ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
&n bsp; Υπóθεση Αρ. 1687/2005
22 Μαϊου, 2007
[ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
EMORY UNIVERSITY,
Αιτητές
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
ΕΦΟΡΟΥ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΣΗΜΟΥ ΠΑΡΑΛΗΠΤΗ
ΥΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΩΣ ΕΦΟΡΟΥ ΠΡΟΝΟΜΙΩΝ ΕΥΡΕΣΙΤΕΧΝΙΑΣ
Καθ΄ού η αίτηση
.............................
Χρ. Θεοδούλου με Χρ. Πατσαλίδη και Σ. Θεοδούλου, για τους αιτητές
Λ. Χριστοδουλίδου (κα), Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας για τον καθού η αίτηση
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ: Με την παρούσα προσφυγή οι αιτητές ζητούν την ακύρωση της απόφασης του καθού η αίτηση ημερ. 1/11/05 με την οποία απέρριψε την αίτηση τους για εγγραφή Μετάφρασης του Ευρωπαϊκού Διπλώματος Ευρεσιτεχνίας με αρ. ΕΡ1200 105.
ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Στις 9/8/05 καταχωρήθηκε εκ μέρους των αιτητών αίτηση (Π.17) και πληρώθηκαν τα σχετικά τέλη για την εγγραφή της Μετάφρασης του προαναφερθέντος Ευρωπαϊκού Διπλώματος Ευρεσιτεχνίας στην Κύπρο στο όνομα των αιτητών EMORY UNIVERSITY από Η.Π.Α. Στις 12/8/05 λήφθηκε επιστολή (σε τηλεμοιότυπο) από το δικηγόρο των αιτητών Δρα Χρ. Θεοδούλου με την οποία ζητείτο συνάντηση για να εκθέσει τις θέσεις του αναφορικά με την καταχώρηση της πιο πάνω αίτησης. Η εν λόγω συνάντηση πραγματοποιήθηκε στις 17/8/05 στο γραφείο του καθού η αίτηση όπου αναφέρθηκαν προφορικά οι θέσεις του Δρα Χρ. Θεοδούλου μέσω του κ. Σώζου Θεοδούλου. Τους ζητήθηκε όπως θέσουν και γραπτώς τις θέσεις τους, πράγμα που έγινε με επιστολή του Δρα Χρ. Θεοδούλου ημερ. 25/8/05. Στις 4/10/05 στάληκε και επιπρόσθετο σημείωμα από το εν λόγω δικηγορικό γραφείο σχετικά με την εν λόγω υπόθεση. Την 1/11/05 ο καθού η αίτηση απέστειλε επιστολή στον Δρα Χρ. Θεοδούλου κοινοποιώντας του την απόφασή του ότι η αίτηση των αιτητών απορρίπτεται.
Ενόψει της φύσης της προσβαλλόμενης απόφασης προτιμώ να παραθέσω αυτούσια την επιστολή της 1/11/05 στην οποία φαίνεται και η όλη αιτιολογία γιατί να μην γίνει αποδεκτό το αίτημα των αιτητών.
«Αναφέρομαι στην αίτηση σας για καταχώρηση της Μετάφρασης του πιο πάνω Ευρωπαϊκού Διπλώματος Ευρεσιτεχνίας ημερομηνίας 12.08.2005 και 25.08.2005 που αφορούν το ίδιο θέμα.
Αφού έχουμε μελετήσει τα συνοδευτικά έγγραφα της επιστολής σας ημερομηνίας 25.08.2005 καθώς επίσης τους ισχύοντες Νόμους/Κανονισμούς/Συμβάσεις, έχουμε καταλήξει στα ακόλουθα:
Το συγκεκριμένο Ευρωπαϊκό Δίπλωμα Ευρεσιτεχνίας δημοσιεύθηκε από το Ευρωπαϊκό Γραφειο Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας στις 30.03.2005 και ακολούθως, η καταχώρηση της Μετάφρασης του, έγινε στο Γραφείο μας, στις 09.08.2005, ημερομηνία που απέχει πολύ από την προβλεπόμενη προθεσμία των τριών μηνών (30.06.2005), που ορίζει ο Κανονισμός 54(1) των περί Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας Κανονισμών του 1999 (Κ.Δ.Π. 46/99). Ο Κανονισμός 14(2) δίδει τη δυνατότητα στον Έφορο να παρατείνει το χρόνο για διεκπεραίωση κάποιας πράξης εάν το θεωρήσει σκόπιμο, αλλά όμως συγκρούεται με το άρθρο 66(2)(3) του περί Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας Νόμου (Ν. 16(1)/98). Το άρθρο αυτό αναφέρει ότι η Μετάφραση Ευρωπαϊκού Διπλώματος Ευρεσιτεχνίας πρέπει να καταχωρείται και το καθορισμένο τέλος (£50) πρέπει να πληρώνεται, πριν το τέλος της καθορισμένης περιόδου (3 μήνες - Καν. 54), διαφορετικά το Δίπλωμα θα θεωρείται ότι είναι άκυρο εξ' υπαρχής. Επομένως, η οποιαδήποτε διακριτική εξουσία του Εφόρου περιορίζεται στην περίπτωση αυτή, από την περί Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας νομοθεσία (Άρθρο 66(2)(3).
Η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας, που κυρώθηκε από την Κύπρο με το Νόμο 26(ΙΙΙ)/97, με βάση το άρθρο 65, ορίζει ότι η Μετάφραση ενός Ευρωπαϊκού Διπλώματος Ευρεσιτεχνίας, πρέπει να καταχωρείται στα συμβαλλόμενα κράτη, μέσα σε 3 μήνες, εκτός εάν κάποιο κράτος-μέλος, ορίσει μεγαλύτερη προθεσμία. Η Κύπρος επέλεξε να εισάξει στην εθνική της νομοθεσία την περίοδο των 3 μηνών, όπως έχει πράξει εξ' άλλου και η πλειοψηφία των συμβαλλομένων χωρών (23 χώρες). Για όλες αυτές τις χώρες η προθεσμία αυτή θεωρείται ότι δεν μπορεί να επεκταθεί. Παράταση στο χρονικό όριο των τριών μηνών, επέλεξαν μόνο να υιοθετήσουν 5 από τα συμβαλλόμενα κράτη-μέλη, τα οποία όμως έχουν εισάξει ειδικές πρόνοιες στην εθνική τους νομοθεσία για σκοπό αυτό. Η Κύπρος, ως γνωστόν, δεν έχει εισάξει καμιά πρόνοια στην εθνική της νομοθεσία που να αφορά το συγκεκριμένο θέμα. Όσον αφορά το Άρθρο 122 της ίδιας Σύμβασης αυτό δεν τυγχάνει εφαρμογής στην Κύπρο για το λόγο ότι η Κυπριακή νομοθεσία για τα Διπλώματα Ευρεσιτεχνίας δεν περιέχει διάταξη για restitution in integrum.
Mε βάση το άρθρο 11(4) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμο του 199, (Ν. 158(1)/99) υπέρβαση προθεσμίας, μπορεί να δικαιολογηθεί, για λόγους ανώτερης βίας ή σε ειδικές συνθήκες και ότι η υπέρβαση δεν παραβλάπτει τα συμφέροντα άλλου διοικούμενου. Στην συγκεκριμένη περίπτωση φαίνεται από τα γεγονότα ότι δεν αντιμετωπίζουμε λόγους ανώτερης βίας/ειδικές συνθήκες (π.χ. πόλεμος, σεισμός κ.λ.π.) αλλά ίσως να αντιμετωπίζουμε βλάβη σε έννομα συμφέροντα κάποιων τρίτων προσώπων (π.χ. εισαγωγείς φαρμάκων, Κύπριοι φαρμακοβιομήχανοι).
Επιπρόσθετα, θα πρέπει να σημειωθεί ότι σε ίδιες/παρόμοιες περιπτώσεις ο Έφορος δεν επέτρεψε την εκπρόθεσμη καταχώρηση τους και ως εκ τούτου θα ήταν κατά της γενικής νομικής αρχής περί βεβαιότητας του δικαίου, για ίδιες/παρόμοιες περιπτώσεις, ο Έφορος να αποφασίσει διαφορετικά.
Συνακόλουθα με βάση τους ισχύοντες Νόμους/Κανονισμούς/Συμβάσεις, δεν φαίνεται δυστυχώς, να παρέχεται η δυνατότητα/διακριτική ευχέρεια στον Έφορο να επιτρέψει την Κατάθεση της Μετάφρασης του συγκεκριμένου Ευρωπαϊκού Διπλώματος Ευρεσιτεχνίας, εκπρόθεσμα.
Καθόσον αφορά ενδεχόμενη τροποποίηση της εθνικής μας νομοθεσίας τούτο θα μπορούσε να γίνει για το μέλλον. Βέβαια, οποιοδήποτε χρονικό περιθώριο (προθεσμία) ήθελε τεθεί/προβλεφθεί π.χ. 4, 5 ή 6 μήνες έστω και με καταβολή επιπρόσθετης επιβάρυνσης και πάλιν θα μπορούσε κάποιος να επικαλεστεί ιδιαίτερους λόγους αδυναμίας συμμόρφωσης προς τις τεθείσες προθεσμίες.»
ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ
Από πλευράς αιτητών προβάλλονται διάφοροι λόγοι γιατί η επίδικη απόφαση θα πρέπει να ακυρωθεί. Μεταξύ αυτών είναι (α) ο ισχυρισμός ότι η απόφαση δεν είναι δεόντως αιτιολογημένη, (β) ο καθού ενήργησε με νομική πλάνη και/ή ερμήνευσε λανθασμένα το νόμο και/ή δεν προέβηκε στη δέουσα έρευνα (γ) ότι παραβιάστηκε το Σύνταγμα, δηλαδή η αρχή της ισότητας και (δ) ότι παραβιάστηκαν οι αρχές του διοικητικού δικαίου και ιδιαίτερα αυτή της καλής πίστης. Η πλευρά του καθού η αίτηση, στη δική της αγόρευση, υποστηρίζει την ορθότητα και νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης.
Εξέτασα τις αντίστοιχες θέσεις και κρίνω ότι η ουσία της όλης υπόθεσης είναι το κατά πόσο ο καθού η αίτηση ορθά βασίστηκε και ερμήνευσε τις πρόνοιες των άρθρων 65 και 66 του περί Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας Νόμου του 1998 (Ν. 16(1)/98) με αποτέλεσμα να καταλήξει ότι ο Καν. 54(1) των περί Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας (Τέλη και Δικαιώματα) Κανονισμών του 1999 συγκρούεται με το άρθρο 66(3).
Εξετάζοντας την όλη υπόθεση προσέχουμε ότι η αίτηση για εγγραφή της Μετάφρασης έγινε με βάση τις πρόνοιες του Καν. 54 των περί Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας (Τέλη και Δικαιώματα) Κανονισμών του 1999. Ο Κανονισμός αυτός, στην έκταση που μας αφορά διαλαμβάνει ως εξής:
«54(1) Η Μετάφραση του Ευρωπαϊκού Διπλώματος Ευρεσιτεχνίας κατατίθεται στα γραφεία του Εφόρου με τον τύπο Π.17, σε δύο αντίγραφα μέσα σε 3 μήνες από την ημερομηνία δημοσίευσης στο Ευρωπαϊκό Δελτίο Διπλωματων Ευρεσιτεχνίας της Ανακοίνωσης για χορήγηση ευρωπαϊκού διπλώματος.....»
Παρόλο που οι κανονισμοί δεν αναφέρουν τι γίνεται αν η προθεσμία εκπνεύσει, αυτό προβλέπεται από τον ίδιο το Ν. 16(1)/98 άρθρο 66 (3) σύμφωνα με το οποίο η συνέπεια είναι ότι το Δίπλωμα Ευρεσιτεχνίας καθίσταται άκυρο εξ υπαρχής. Η πλευρά των αιτητών εισηγείται ότι υπάρχει εξουσία για παράταση του χρόνου των 3 μηνών με βάση τον Καν. 14(2) των προαναφερθέντων Κανονισμών του 1999 το κείμενο του οποίου έχει ως εξής.
«14(2) Ο χρόνος ή τα χρονικά διαστήματα, όπως αυτά καθορίζονται από το νόμο ή τους παρόντες κανονισμούς για διεκπεραίωση πράξης ή διεξαγωγή διαδικασίας, δυνατό να παραταθούν από τον Έφορο, αν το θεωρήσει σκόπιμο με τέτοια ειδοποίηση στα μέρη και με τέτοιους όρους, που ο Έφορος δυνατό να καθορίσει, και με τέτοιες παρατάσεις που δυνατό να παραχωρηθούν άσχετα αν ο χρόνος ή η περίοδος για διεκπεραίωση τέτοιας πράξης ή διεξαγωγής οποιασδήποτε διαδικασίας έχει ήδη λήξει.»
Σύμφωνα με τα πιο πάνω, ο Καν. 14 των Κανονισμών του 1999 παρέχει διακριτική ευχέρεια στον καθού η αίτηση να παρατείνει προθεσμίες που καθορίστηκαν από το Ν. 16(1)/98, αν το θεωρήσει σκόπιμο. Ο καθού η αίτηση, αφού εξέτασε όλα τα γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης, αποφάσισε, για τους λόγους που αναφέρει με λεπτομέρεια στην προσβαλλόμενη απόφαση, να μην παρατείνει τη χρονική περίοδο των 3 μηνών που καθορίζουν οι Κανονισμοί του 1999. Έκρινε ότι η ευχέρεια που του παρέχει ο Καν. 14(2) των Κανονισμών του 1999 συγκρούεται με την διάταξη του άρθρου 66(2)(3) του Ν. 16(1)/98.
Εξετάζοντας τις πρόνοιες του Καν. 14(2) από τη μια και του άρθρου 66 του Ν. 16(1)/98 από την άλλη, κρίνω ότι η κατάληξη του καθού η αίτηση ότι ο Καν. 14(2) συγκρούεται με το άρθρο 66 του Νόμου ούτως ώστε να καθίσταται ανενεργός, δεν είναι ορθή. Στο εδ. (3) του άρθρου 66 του Νόμου διαβάζουμε τα εξής: «Όταν η Μετάφραση δεν καταχωρείται ή το τέλος δεν πληρώνεται σύμφωνα με τις διατάξεις του εδ. (2) του παρόντος άρθρου, το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας θεωρείται ότι είναι άκυρο εξ υπαρχής.» Όμως στο εδ. (2) του άρθρου 66 του Νόμου δεν καθορίζεται χρονική περίοδος και μάλιστα αυτή των 3 μηνών. Όπως ήδη αναφέρθηκε ο καθορισμός της περιόδου των 3 μηνών έγινε με τους Κανονισμούς του 1999 και για το θέμα που μας αφορά, με τον Καν. 54(1). Από τη στιγμή που οι ίδιοι οι Κανονισμοί έδωσαν εξουσία στον Έφορο να παρατείνει τους χρόνους ή τα χρονικά διαστήματα που προβλέπονται από το νόμο ή τους παρόντες κανονισμούς, αν το θεωρήσει σκόπιμο, δε συμφωνώ με την κατάληξη του καθού η αίτηση ότι η πρόνοια του Καν. 14(2) συγκρούεται με το άρθρο 66(3) του Νόμου ούτως ώστε να καθίσταται άκυρη. Επομένως ο καθού η αίτηση είχε διακριτική εξουσία να παρατείνει την προθεσμία, αν το θεωρούσε σκόπιμο. Είναι λοιπόν φανερό ότι ενήργησε με πλάνη ως προς το Νόμο με αποτέλεσμα να μην ασκήσει την εξουσία που έχει με βάση τον Καν. 14(2) των Κανονισμών του 1999 και αυτός είναι αρκετός λόγος για επιτυχία της προσφυγής. Σημειώνω ότι τα κριτήρια που θέτει ο Καν. 14(2) των Κανονισμών του 1999 είναι τέτοια που είναι λιγότερο αυστηρά από τα κριτήρια του άρθρου 11 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(1)/99). Έπρεπε λοιπόν η εξέταση της υπόθεσης να γίνει με βάση τις πρόνοιες του Καν. 14(2) των Κανονισμών του 1999 που αφορούν ειδικά την περίπτωση που εξετάζουμε. Είχε βέβαια δικαίωμα ο καθού η αίτηση να αρνηθεί παράταση του χρόνου αλλά σε τέτοια περίπτωση θα έπρεπε να δοθούν λόγοι γιατί δεν το θεωρούσε σκόπιμο να δεχθεί το αίτημα για παράταση.
Ενόψει της πιο πάνω κατάληξης μου δε χρειάζεται να ασχοληθώ με άλλους λόγους ακύρωσης.
Με βάση όλα τα πιο πάνω η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα εναντίον του καθού η αίτηση. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται σύμφωνα με το άρθρο 146.4(β) του Συντάγματος.
Μ. Φωτίου, Δ.
/ΚΑΣ