ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1385/2005)
6 Ιουλίου 2007
[ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
MOJTABA SAEDI,
Αιτητής,
- ν. -
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
---------------------------
Γ. Ερωτοκρίτου, για τον Αιτητή.
Δ. Εργατούδη, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
---------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Ο αιτητής είναι Ιρανός. Έφυγε νόμιμα από τη χώρα του και, ταξιδεύοντας αεροπορικώς, έφθασε στη Λάρνακα στις 25 Ιουνίου 2000. Τον ακολούθησε λίγο αργότερα και η σύζυγος του. Στις 28 Νοεμβρίου 2000 υποβλήθηκε από τη σύζυγο του στην τότε αρμόδια Αρχή, Υπάτη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες, αίτημα το οποίο φαίνεται να κάλυπτε και τον ίδιο, για πολιτικό άσυλο στην Κύπρο. Προβλήθηκε αρχικά ότι αντιμετώπιζαν στη χώρα τους πολιτικό πρόβλημα αλλά μετά την έκδοση, στις 22 Ιουλίου 2002, απορριπτικής απόφασης ζήτησαν αναθεώρηση, προβάλλοντας ως λόγο αυτή τη φορά ότι είχαν ασπαστεί τον χριστιανισμό και αν επέστρεφαν στη χώρα τους θα αντιμετώπιζαν κίνδυνο.
Μετά την τελική απόρριψη του αιτήματος από την Υπάτη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες ο αιτητής υπέβαλε, στις 16 Σεπτεμβρίου 2002, αίτηση για πολιτικό άσυλο στη νεοδημιουργηθείσα στην Κύπρο, Αρχή Προσφύγων. Δεν κατέστη γνωστό στο Δικαστήριο αν υπέβαλε και η σύζυγος του παρόμοια αίτηση. Στο έντυπο το οποίο ο αιτητής συμπλήρωσε, προέβαλε ως λόγο για τον οποίο έφυγε από τη χώρα του, τις εκεί ιδεολογικές αντιπαραθέσεις και την πολιτιστική πενία. Πρόσθεσε ότι αφότου ήρθε με τη σύζυγο του στην Κύπρο υπήρξαν εξελίξεις. Εξήγησε σχετικά ότι συνδέθηκαν με κυπριακή οικογένεια μέσω της οποίας γνώρισαν τον χριστιανισμό και, ύστερα από κατηχήσεις στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου στη Λεμεσό, βαφτίστηκαν. Στις 19 Ιανουαρίου 2002 τέλεσαν εκκλησιαστικό γάμο. Σημειώνω και ότι στις 27 Σεπτεμβρίου 2002 απέκτησαν παιδί. Ο αιτητής προέβαλε ότι ενόψει της αλλαγής θρησκείας οι ιρανικές Αρχές δεν θα του επέτρεπαν να επιστρέψει στη χώρα και ότι σε περίπτωση που του επέτρεπαν, αυτού και της οικογένειας του, θα υποβάλλονταν όλοι σε βασανιστήρια και θα εκτελούνταν ως αποστάτες. Του λέχθηκε, από Ιρανούς που είχαν παραστεί κατά τη βάφτιση ότι άλλοι άγνωστοι παριστάμενοι πληροφόρησαν σχετικά την πρεσβεία του Ιράν και έδωσαν μάλιστα φωτογραφία προς επιβεβαίωση.
Στις 3 Νοεμβρίου 2003 διεξήχθη συνέντευξη η οποία διήρκησε δύο ώρες. Ερωτηθείς αν είχε υποβάλει στο παρελθόν αίτηση σε άλλη χώρα για πολιτικό άσυλο, ο αιτητής απάντησε καταφατικά και αποκάλυψε ότι είχε παλαιότερα υποβάλει αίτηση για πολιτικό άσυλο και στη Γερμανία όπου είχε μεταβεί παράνομα μέσω Τουρκίας και της πρώην Τσεχοσλοβακίας. Σκοπός του, είπε, ήταν εν καιρώ να έπαιρνε εκεί και τη σύζυγο του αλλά νόμιμα. Λόγος του τότε αιτήματος ήταν, όπως ισχυρίστηκε ότι αντιμετώπιζε προσωπικά προβλήματα με την κυβέρνηση της χώρας του. Όταν του ζητήθηκε να αναφέρει το είδος των προβλημάτων, αυτός απάντησε ότι επρόκειτο για τα προβλήματα που είχαν όλοι οι Ιρανοί. Ερωτηθείς για το αποτέλεσμα, απάντησε ότι δεν γνώριζε τι αποφάσισε η Γερμανία γιατί, ένεκα προβλημάτων της συζύγου του, επέστρεψε στη χώρα του και έκτοτε δεν ενδιαφέρθηκε να μάθει.
Σε σχέση με το υπό εξέταση αίτημα για άσυλο, ο αιτητής ερωτηθείς τι προβλήματα είχε στη χώρα του, απάντησε ότι είχε πολλά και ότι αυτά προέκυψαν κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής του θητείας την οποία, ας σημειωθεί, εξέτισε πλήρως. Ανέφερε ότι συνομιλούσε για τον χριστιανισμό με αρμένιο χριστιανό φίλο του και ότι σε μια περίπτωση επισκέφθηκε εκκλησία αλλά δεν μπορούσε να αλλάξει πίστη ενόσω βρισκόταν ακόμα στη χώρα του. Σταμάτησε πάντως να λαμβάνει μέρος στις μουσουλμανικές προσευχές της Παρασκευής και τελικά μίλησε για το θέμα με τον υπεύθυνο της βάσης όπου υπηρετούσε. Ακολούθησε καυγάς. Το αποτέλεσμα ήταν να τιμωρηθεί με παράταση της θητείας του για δύο μήνες και μετάθεση στο μέτωπο για τρεις μήνες. Σε άλλες επί του θέματος ερωτήσεις ο αιτητής απάντησε ότι γνώριζε πως όσοι μιλούσαν για τον χριστιανισμό υφίσταντο επιπτώσεις, τιμωρούντο και μάλιστα σε περίπτωση που άλλαζαν πίστη θανατώνονταν. Όταν του ζητήθηκε να εξηγήσει γιατί με αυτά τα δεδομένα μίλησε ελεύθερα για τον χριστιανισμό κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής του θητείας, ο αιτητής πρώτα απάντησε ότι δεν γνώριζε ότι θα τιμωρείτο και ύστερα απάντησε ότι γνώριζε πως θα τιμωρείτο αλλά όχι με ποιο τρόπο. Ερωτηθείς και πάλι αναφορικά με τους λόγους για τους οποίους έφυγε από το Ιράν, ο αιτητής κατά το τέλος της συνέντευξης απάντησε ότι δεν ήταν ικανοποιημένος με την κυβέρνηση και ότι μισούσε το καθεστώς, σε περαιτέρω δε ερώτηση ανέφερε ότι τον επηρέασε και το ενδιαφέρον του για τον χριστιανισμό, το οποίο αυξήθηκε όταν ήρθε στην Κύπρο. Δεν έγινε όπως επίκληση τέτοιου ενδιαφέροντος όταν υποβλήθηκε αρχικά αίτημα για άσυλο στην Υπάτη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών. Προσδιόρισε τα πολιτικά προβλήματα που αντιμετώπιζε στη χώρα του, για πρώτη φορά κατά το τέλος της συνέντευξης, λέγοντας ότι συνίσταντο στο ότι διένειμε φυλλάδια εναντίον του καθεστώτος.
Η αρμόδια λειτουργός η οποία διεξήγαγε τη συνέντευξη εισηγήθηκε, για λόγους που με λεπτομέρεια εξήγησε, την απόρριψη του αιτήματος. Ο αιτητής θεωρήθηκε αναξιόπιστος και η λειτουργός δεν διέκρινε δικαιολογημένο φόβο δίωξης ή το ενδεχόμενο απάνθρωπης ή εξευτελεστικής μεταχείρισης σε περίπτωση επιστροφής του αιτητή στη χώρα του. Σε σχέση συγκεκριμένα με τα λεχθέντα για αλλαγή θρησκείας, η λειτουργός σημείωσε τα εξής:
«Διερευνήθηκε μέσα από αναφορές για το Ιράν, ο κίνδυνος που ενδέχεται να αντιμετωπίσουν άτομα ιρανικής καταγωγής που επιστρέφουν στη χώρα τους αφού έχουν ασπαστεί τη χριστιανική πίστη σε κάποια χώρα στο εξωτερικό. Πρόσφατη έκθεση του Βρεττανικού Υπουργείου Εσωτερικών αναφέρει σχετικά με το συγκεκριμένο θέμα τα ακόλουθα: 'Many individuals try to convert with a view to emigrating, considering that the opportunities for obtaining asylum in the West and thereby greater. Converts who are known to the Iranian authorities are summoned to an interview at the Ministry of Information in order to be reprimanded. They are then allowed to go after being warned not to talk about what has taken place at the Ministry'.»
Η Αρχή Προσφύγων, υιοθετώντας την εισήγηση, απέρριψε το αίτημα. Ασκήθηκε διοικητική προσφυγή η οποία εξετάστηκε από την Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων και απορρίφθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση, ημερ. 22 Σεπτεμβρίου 2005, στην οποία αναφέρονται καταληκτικά τα εξής:
«Με όσα εξέθεσα ανωτέρω, εύκολα καταδεικνύεται ότι τα πραγματικά περιστατικά της υπό κρίση προσφυγής δεν στοιχειοθετούν και δεν στηρίζουν τις υπό του Περί Προσφύγων Νόμου 2000-2004 και της Σύμβασης της Γενεύης του 1951, αναγκαίες προϋποθέσεις για παροχή του καθεστώτος του Πρόσφυγα που προβλέπεται στο άρθρο 3 του Νόμου. Ο προσφεύγων δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο λόγο δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων.
Επίσης δεν απέδειξε ότι μπορεί να τύχει του καθεστώτος της συμπληρωματικής προστασίας ως προβλέπεται στο άρθρο 19Α (1) του προαναφερθέντος Νόμου. Ο προσφεύγων δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο ότι θα υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη ως καθορίζεται στο άρθρο 19Α (2). Ούτε πληροί τις προϋποθέσεις για παραχώρηση του καθεστώτος προσωρινής διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους ως προβλέπει το άρθρο 19(1) του ιδίου Νόμου.»
Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής αμφισβητεί ότι κλονίστηκε από οποιαδήποτε πτυχή η αξιοπιστία του. Επιπλέον προβάλλει ότι κινδυνεύει από τυχόν επιστροφή στη χώρα του• ότι δεν διεξήχθη δέουσα και πλήρης έρευνα• ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα πραγματικά γεγονότα και ότι αντιθέτως λήφθηκαν υπόψη αναληθή και/ή ψευδή και/ή ανεπιβεβαίωτα γεγονότα και επομένως η απόφαση λήφθηκε με πλάνη περί τα πράγματα• ότι η απόφαση λήφθηκε κατά παράβαση του Συντάγματος και των νόμων• ότι αποτελεί κατάχρηση και υπέρβαση εξουσίας• ότι δεν είναι δεόντως αιτιολογημένη και λήφθηκε για αλλότριους και/ή για εκδικητικούς σκοπούς• και ότι υπήρξε παράβαση των κανόνων χρηστής διοίκησης, καλής πίστης και φυσικής δικαιοσύνης.
Δεν διαπίστωσα οποιαδήποτε πλημμέλεια. Η περίπτωση του αιτητή διερευνήθηκε δεόντως και επαρκώς από κάθε άποψη. Τα συγκεντρωθέντα στοιχεία τα οποία αφορούσαν στην περίπτωση του αιτητή παρείχαν ασφαλές έδαφος για τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης. Δεν επέδρασαν εξωγενή στοιχεία, τα οποία να μην είχαν λειτουργική σχέση με ό,τι εύλογα ενδιέφερε για την περίπτωση του αιτητή. Δεν συμμερίζομαι την άποψη ότι δεν αξιολογήθηκαν ορθά τα δεδομένα της περίπτωσης, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά το θέμα της θρησκείας, ή ότι γενικότερα παρεισέφρησε πλάνη στη λήψη της απόφασης. Το αίτημα εξετάστηκε ενδελεχώς και με καλή πίστη σε κάθε στάδιο της διαδικασίας, νομοτύπως διεξαχθείσας. Η σχηματισθείσα εντύπωση περί έλλειψης αξιοπιστίας του αιτητή ήταν εύλογη όπως εύλογες ήταν, με βάση το σύνολο των δεδομένων, και οι τελικές διαπιστώσεις της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων.
Η προσφυγή απορρίπτεται με £200 έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται βάσει του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.
Γ.Κ. Νικολάου,
Δ.
/ΕΘ