ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1077/2006)
20 Ιουνίου 2007
[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δικαστής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΚΩΣΤΑΣ ΨΕΥΔΙΩΤΗΣ,
Αιτητής,
ν.
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,
2. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Καθ΄Ων η Αίτηση.
_________
Α. Ποιητής, για τον Αιτητή.
Α. Χριστοφόρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Καθ΄Ης η Αίτηση.
_________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Με επιστολή ημερομηνίας 15.3.2006 ο Αιτητής, συμβασιούχος έκτακτος υπάλληλος στο Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού, ζήτησε από το Τμήμα όπως η σύμβαση εργασίας του θεωρείται αορίστου διαρκείας δυνάμει του άρθρου 7 του περί Εργοδοτουμένων με Εργασία Ορισμένου Χρόνου (Απαγόρευση Δυσμενούς Διάκρισης) Νόμου του 2003 (Ν. 98(Ι)/2003), το οποίο καθορίζει ότι σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου θεωρείται ως αορίστου χρόνου εφ΄όσον ο εργοδοτούμενος έχει απασχοληθεί για τουλάχιστον τριάντα μήνες. Ο Αιτητής είχε προσληφθεί στο Τμήμα ως έκτακτος υπάλληλος από 3.5.2005 μέχρι 31.12.2006, δηλαδή για 20 μήνες, ζήτησε όμως όπως υπολογισθεί και η περίοδος 2.9.2002 μέχρι 2.5.2005 που είχε απασχοληθεί ως Κοινοβουλευτικός Συνεργάτης με σύμβαση μεταξύ του και της κοινοβουλευτικής ομάδας του ΔΗΣΥ. Το Τμήμα ήταν αρνητικό, θεωρώντας ότι η περίοδος απασχόλησης του ως Κοινοβουλευτικός Συνεργάτης δεν μπορούσε να συνυπολογισθεί. Και τούτο στη βάση ότι, με αναφορά στον ορισμό του όρου «εργοδοτούμενος με εργασία ορισμένου χρόνου» στο άρθρο 2, η απασχόληση του Αιτητή ως Κοινοβουλευτικός Συνεργάτης ήταν με διαφορετικό εργοδότη από τη δημόσια υπηρεσία. Η νομιμότητα της απόφασης αυτής προσβάλλεται με την προσφυγή.
Ο Αιτητής εισηγείται ότι είναι πεπλανημένη η διάκριση του Τμήματος. Παραπέμπει στο ότι ο διαγωνισμός για την πρόσληψη των 56 Κοινοβουλευτικών Συνεργατών είχε προκηρυχθεί από τη Βουλή, η οποία και τον προσέλαβε και προέβη σε ανανεώσεις της σύμβασης του, και στο ότι η μισθοδοσία του ήταν από το Γενικό Λογιστήριο του κράτους, ώστε να εθεωρείτο και τότε ως δημόσιος υπάλληλος με εργοδότη του όχι την κοινοβουλευτική ομάδα του ΔΗΣΥ αλλά τη Δημοκρατία, τον ίδιο δηλαδή εργοδότη που τον εργοδότησε και στη συνέχεια στο Τμήμα. Ικανοποιείτο λοιπόν, καταλήγει ο Αιτητής, η πρόνοια του άρθρου 2 ότι «εργοδοτούμενος με εργασία ορισμένου χρόνου» σημαίνει:
«τον εργοδοτούμενο που έχει σύμβαση ή σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου, η οποία έχει συναφθεί απευθείας μεταξύ του εργοδότη και του εργοδοτουμένου και η λήξη της οποίας καθορίζεται από αντικειμενικούς όρους, όπως παρέλευση συγκεκριμένης ημερομηνίας, ολοκλήρωση συγκεκριμένου έργου ή πραγματοποίηση συγκεκριμένου γεγονότος·»
Η Δημοκρατία εισηγείται προδικαστικά ότι το όλο θέμα είναι θέμα αστικού και όχι διοικητικού δικαίου εφ΄όσον αφορά μετατροπή σύμβασης απασχόλησης ώστε αποκλειστική δικαιοδοσία να έχει το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών. Επί της ουσίας, εισηγείται ότι είναι ορθή η ερμηνεία που εδόθη από το Τμήμα, ότι δηλαδή η σύμβαση πρέπει να είναι με τον ίδιο εργοδότη, που εδώ ήταν άλλος.
Επί της προδικαστικής εισήγησης, η Δημοκρατία παραπέμπει στο άρθρο 10 του Νόμου το οποίο προνοεί:
«Αρμόδιο Δικαστήριο προς επίλυση οποιασδήποτε διαφοράς αστικής φύσεως, η οποία ήθελε προκύψει από την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου, είναι το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών.»
Το άρθρο 10 όμως δεν προσθέτει οτιδήποτε στην εισήγηση της Δημοκρατίας. Το ίδιο ρητά παραπέμπει στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών διαφορές «αστικής φύσεως» που ήθελαν προκύψει από την εφαρμογή του Νόμου, το οποίο είναι ακριβώς το ζητούμενο, κατά πόσο δηλαδή η επίδικη διαφορά είναι αστικής φύσεως ως ιδιωτικού δικαίου ή διοικητικής φύσεως. Ούτε μπορούσε να ήταν άλλως καθ΄όσον, αν δεν επρόκειτο για διαφορά αστικής φύσεως αλλά διοικητικής φύσεως, αποκλειστική αρμοδιότητα θα είχε εκ του Συντάγματος το Ανώτατο Δικαστήριο και ουδείς νόμος θα μπορούσε να την ανέθετε σε άλλο δικαστήριο.
Το γεγονός ότι ο Νόμος ρυθμίζει εργασιακές σχέσεις γενικά ως προς συμβάσεις ορισμένου και αορίστου χρόνου, περιλαμβανομένου του ιδιωτικού τομέα, δεν εμποδίζει το χαρακτηρισμό της επίδικης σχέσης ως θέματος δημοσίου δικαίου καθ΄όσον οι όροι του είναι αρκετά ευρείς ώστε να περιλαμβάνουν και τη Δημοκρατία ως εργοδότη, ούτε αμφισβητεί η Δημοκρατία ότι εμπίπτει στην έννοια του εργοδότη. Ακόμα, το γεγονός ότι η σχέση είναι συμβατική και επί έκτακτης βάσης και πάλι δεν αναιρεί τη δυνατότητα της σχέσης δημοσίου δικαίου, με κρινόμενο πάντοτε την ίδια τη φύση της σχέσης σε συνάρτηση με τα χαρακτηριστικά της. Φρονώ ότι από πού τελικά κλίνει την πλάστιγγα υπέρ της κρίσης ότι πρόκειται για σχέση δημοσίου δικαίου είναι ότι ο Αιτητής υπηρετεί κατά τα άλλα στα πλαίσια των διεπόντων τους δημοσίους υπαλλήλους σε Τμήμα της Διοίκησης και για το υπολογίσιμο διάστημα των τουλάχιστον 20 τελευταίων μηνών.
Επί της ουσίας τώρα, οι εκατέρωθεν εισηγήσεις επικεντρώθησαν στο κατά πόσο ο Αιτητής εργοδοτείτο από τον ίδιο εργοδότη, δηλαδή τη Δημοκρατία. Αν είχα να αποφασίσω το θέμα, θα έκλινα υπέρ της άποψης ότι επρόκειτο για τον ίδιο εργοδότη, εφ΄όσον η Δημοκρατία όχι μόνο του κατέβαλλε τους μισθούς του αλλά και εξυπηρετείτο ως σύνολο από την εργοδότηση του τόσο αρχικά ως Κοινοβουλευτικός Συνεργάτης όσο και μετά στο Τμήμα, ανεξαρτήτως του ότι οι επί μέρους απασχολήσεις του στη Βουλή και στο Τμήμα ήσαν διάφορες. Δεν είναι όμως αναγκαίο, φρονώ, η εργοδότηση να είναι από τον ίδιο εργοδότη. Το άρθρο 7(1) προνοεί:
«Όπου-
(α) Εργοδότης απασχολεί εργοδοτούμενο με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου, είτε κατόπιν ανανέωσης της σύμβασης είτε άλλως·
(β) ο εργοδοτούμενος αυτός είχε προηγουμένως απασχοληθεί για συνολική περίοδο τριάντα μηνών ή περισσότερο με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου ανεξαρτήτως σειράς διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου·
Η σύμβαση θα θεωρείται για όλους τους σκοπούς ως σύμβαση αορίστου διάρκειας, ...»
Το άρθρο 7(1)(β) όχι μόνο δεν προνοεί ότι η σύμβαση πρέπει να είναι με τον ίδιο εργοδότη αλλά και, παραπέμποντας στην προηγούμενη απασχόληση του εργοδοτούμενου, κάνει αναφορά σε «ανεξαρτήτως σειράς διαδοχικών συμβάσεων εργασίας». Οι διαδοχικές συμβάσεις εργασίας δεν αποκλείεται λοιπόν να είναι με πλέον του ενός εργοδότες. Εξ άλλου, τούτο συνάδει και με το σκοπό του Νόμου που είναι η προστασία του ίδιου του εργοδοτουμένου.
Καταλήγω λοιπόν ότι η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται. Η Δημοκρατία θα καταβάλει £500 έξοδα στον Αιτητή.
Δ. Χατζηχαμπής,
Δ.
/ΚΧ"Π