ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 1131/2004)

4 Απριλίου 2007

 

[ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΕΛΕΝΗ ΚΩΣΤΑ ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ

Αιτήτρια,

- ν. -

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΊΑΣ, ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,

Καθ΄ ων η αίτηση.

---------------------------

Γ. Παπαθεοδώρου, για την Αιτήτρια.

Ε. Ζαχαριάδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

---------------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

            Στις 3 Ιανουαρίου 2002 η αιτήτρια, ιδιοκτήτρια του τεμαχίου 79 του Φ.Σχ.LIV/35 στη Γερμασόγεια, υπέβαλε στην Πολεοδομική Αρχή την Αίτηση Αρ. ΛΕΜ/0007/2002 για πολεοδομική άδεια ανάπτυξης του ακινήτου της.  Επρόκειτο για χωράφι το οποίο η αιτήτρια ήθελε να διαχωρίσει σε επτά οικόπεδα, σύμφωνα με σχέδια τα οποία υπέβαλε.

 

            Στις 6 Φεβρουαρίου 2002 η Πολεοδομική Αρχή γνωστοποίησε στην αιτήτρια ότι λήφθηκε η αίτηση, ότι χρειαζόταν περίοδος τριών μηνών για  την έκδοση απόφασης ή παραπομπής της περίπτωσης για εξέταση από τον Υπουργό και ότι σε περίπτωση καθυστέρησης το άρθρο 32 του σχετικού Νόμου της παρείχε δικαίωμα ιεραρχικής προσφυγής στο Υπουργικό Συμβούλιο.

 

  Κατά την ίδια ημερομηνία η Πολεοδομική Αρχή απευθύνθηκε στο Τμήμα Αναπτύξεως Υδάτων, στην ΑΗΚ και στο Δήμο Γερμασόγειας για τις απόψεις τους.  Από το Δήμο ζήτησε συγκεκριμένα να πληροφορηθεί για «το στάδιο κατασκευής του δρόμου».  Η ΑΗΚ και το Τμήμα Αναπτύξεως Υδάτων δήλωσαν ότι δεν είχαν  ένσταση  στην έκδοση της άδειας. Ο Δήμος, με επιστολή ημερ. 24 Απριλίου 2002, σύστησε χορήγηση της άδειας νοουμένου ότι η αιτήτρια θα προχωρούσε με δικά της έξοδα σε βελτίωση του δρόμου γιατί, καθώς πρόσθεσε, η βελτίωση του δρόμου δεν ήταν μέσα στις δικές του προτεραιότητες.

            Λειτουργός της Πολεοδομικής Αρχής, ο οποίος μελέτησε το θέμα, ετοίμασε σημείωμα αναφορικά με τα δεδομένα της περίπτωσης.  Ανέφερε ότι το χωράφι «διαθέτει ως προσπέλαση εγγεγραμμένο δημόσιο δρόμο» και περιέγραψε την προσπέλαση ως «καλή» αλλά πρόσθεσε την «απαίτηση για διεύρυνση του δρόμου, για νέο οδικό δίκτυο και για χώρο πρασίνου».  Εξέφρασε την άποψη ότι γενικά η «προτεινόμενη χρήση είναι συμβατή με τις πρόνοιες του Σχεδίου Ανάπτυξης», και τελικά σύστησε στην Πολεοδομική Αρχή να γίνει αντιπρόταση.  Στις 22 Απριλίου 2002 η Πολεοδομική Αρχή υιοθέτησε τη σύσταση. 

 

            Με επιστολή, ημερ. 25 Ιουνίου 2002, η Πολεοδομική Αρχή απάντησε στην αιτήτρια ότι η αίτηση δεν μπορούσε να εγκριθεί εκτός αν γίνονταν διαφοροποιήσεις, τις οποίες εξειδίκευσε.  Παραθέτω το βασικό κείμενο:

«2.  Η Πολεοδομική Αρχή διαπίστωσε ότι δεν μπορεί να χορηγήσει Πολεοδομική Άδεια με βάση τα σχέδια που υποβάλατε κυρίως γιατί το προτεινόμενο οδικό δίκτυο δεν συνάδει με την προβλεπόμενη ανάπτυξη του οδικού δικτύου της περιοχής και ο δημόσιος χώρος πρασίνου δεν χωροθετείται στην κατάλληλη θέση.

 

3.  Η Πολεοδομική Αρχή θα ήταν διατεθειμένη να χορηγήσει Πολεοδομική Άδεια για διαίρεση του τεμαχίου σε επτά (7) οικόπεδα και χώρο πρασίνου με βάση το σχέδιο που επισυνάπτεται.

 

4.  Τονίζεται ότι στο στάδιο αυτό, η Πολεοδομική Άδεια δεν μπορεί να χορηγηθεί γιατί η κατασκευή του δημόσιου δρόμου από τον οποίο θα έχουν προσπέλαση τα οικόπεδα, δεν βρίσκεται σε στάδιο κατασκευής/επίστρωσης που να επιτρέπει την απρόσκοπτη και άνετη χρησιμοποίηση του από οχήματα όπως προνοείται από την Εντολή 1/94 του Υπουργού Εσωτερικών.

 

5.  Για να μπορέσει η Πολεοδομική Αρχή να προχωρήσει σε χορήγηση της Πολεοδομικής Άδειας, σε περίπτωση που συμφωνείτε με το σχέδιο που επισυνάπτεται, θα πρέπει προηγουμένως να γίνουν οι απαραίτητες ενέργειες ούτως ώστε να διευθετηθεί το πρόβλημα της προσπέλασης που αναφέρεται στην παράγραφο 4 πιο πάνω.

 

6.  Τα πιο πάνω ισχύουν μόνο εφόσον για την περιοχή θα ισχύει το ίδιο νομικό καθεστώς και δεδομένα κατά τον χρόνο που η αίτηση θα μπορούσε να εγκριθεί.»

 

 

            Αποτελεί κοινό έδαφος ότι ακολούθησαν διαβουλεύσεις αλλά δεν υπάρχει γι΄ αυτές οποιοδήποτε μνημόνιο που να ετοιμάστηκε κατά εκείνο τον χρόνο ή έστω κατά περίπου εκείνο τον χρόνο.  Στις 27 Ιανουαρίου 2003 η αιτήτρια κατέθεσε στην Πολεοδομική Αρχή νέα πρόταση, υπό μορφή σχεδίου, για το διαχωρισμό του χωραφιού.  Σε λιγότερο από δύο μήνες αργότερα, στις 21 Μαρτίου 2003, το νομικό καθεστώς άλλαξε μερικώς, με τη δημοσίευση του Τροποποιημένου Τοπικού Σχεδίου Λεμεσού.

 

            Κατατέθηκε στο διοικητικό φάκελο, ως το επόμενο έγγραφο σε σχέση με το θέμα, η επιστολή της αιτήτριας, ημερ. 21 Απριλίου 2003, προς τον Διευθυντή Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως, στη Λευκωσία.  Η αιτήτρια, αντιλαμβανόμενη ότι επηρεαζόταν ουσιωδώς από την πρόσφατη τροποποίηση του Τοπικού Σχεδίου,  διαμαρτυρήθηκε για λανθασμένους χειρισμούς της Πολεοδομικής Αρχής και για καθυστέρηση, ένεκα γραφειοκρατικών διαδικασιών, με αποτέλεσμα τη μη λήψη οριστικής απόφασης πριν από την τροποποίηση του Τοπικού Σχεδίου.  Ζήτησε επομένως όπως η αίτηση της για πολεοδομική άδεια εξεταστεί με βάση το προηγούμενο νομικό καθεστώς.  Η αιτήτρια ισχυρίστηκε, πιο συγκεκριμένα, ότι απάντησε με δική της επιστολή στην επιστολή της Πολεοδομικής Αρχής, ημερ. 25 Ιουνίου 2002, και ότι με την επιστολή της αποδέχθηκε την αντιπρόταση που της είχε γίνει, διαμαρτυρόμενη συνάμα για την τοποθέτηση του χώρου πρασίνου.  Τέτοια όμως επιστολή της αιτήτριας δεν υπάρχει στο διοικητικό φάκελο ούτε και επιχειρήθηκε από μέρους της η τεκμηρίωση και επακόλουθα η παρουσίαση αντιγράφου.  Η αιτήτρια πρόσθεσε εξάλλου  ότι συζήτησε το θέμα με αρμόδιο λειτουργό ο οποίος της ανέφερε, σε σχέση με την αντιπρόταση, ότι είχε εκ παραδρομής αφαιρεθεί μεγαλύτερος χώρος πρασίνου από ό,τι έπρεπε και ότι εν συνεχεία βρήκαν  συμβιβαστική λύση με βάση την οποία η ίδια υπέβαλε, στις  27 Ιανουαρίου 2003, το προαναφερθέν νέο σχέδιο.  Τέλος, με την εν λόγω επιστολή της, η αιτήτρια παραπονέθηκε ότι δεν λήφθηκε απόφαση έγκαιρα διότι ο λειτουργός με τον οποίο συνομιλούσε θα συμβουλευόταν τον προϊστάμενο του, αλλά μετά διορίστηκε άλλος προϊστάμενος ο οποίος μάλλον δεν συμφωνούσε με τη συμβιβαστική λύση και προτού γίνει νέα διαβούλευση οι ζώνες άλλαξαν.  Σε σχέση ειδικά με το πρόβλημα της προσπέλασης, η αιτήτρια πρόσθεσε στην επιστολή της ότι επεσήμανε από την πρώτη στιγμή πως επρόκειτο για εγγεγραμμένο δημόσιο δρόμο για τη συντήρηση του οποίου την ευθύνη έφερε είτε το Κράτος είτε ο Δήμος αλλά πληροφόρησε τον αρμόδιο υπάλληλο ότι παρόλον τούτο ήταν έτοιμη να μεριμνήσει η ίδια για την επιδιόρθωση.

 

            Η Πολεοδομική Αρχή απάντησε, με επιστολή ημερ. 17 Σεπτεμβρίου 2004, ότι η μη διεκπεραίωση του θέματος πριν από τη δημοσίευση του Τροποποιημένου Τοπικού Σχεδίου οφειλόταν στο ότι η αίτηση δεν πληρούσε τις αναγκαίες προϋποθέσεις και ότι μετά η αιτήτρια δεν προέβη σε αποτελεσματικές διορθωτικές κινήσεις.  Πιο άμεσα σχετικά είναι τα ακόλουθα:

«2. .. Η προτεινόμενη ανάπτυξη αξιολογήθηκε και η Πολεοδομική Αρχή σας κοινοποίησε τις απόψεις και τις εισηγήσεις της στις 25.6.2002.  Έκτοτε φαίνεται ότι, εσείς δεν ανταποκριθήκατε γραπτώς στις εισηγήσεις της Πολεοδομικής Αρχής, πέραν από προφορικές διαβουλεύσεις στα πλαίσια των οποίων υποβάλατε στις 27.1.2003, όπως αναφέρετε στην επιστολή σας, με την μορφή αντιπρότασης νέο σχέδιο διαχωρισμού του πιο πάνω τεμαχίου. .. η Πολεοδομική Αρχή δεν μπορούσε, μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα, από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης ή ακόμα και της ανεπίσημης αντιπρότασης σας, μέχρι την ημερομηνία δημοσίευσης του πιο πάνω Τοπικού Σχεδίου, να αποφασίσει θετικά για την ζητούμενη άδεια, επειδή το προς ανάπτυξη τεμάχιο δεν διέθετε και εξακολουθεί ίσως να μη διαθέτει ικανοποιητική, άνετη και ασφαλή προσπέλαση, σε αντίθεση με τις πρόνοιες του Τοπικού Σχεδίου Λεμεσού και της Εντολής 1/94 του Υπουργού Εσωτερικών και επειδή η προτεινόμενη ανάπτυξη και οι μεταγενέστερες εισηγήσεις σας δεν συνάδουν με τα προβλεπόμενα για την ανάπτυξη του οδικού δικτύου στην περιοχή και την δημιουργία δημόσιων χώρων πρασίνου.»

 

 

Συμπερασματικά, η επιστολή πληροφορούσε την αιτήτρια ότι η αίτηση της θα έπρεπε πια να εξεταζόταν με βάση το νέο νομικό καθεστώς και παρέπεμπε σε γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα σύμφωνα με την οποία «αιτήσεις οι οποίες, λόγω των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών που τις διακρίνουν και της ημερομηνίας κατάθεσης της αίτησης, δε μπορούσαν αντικειμενικά να οδηγήσουν στη λήψη της διοικητικής απόφασης μέσα στο χρονικό διάστημα μεταξύ της υποβολής της αίτησης και τη θέση σε ισχύ του νέου νομοθετικού καθεστώτος, πρέπει να αποφασιστούν κατά κανόνα σύμφωνα με το νέο νομοθετικό καθεστώς.».

 

            Η αιτήτρια προσβάλλει την απόφαση η οποία της γνωστοποιήθηκε με την επιστολή, ημερ. 17 Σεπτεμβρίου 2004, ότι η αίτηση θα εξεταζόταν με βάση το νέο νομικό καθεστώς.  Τίθενται με την προσφυγή και προωθούνται με τη γραπτή αγόρευση του ευπαίδευτου συνηγόρου της αιτήτριας διάφορα ζητήματα.  Προβάλλεται  ότι η Πολεοδομική Αρχή (α) τελούσε υπό πλάνη περί τα πράγματα (β) παρέβη τις αρχές της χρηστής διοίκησης (γ) προέβη σε κατάχρηση εξουσίας (δ) απεμπόλησε την αποφασιστική της αρμοδιότητα γιατί δέχθηκε τη γνωμάτευση του  Γενικού  Εισαγγελέα  χωρίς  να   ασκήσει η ίδια διακριτική εξουσία και (ε) παρέλειψε να αποφασίσει εντός ευλόγου χρόνου.

 

            Με τη γραπτή δε αγόρευση καταλογίζεται στην Πολεοδομική Αρχή ότι αυτή ενήργησε με «ασυνεπή, αντιφατικό ή και κακόπιστο τρόπο .. με αποτέλεσμα να εξαπατήσει, τα ταλαιπωρήσει και να ζημιώσει τελικά την Αιτήτρια για λόγους οφειλόμενους αποκλειστικά σε παραλείψεις της ΑΡΧΗΣ .. (και) συμπεριφέρθηκε προς την Αιτήτρια κατά τρόπο εντελώς απαράδεκτο που ισοδυναμεί με εμπαιγμό-εξαπάτηση και ισοδυναμεί με κατάχρηση εξουσίας».

 

            Έχω την άποψη πως δεν δικαιολογείται η απόδοση ευθύνης στην Αρχή για το ότι δεν λήφθηκε εγκριτική απόφαση πριν από την αλλαγή του νομικού καθεστώτος και ούτε βέβαια δικαιολογούνται οι βαριές κατηγορίες που η αιτήτρια προσάπτει.  Την ευθύνη την έφερε βασικά η αιτήτρια.  Σ΄ αυτήν εναπόκειτο να μεριμνούσε ώστε να συνέτρεχαν από την αρχή οι προϋποθέσεις για έγκριση της αίτησης της.  Η άρνηση της Αρχής να εγκρίνει την αίτηση στην αρχική της μορφή δεν προσεβλήθη.  Πρέπει επομένως να θεωρείται ότι οι αντιρρήσεις της Αρχής, τις οποίες έθεσε υπόψη της αιτήτριας με την επιστολή ημερ. 25 Ιουνίου 2002, είχαν έρεισμα.  Ως προς τα περαιτέρω, ήταν ευθύνη της αιτήτριας να προχωρούσε με σπουδή σε διορθωτικές κινήσεις και να υπέβαλλε επίσημα ό,τι χρειαζόταν, ώστε η Αρχή να μπορούσε εκ νέου να αποφάσιζε.  Η αιτήτρια δεν έθεσε όμως σύντομα, ενώπιον της Αρχής, αποκρυσταλλωμένα στοιχεία και θέση.  Οι συνεννοήσεις τις οποίες είχε με λειτουργό της Αρχής ήταν πρωτίστως θέμα δικής της επιλογής, εστίασε δε την προσοχή της σε μόνο μια πτυχή, τη διαμόρφωση του χώρου, και δεν προέβη σε οποιαδήποτε θετική ενέργεια αναφορικά με την εξ ίσου σημαντική πτυχή της προσπέλασης.  Όποιες και αν ήταν οι αδυναμίες λειτουργίας της Αρχής, αυτές εκδηλώθηκαν στην πραγματικότητα όχι  στην εξέταση της αίτησης αλλά στην προσπάθεια της Αρχής να συμβάλει στην εξεύρεση της όσο το δυνατόν πιο ικανοποιητικής για την αιτήτρια λύσης.  Κατά την κρίση μου, η ευθύνη για τη μη διεκπεραίωση του θέματος πριν από την έλευση του νέου καθεστώτος δεν βάρυνε την Αρχή.

 

            Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με £700 έξοδα.  Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται βάσει του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.

 

 

 

 

 

                                                                        Γ.Κ. Νικολάου,

                                                                                      Δ.

 

 

/ΕΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο