ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1464/2005)
2 Απριλίου, 2007
[ΝΙΚΟΛΑЇΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ALMAS ALMAS,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
2. ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ,
Καθ΄ων η αίτηση.
_______________
Ευαγ. Χειμώνας, για τον Αιτητή.
Μ. Στυλιανού (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Γεν. Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ων η αίτηση.
________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Ο αιτητής είναι υπήκοος της Μπαγκλαντές και αφίχθηκε παράνομα στην Κυπριακή Δημοκρατία στις 29.10.2003. Αίτηση παροχής ασύλου απορρίφθηκε στις 26.7.2004. Την ίδια τύχη είχε και η διοικητική προσφυγή του ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων (στο εξής «η Αρχή»). Με την παρούσα προσφυγή προσβάλλεται ακριβώς η πιο πάνω απόφαση.
Ο αιτητής υποστηρίζει ότι η απόφαση ελήφθη υπό πλάνη περί το νόμο αφού στηρίχτηκε στο νομικό καθεστώς που ίσχυε κατά το χρόνο λήψης της απόφασης και όχι αυτό που ίσχυε κατά την υποβολή της αίτησης, γεγονός που προσκρούει, κατά την άποψή του, στην αρχή της αναδρομικής ισχύος του νόμου. ΄Επρεπε, υποστηρίζει, να εφαρμοστεί ο προηγουμένως ισχύων νόμος και όχι αυτός όπως τροποποιήθηκε.
Το επιχείρημα, το οποίο είναι εντελώς αβάσιμο έχει ήδη απαντηθεί στην υπόθεση Raju v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1564/2005, ημερ. 5.3.2007. Το επιχείρημα απαντάται ακόμα και από το άρθρο 28(3) του Νόμου 9(Ι)/2004 το οποίο τροποποίησε τον περί Προσφύγων Νόμο του 2000, Ν.6(Ι)/2000. Ρητά προβλέπεται ότι με την έναρξη της λειτουργίας της Υπηρεσίας Ασύλου και της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων οποιεσδήποτε αιτήσεις ή διοικητικές προσφυγές εκκρεμούν προς εξέταση θεωρούνται ότι εκκρεμούν ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου και της Αναθεωρητικής Αρχής αντιστοίχως.
Ως προς το επιχείρημα ότι η υπόθεση θα έπρεπε να εξεταστεί από την ολομέλεια της Αρχής και όχι από ένα μόνο μέλος, αρκεί αναφορά στην υπόθεση Singh v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 481/2005, (Ολ.) ημερ. 26.6.2006.
Ο αιτητής παραπονείται ακόμα ότι η απόφαση που του κοινοποιήθηκε είναι στα ελληνικά, γλώσσα μη καταληπτή από τον ίδιο, κατά παράβαση της νομοθεσίας.
Και αυτό το επιχείρημα θα πρέπει να απορριφθεί. Η επιστολή με την οποία ενημερώθηκε ημερ. 26.7.2004, είναι γραμμένη στα αγγλικά και σ΄ αυτή του εξηγείται ότι η αίτησή του απορρίφθηκε γιατί δεν ικανοποιεί τις προϋποθέσεις των άρθρων 3 και 19 των περί Προσφύγων Νόμων του 2000-2004. Η αιτιολογία της απόφασης στα ελληνικά εσωκλείεται στην ίδια επιστολή.
΄Οπως έχει ήδη αποφασιστεί (Singh v. Δημοκρατίας, ανωτέρω,) δεν παραβιάζεται έτσι οποιοδήποτε δικαίωμα του αιτητή. Το ΄Αρθρο 30 του Συντάγματος ακόμα και αν η παρούσα διαδικασία ήθελε θεωρηθεί ότι εμπίπτει στα πλαίσιά του, δεν περιλαμβάνει οιανδήποτε υποχρέωση για την έκδοση της απόφασης στη γλώσσα του διάδικου. Τίποτε δεν εμπόδιζε τον αιτητή να πληροφορηθεί τόσο το περιεχόμενο της απόφασης, όσο και της αιτιολογίας της.
Ο αιτητής υποστηρίζει ότι η απόφαση δεν είναι επαρκώς αιτιολογημένη, αφού, κατά τη γνώμη του, η αναφορά στην ύπαρξη αντιφάσεων δεν είναι επαρκής αναφορά για να καταδειχτεί πως αυτός περιέπεσε σε αντιφάσεις.
Εκτός του ότι η πιο πάνω επιχειρηματολογία είναι τόσο γενικόλογη και αόριστη που δεν μπορεί να στηρίξει σοβαρά επιχείρημα, μια απλή ανάγνωση του φακέλου παρέχει την απαραίτητη αιτιολογία. Οι λόγοι οι οποίοι επηρέασαν ειδικά την αξιοπιστία του αιτητή αναφέρονται με λεπτομέρεια. Θα πρέπει ακόμα να λεχθεί ότι ακόμα κι΄ αν τα γεγονότα είχαν όπως τα ισχυρίστηκε, δεν θα μπορούσαν να σχηματίσουν τη βάση για απόδειξη του γεγονότος ότι υπόκειτο σε διωγμό, αφού, ουσιαστικά, αναφέρονται σε διάπραξη αδικήματος του κοινού ποινικού δικαίου και συγκεκριμένα θανατηφόρα επίθεση του αιτητή εναντίον του συνεταίρου του, για χρηματικές διαφορές.
Τέλος, ο αιτητής υποστηρίζει ότι η απόφαση ελήφθη κατόπιν ανεπαρκούς έρευνας ή ελήφθη καθ΄ υπέρβαση εξουσίας. Και αυτό το επιχείρημα είναι εντελώς αβάσιμο και ατεκμηρίωτο. Κανένα από τα λεγόμενα του αιτητή δεν δικαιολογεί κάτι τέτοιο. Όπως είπα και πιο πάνω, ακόμα και αν τα γεγονότα ήταν όπως τα ισχυρίστηκε ο αιτητής, δεν δικαιολογείται η παροχή ασύλου. Το ίδιο αδικαιολόγητα είναι και τα παράπονα εναντίον του τρόπου με τον οποίο η Αρχή χειρίστηκε το θέμα. Διερωτάται κανένας ποιου είδους περαιτέρω έρευνα θα μπορούσε είτε η Υπηρεσία Ασύλου είτε η Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων να προβεί για να αποδειχθούν ποια γεγονότα, όταν η εκδοχή του αιτητή κρίθηκε αναξιόπιστη.
Εν όψει των πιο πάνω η παρούσα προσφυγή είναι εντελώς αβάσιμη και απορρίπτεται, με £400 έξοδα εναντίον του αιτητή.
Φρ. Νικολαΐδης, Δ.
/ΜΔ