ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 543/2005)

 

2 Ιουλίου 2007

 

[ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

KHALID BALLA AL TAEB SOLIMAN,

Αιτητή,

- ΚΑΙ -

 

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ,

Καθ΄ ων η αίτηση.

---------------------------

Γ. Ερωτοκρίτου, για τον Αιτητή.

Μ. Σπηλιωτοπούλου, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

---------------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

            Ο αιτητής είναι Σουδανός.  Όπως ο ίδιος ανέφερε, εγκατέλειψε τη χώρα του στις  28 Αυγούστου 1991 και, ταξιδεύοντας αεροπορικώς, μετέβη στην Αίγυπτο όπου παρέμεινε για ενάμισυ περίπου μήνα, ακολούθως εισήλθε παράνομα στη Συρία όπου παρέμεινε για τέσσερεις μήνες και, εν συνεχεία, μετέβη στο Λίβανο όπου ενεγράφη στο πανεπιστήμιο και παρακολούθησε αγγλική φιλολογία για περίοδο έξι μηνών.  Όπως εξήγησε, είχε παρακολουθήσει αγγλική φιλολογία και κατά το 1990 σε πανεπιστήμιο στη χώρα του, αναγκάστηκε όμως στους έξι μήνες να διακόψει τη φοίτηση του λόγω επεισοδίου  το οποίο επικαλείται ως τον λόγο εγκατάλειψης της χώρας του και αναζήτησης πολιτικού ασύλου. 

 

            Στην   Κύπρο   ο   αιτητής    αφίχθη   νόμιμα,  ως   επισκέπτης,   στις    21 Φεβρουαρίου 1993.  Αίτηση ασύλου δεν υπέβαλε παρά μόνο αφού πέρασαν σχεδόν έντεκα χρόνια κατά την διάρκεια των οποίων παρέμεινε στην Κύπρο παράνομα, προσπαθώντας να αποφύγει τον εντοπισμό του από την αστυνομία.  Εξήγησε ότι η απόφαση του να έρθει εδώ ήταν το αποτέλεσμα συμβουλής που του έδωσε ομοεθνής του στη Βηρυτό, ο οποίος εμφάνισε την Κύπρο ως εύκολο προορισμό.  Ερωτηθείς αναφορικά με το λόγο για τον οποίο δεν ζήτησε πολιτικό άσυλο στην Αίγυπτο και στο Λίβανο ο αιτητής απάντησε ότι η πολιτική κατάσταση στην Αίγυπτο δεν ήταν καλύτερη από ό,τι στη δική του χώρα ενώ η Βηρυτός, όσο και αν ήταν καλή για φοιτητές, μετά δεν ήξερε κανείς τι θα γινόταν. Πρόσθεσε ότι επιθυμούσε να ξεφύγει από την κατάσταση στην οποία τότε βρισκόταν και να συνεχίσει τις σπουδές του.  Την αίτηση για πολιτικό άσυλο, ημερ. 22 Ιανουαρίου 2004, την υπέβαλε κατόπιν συνομιλίας με ομοεθνή του ο οποίος του είπε ότι τέτοιες περιπτώσεις αντιμετωπίζονταν πιο ευνοϊκά από ό,τι στο παρελθόν και ότι μάλιστα εκείνος είχε επιτύχει. 

 

            Όταν υποβλήθηκε το αίτημα για πολιτικό άσυλο, ο αιτητής έδωσε ως λόγο ότι διεξαγόταν στη χώρα του εμφύλιος πόλεμος, ότι  η κυβέρνηση ήταν δικτατορική και ότι συνελήφθη και υπέστη βασανιστήρια από τη μυστική αστυνομία.  Ωστόσο, σε συνέντευξη την οποία διεξήγαγε αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου, το μόνο επεισόδιο κακοποίησης το οποίο ο αιτητής περιέγραψε δεν είχε οποιαδήποτε σχέση με μυστική αστυνομία.  Συνίστατο στα  εξής.  Στο πανεπιστήμιο, όπου φοιτούσε, διεξήχθη συζήτηση με θέμα την ελευθερία του λόγου.  Συμμετείχαν  εννέα πρόσωπα από δύο κόμματα, το «Αλούμα» στη φοιτητική ομάδα του οποίου ανήκε και αυτός, και το Ισλαμικό κόμμα.  Στη διάρκεια αυτής της συνάντησης, ομάδα σαράντα περίπου εξτρεμιστών ισλαμιστών  επενέβη, πυροβολώντας πάνω από τις κεφαλές τους και κτυπώντας τους.  Εν συνεχεία τους συνέλαβαν και τους οδήγησαν σε μέρος όπου το βράδυ τους ανέκριναν για να διακριβώσουν ποιοι ήταν οι αρχηγοί και ποιοι είχαν οργανώσει  τη συνάντηση.  Κακοποιήθηκε μέχρι που έχασε τις αισθήσεις του.  Μεταφέρθηκε σε νοσοκομείο από όπου, ύστερα από δυο με τρεις ημέρες, δραπέτευσε.  Παρέμεινε για κάποιο διάστημα  κρυβόμενος σε συγγενικό σπίτι μέχρι που, με τη βοήθεια θείου του που εργαζόταν στο αεροδρόμιο, μπόρεσε να διαφύγει στο εξωτερικό με σκοπό να συνεχίσει τις σπουδές του.  Ερωτηθείς αναφορικά με τις επιπτώσεις πιθανής επιστροφής στη χώρα του, ο αιτητής απάντησε ότι στο αεροδρόμιο της χώρας του σημείωσαν το όνομα του και αν επέστρεφε θα εξέτιε στρατιωτική θητεία, κάτι που ήθελε να αποφύγει λόγω της  εμπόλεμης κατάστασης. 

 

            Η Υπηρεσία Ασύλου απέρριψε το αίτημα.  Εξέφρασε αμφιβολίες για την αξιοπιστία του αιτητή, ιδιαίτερα σε σχέση με την εκδοχή του ότι συμμετείχε στις δραστηριότητες πολιτικού κόμματος.  Επεσήμανε ότι ο αιτητής δεν υπέστη δίωξη από της Αρχές της χώρας του και συμπέρανε ότι δεν καταδείχθηκε πιθανότητα, εάν επέστρεφε, να προσέλκυε το ενδιαφέρον των Αρχών και να υφίστατο δυσμενείς επιπτώσεις.  Σχολίασε εξ άλλου και το ότι πέρασαν έντεκα χρόνια προτού ο αιτητής ζητήσει πολιτικό άσυλο.

 

 Ο αιτητής  υπέβαλε  διοικητική   προσφυγή  την οποία η Αναθεωρητική Αρχή  Προσφύγων   απέρριψε  με  την   προσβαλλόμενη   απόφαση,   ημερ.    2 Μαρτίου 2005.  Η Αναθεωρητική Αρχή εξέφρασε την άποψη ότι ορθά αμφισβητήθηκε η αξιοπιστία του αιτητή και απαρίθμησε τέσσερα σημεία στα οποία σε απαντήσεις του κατά τη συνέντευξη, υπέπεσε σε αντιφάσεις. Αφορούσαν (α) το κατά πόσο ταξίδευσε από την Κύπρο στη Βηρυτό για να ανανεώσει το διαβατήριο του•  (β) το κατά πόσο, όπως ανέφερε, το 1956 η χώρα του απέκτησε την ανεξαρτησία της από την Αγγλία ενώ θα έπρεπε να συμπεριλάμβανε και την Αίγυπτο• (γ) το κατά πόσο γνώριζε αν κάτι συνέβηκε σε συγγενικά του πρόσωπα στο Σουδάν• και (δ) το πώς ακριβώς ονομαζόταν το μέρος όπου γεννήθηκε.  Η Αναθεωρητική Αρχή, κρίνοντας ότι η Υπηρεσία Ασύλου δικαιολογημένα είχε απορρίψει το αίτημα, παρέσχε καταληκτικά την ακόλουθη αιτιολογία:

«Με όσα εξέθεσα ανωτέρω, εύκολα καταδεικνύεται ότι τα πραγματικά περιστατικά της υπό κρίση προσφυγής δεν στοιχειοθετούν και δεν στηρίζουν τις υπό του Περί Προσφύγων Νόμου 2000-2004 και της Σύμβασης της Γενεύης του 1951, αναγκαίες προϋποθέσεις για παροχή του καθεστώτος του Πρόσφυγα που προβλέπεται από το άρθρο 3 του Νόμου.  Ο προσφεύγων δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο λόγο δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων.

 

Επίσης δεν απέδειξε ότι μπορεί να τύχει καθεστώς της συμπληρωματικής προστασίας ως προβλέπεται στο άρθρο 19 του προαναφερθέντος Νόμου.  Ο προσφεύγων δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο ότι θα υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη ως καθορίζεται στο άρθρο 19(2).  Ούτε καν πληροί τις προϋποθέσεις να του παραχωρηθεί το καθεστώς προσωρινής διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους ως προβλέπει το άρθρο 19 Α του ιδίου Νόμου.»

 

 

            Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής προβάλλει (α) ότι δεν διεξήχθη η απαιτούμενη έρευνα, ιδίως σε σχέση με ισχυρισμούς του που είτε δημιούργησαν αμφιβολίες είτε δεν έγιναν δεκτοί• (β) ότι επομένως υπήρξε πλάνη περί τα πράγματα με αποτέλεσμα η προσβαλλόμενη απόφαση να στηριχθεί σε «αναληθή και/ή πλημμελή γεγονότα»• (γ) ότι ως εκ τούτου δεν δόθηκε νόμιμη αιτιολογία• (δ) ότι υπήρξε κατάχρηση εξουσίας αφού η απόφαση «λήφθηκε διά αλλότριους και/ή εκδικητικούς λόγους και με φανερή παράβαση των νόμων, των αρχών της χρηστής Διοίκησης και των κανόνων Φυσικής Δικαιοσύνης».

 

Κατά τη γνώμη μου το αίτημα για άσυλο εξετάστηκε ενδελεχώς, νομίμως και με καλή πίστη σε κάθε στάδιο της διαδικασίας.  Η διεξαχθείσα έρευνα ήταν επαρκής και παρείχε ασφαλές έδαφος για τη λήψη απόφασης.  Η περαιτέρω διερεύνηση των σημείων στα οποία η Αναθεωρητική Αρχή θεώρησε ότι ο αιτητής υπέπεσε σε αντιφάσεις δεν θα εξυπηρετούσε χρήσιμο σκοπό.  Ακόμα και με δεδομένο ότι, όπως υποστήριξε ο αιτητής, δεν δικαιολογείτο τέτοια θεώρηση, παρέμενε αμετάβλητος ο κεντρικός άξονας της εκδοχής του, με κτυπητή εκεί πάντως την αντίφαση και προφανή πια την έλλειψη αξιόπιστου ερείσματος για πολιτικό άσυλο.  Στην πραγματικότητα η απόρριψη του αιτήματος καθίστατο αναπόφευκτη.  Η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν, ως προς τα ουσιώδη, επαρκώς αιτιολογημένη.

 

 Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με £200 έξοδα.  Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται βάσει του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.

 

 

 

 

 

                                                                        Γ.Κ. Νικολάου,

                                                                                        Δ.

 

 

 

 

 

 

 

/ΕΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο