν διαμένοντος υπηκόου τρίτης χώρας. Στην Υπόθεση 148/78, Pubblico Ministero v. Tullio Ratti (1979) ECR 1629, (1980), το Δ.Ε.Κ. διευκρίνισε ότι μια χώρα μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία δεν έχει υιοθετήσει τα αναγκαία μέτρα προς υλοποίηση μιας Οδηγίας μέσα στην προκαθορισμένη περίοδο ενσωμάτωσης, δεν δικαιούται να στηρίζεται στη δική της αποτυχία να εκτελέσει τις υποχρεώσεις της δυνάμει της Οδηγίας, έναντι ατόμων που επιθυμούν να επωφεληθούν από την Οδηγία.
Είναι η θέση των καθ΄ ων η αίτηση ότι ο αιτητής δεν μπορούσε να επωφεληθεί από την προαναφερόμενη Ευρωπαϊκή Οδηγία επειδή όταν υπέβαλε την αίτηση του δεν είχε ακόμα εκπνεύσει η προθεσμία των 2 χρόνων για ενσωμάτωση της Οδηγίας στο Εθνικό Δίκαιο, δεν υπέβαλε ο ίδιος οποιαδήποτε αίτηση μαζί με αποδεικτικά στοιχεία για να θεωρηθεί ως επί μακρόν διαμένων υπήκοος τρίτης χώρας και επίσης δεν μπορούσε να επωφεληθεί από την Οδηγία, εν πάση περιπτώσει, επειδή εξαιρείτο από τους δικαιούχους λόγω του ότι αυτός βρισκόταν στην Κυπριακή Δημοκρατία με άδειες παραμονής που είχαν χρονικό περιορισμό. Αντίθετα ο αιτητής ισχυρίζεται ότι ενόψει την προαναφερόμενης Οδηγίας, η Κύπρος, ως κράτος μέλος, είχε την υποχρέωση να λαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα προς επίτευξη του επιδιωκόμενου από την Οδηγία αποτελέσματος έστω και αν δεν είχε παρέλθει η προθεσμία ενσωμάτωσης της Οδηγίας στο Εθνικό Δίκαιο.
Εξέτασα με πολλή προσοχή όλα τα ενώπιόν μου στοιχεία και κατέληξα στα εξής συμπεράσματα:
(α) Ο αιτητής βρισκόταν και εργαζόταν στην Κύπρο από το 1997 μέχρι τις 30.9.05, καθόλα νόμιμα.
(β) Παρά το ότι ο αιτητής, έγκαιρα, δηλαδή πριν τη λήξη της αδείας παραμονής και εργασίας του, υπέβαλε αίτηση για ανανέωση της αδείας του και ζήτησε ανανέωση μέχρι 4.2.06, υποστηρίζοντας το αίτημα του και με σχετικό συμβόλαιο εργασίας που είχε εγκριθεί από το Υπουργείο Εργασίας, οι καθ΄ ων η αίτηση ενέκριναν την αίτηση του για ανανέωση της αδείας του μόνο μέχρι 30.9.05. Δεν φαίνεται να έγινε οποιαδήποτε έρευνα, από τους καθ΄ ων η αίτηση, αναφορικά με τα υπέρ και τα κατά της αίτησης του αιτητή αλλά ούτε και του δόθηκε οποιαδήποτε αιτιολογία γιατί η αίτηση του εγκρίθηκε μόνο μέχρι 30.9.05 και μάλιστα τέθηκε και η σημείωση ότι ήταν τελική.
(γ) Παρά το ότι η πρόθεση των καθ΄ ων η αίτηση ήταν να ανανεώσουν την άδεια παραμονής και εργασίας του αιτητή για περαιτέρω περίοδο 2 μηνών μέχρι 30.11.05, υπό τον όρο ότι αυτός θα υπέβαλλε σχετική αίτηση, στις 10.11.05, εξέδωσαν διάταγμα απέλασης του από τη Δημοκρατία και κράτησης του μέχρι την απέλαση, βασιζόμενοι στο ότι ο αιτητής ουδέποτε υπέβαλε σχετική αίτηση. Δεν υπάρχει ενώπιον μου οτιδήποτε που να δείχνει αν η προαναφερόμενη πρόθεση των καθ΄ ων η αίτηση έγινε γνωστή ποτέ στον αιτητή ή όχι.
(δ) Η αιτιολογία που οι καθ΄ ων η αίτηση έδωσαν, μετά την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι δηλαδή στηρίχθηκαν στην προαναφερόμενη απόφαση της Υπουργικής Επιτροπής, σύμφωνα με την οποία το ανώτατο όριο αδείας παραμονής και εργασίας σε αλλοδαπούς ήταν τα 4 χρόνια και όχι τα 6 χρόνια, όπως ήταν προηγουμένως, δεν ευσταθεί, εφόσον ο αιτητής βρισκόταν στην Κύπρο από το 1997 και επομένως για περισσότερα από 6 χρόνια.
(ε) Η προαναφερόμενη Ευρωπαϊκή Οδηγία δεν ήταν σε ισχύ στην Κυπριακή Δημοκρατία, κατά τον ουσιώδη χρόνο λήψης της προσβαλλόμενης απόφασης. Η Κυπριακή Δημοκρατία είχε χρόνο μέχρι τις 23.1.06 για να ενσωματώσει την Οδηγία στο Εθνικό της Δίκαιο. Ο αιτητής επομένως δεν μπορούσε να επωφεληθεί από την προαναφερόμενη Οδηγία πριν τις 23.1.06. Όμως, όπως αποφασίστηκε από το Δ.Ε.Κ. στην Υπόθεση C-129/96, Inter-Environnement Wallonie ASBL v. Region Wallonne, απόφαση ημερ. 18.12.97, κατά τη διάρκεια της προθεσμίας για τη μεταφορά μιας Οδηγίας στην εσωτερική έννομη τάξη, τα κράτη μέλη οφείλουν να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα προς διασφάλιση της επίτευξης του επιδιωκόμενου από την Οδηγία αποτελέσματος (Δέστε, επίσης, την απόφαση του αδελφού Δικαστή κ. Νικολαϊδη στην Υπόθεση αρ. 1012/05, Nebojsa Micovic v. Δημοκρατίας, ημερ. 18.11.05).
Δεν προτίθεμαι να εξετάσω το κατά πόσο ο αιτητής θα μπορούσε να επωφεληθεί από την προαναφερόμενη Οδηγία ή όχι, ή το κατά πόσο αυτός θα έπρεπε να είχε υποβάλει αίτηση με αποδεικτικά στοιχεία για να αποδείξει την ιδιότητα του ως επί μακρόν διαμένων υπήκοος τρίτης χώρας ή αν τα στοιχεία θα έπρεπε να είχαν ζητηθεί από τη Δημοκρατία. Εκείνο που έχει αποφασιστική σημασία, κατά την κρίση μου, στην παρούσα υπόθεση, είναι το ότι οι καθ΄ ων η αίτηση, χωρίς οποιαδήποτε έρευνα και χωρίς να δώσουν οποιαδήποτε αιτιολογία και επομένως αυθαίρετα, απέρριψαν την αίτηση του αιτητή για παράταση της άδειας παραμονής και εργασίας του μέχρι τις 4.2.06 και του ενέκριναν παράταση μόνον μέχρι 30.9.05 και στη συνέχεια, αφού τους ζητήθηκε από τους εργοδότες του αιτητή αιτιολογία για την απόφαση τους, δήλωσαν διατεθειμένοι να παρατείνουν την άδεια του αιτητή μέχρι 30.11.05 και έδωσαν και αιτιολογία που δεν ίσχυε. Δεδομένου ότι από τις 23.1.06 ο αιτητής θα είχε δικαίωμα να υποβάλει αίτηση για να θεωρηθεί ως επί μακρόν διαμένων υπήκοος τρίτης χώρας, είτε η Κυπριακή Δημοκρατία ενσωμάτωνε έγκαιρα την Οδηγία είτε όχι, μου φαίνεται ότι οι ενέργειες των καθ΄ ων η αίτηση σκόπευαν στο να αποστερήσουν τον αιτητή από το δικαίωμα του να υποβάλει τη σχετική αίτηση. Αυτό έρχεται σε αντίθεση με τις υποχρεώσεις της Κυπριακής Δημοκρατίας, σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό κεκτημένο και τη νομολογία του Δ.Ε.Κ., και μυρίζει κακοπιστία.
Εν όψει των προαναφερομένων, δηλαδή της έλλειψης έρευνας, της έλλειψης αιτιολογίας, της μη ισχύουσας αιτιολογίας που δόθηκε μετά την απόφαση, της παράβασης των υποχρεώσεων των καθ΄ ων η αίτηση σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό Δίκαιο και των στοιχείων κακοπιστίας που υπάρχουν, κρίνω ότι η Προσφυγή 959/05 θα πρέπει να επιτύχει. Κατ΄ επέκταση κρίνω ότι και η Προσφυγή 96/06 θα πρέπει να επιτύχει, εφόσον το διάταγμα απέλασης του αιτητή και το διάταγμα για κράτηση του μέχρι την απέλασή του εκδόθηκαν στη βάση του ότι αυτός ήταν απαγορευμένος μετανάστης, δηλαδή ότι βρισκόταν στην Κύπρο μετά τη λήξη της αδείας του, σύμφωνα με τα άρθρα 6, 14 και 14Α του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105, όπως τροποποιήθηκε. Κατά την εκτίμησή μου δεν είναι δυνατόν να θεωρηθούν ως έγκυρα τα διατάγματα απέλασης και κράτησης του αιτητή, κατά το χρόνο που αυτός στερήθηκε του δικαιώματος του για νόμιμη εξέταση της αίτησής του για παράταση της αδείας παραμονής και εργασίας του στην Κύπρο, μέχρι τις 4.2.06.
Για τους λόγους που προσπάθησαν να εξηγήσω θεωρώ ορθό και δίκαιο να εγκρίνω και τις δύο προσφυγές. Στην Προσφυγή 959/05 εκδίδεται δηλωτική απόφαση του δικαστηρίου σύμφωνα με την παράγραφο Α του αιτητικού και στην Προσφυγή 96/06 εκδίδεται δηλωτική απόφαση και διάταγμα σύμφωνα με τις παραγράφους Α και Β του αιτητικού. Υπέρ του δεύτερου αιτητή στην 959/05 και του αιτητή στην 96/06 επιδικάζονται έξοδα τα οποία να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή. Καμιά διαταγή για έξοδα σε σχέση με τους πρώτους αιτητές στην 959/05 εφόσον εκείνοι δεν ήσαν αναγκαίοι διάδικοι.
Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ,
Δ.
/ΕΑΠ.