ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1564/2005)
5 Μαρτίου, 2007
[ΝΙΚΟΛΑЇΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
LITON RAJU,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
2. ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ,
Καθ΄ων η αίτηση.
_______________
Ευαγ. Χειμώνας, για τον Αιτητή.
Ολ. Σοφοκλέους (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Γεν. Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ων η αίτηση.
________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Ο αιτητής κατάγεται από τη Μπαγκλαντές και στις 27.11.2003 υπέβαλε αίτηση ασύλου η οποία απορρίφθηκε. Υπέβαλε στη συνέχεια διοικητική προσφυγή, η οποία επίσης απορρίφθηκε στις 30.8.2005.
Με την παρούσα προσφυγή με την οποία προσβάλλει την απόρριψη της διοικητικής του προσφυγής εγείρει αριθμό λόγων.
Κατ΄ αρχάς υποστηρίζει ότι η απόφαση ελήφθη υπό πλάνη περί το νόμο αφού στηρίχθηκε στο νομικό καθεστώς που ίσχυε μετά το χρόνο υποβολής της αίτησής του, γεγονός που προσκρούει στην κατά τους ισχυρισμούς του αρχή της αναδρομικής ισχύος του νόμου, αφού έπρεπε να εφαρμοστεί ο προηγουμένως ισχύον νόμος και όχι όπως τροποποιήθηκε.
Η αρχή της αναδρομικής ισχύος ορισμένων νόμων, όπου εφαρμόζεται, σημαίνει ότι ο νεότερος νόμος ισχύει όχι μόνο από την ημερομηνία δημοσίευσής του, αλλά πιο πριν. Δεν εφαρμόζεται το αντίθετο, ότι δηλαδή παρά την ύπαρξη νεότερου νόμου, εφαρμόζεται ο παλιός (βλέπε και το άρθρο 9 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, Ν. 158(Ι)/99).
Περαιτέρω, το επιχείρημα απαντάται και από το άρθρο 28 (3) του ίδιου του τροποποιητικού νόμου 9(Ι)/2004, όπου ρητά προβλέπεται ότι με την έναρξη της λειτουργίας της Υπηρεσίας Ασύλου και της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων οποιεσδήποτε αιτήσεις ή διοικητικές προσφυγές εκκρεμούν προς εξέταση, θεωρούνται ότι εκκρεμούν ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου και της Αναθεωρητικής Αρχής αντιστοίχως. Συνεπώς, τόσο η Αρχή Προσφύγων, όσο και η Αναθεωρητική Αρχή κρίνεται ως νομίμως συγκροτημένη.
Ο αιτητής υποστηρίζει ωσαύτως ότι η απόφαση είναι παράνομη γιατί χρησιμοποιήθηκε γλώσσα μη κατανοητή στον αιτητή. Σύμφωνα πάντα με τους ισχυρισμούς του, ο αιτητής κλήθηκε σε προφορική συνέντευξη η οποία πραγματοποιήθηκε στις 21.6.2004 αλλά η απόφαση του κοινοποιήθηκε στην ελληνική γλώσσα, η οποία είναι μη καταληπτή και κατανοητή στον ίδιο.
Και αυτό το επιχείρημα θα πρέπει να απορριφθεί. Η συνέντευξη έγινε στα αγγλικά, γλώσσα κατανοητή από τον αιτητή. Ως προς δε την επιστολή με την οποία ενημερώθηκε για την απορριπτική απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, αρκεί να λεχθεί ότι η επιστολή αυτή ημερ. 26.7.2004 είναι γραμμένη στα αγγλικά και συνοδεύεται από το πλήρες κείμενο της απόφασης στα ελληνικά. ΄Οπως έχει ήδη νομολογηθεί (Singh v. Δημοκρατίας, Υποθ. αρ. 481/2005, Ολομ., ημερ. 26.6.2006) με τη διαδικασία που ακολουθήθηκε δεν παραβιάζεται οποιοδήποτε δικαίωμα του αιτητή. Το ΄Αρθρο 30 του Συντάγματος, ακόμα κι΄ αν η παρούσα διαδικασία ήθελε θεωρηθεί ότι εμπίπτει στα πλαίσια του, δεν περιλαμβάνει οιανδήποτε υποχρέωση για την έκδοση της απόφασης στη γλώσσα του διάδικου. Η απόφαση κοινοποιήθηκε στον αιτητή στα αγγλικά και η αιτιολογία στα ελληνικά. Τίποτε δεν τον εμπόδιζε να πληροφορηθεί τόσο το περιεχόμενο της απόφασης, όσο και της αιτιολογίας της και συνεπώς με αυτό τον τρόπο δεν βρίσκω ότι παραβιάστηκαν οποιαδήποτε δικαιώματά του.
Ο αιτητής υποστηρίζει ότι η απόφαση δεν είναι επαρκώς αιτιολογημένη, αφού η απλή αναφορά σε αντιφάσεις δεν είναι επαρκής για να καταδείξει πως αυτός περιέπεσε σε αντιφάσεις. Κατά συνέπεια, η απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής ως στηριζόμενη επί μη αιτιολογημένης απόφασης θα πρέπει επίσης να ακυρωθεί.
Η απόφαση είναι επαρκώς αιτιολογημένη. Σαφώς αναφέρεται ότι η εκδοχή του κρίθηκε ως αναξιόπιστη και οι πληροφορίες που παρέσχε, γενικές, αόριστες και χωρίς συνοχή, ενώ οι περισσότεροι από τους ισχυρισμούς του ήταν καταφανώς αναληθείς και απίθανοι. Στο διοικητικό φάκελο μπορούν να ανευρεθούν με λεπτομέρεια οι λόγοι επί των οποίων βασίζεται η κατάληξη για την έλλειψη αξιοπιστίας, λόγοι τους οποίους κρίνω επαρκείς. Η επανάληψη τους κανένα πρακτικό σκοπό δεν θα εξυπηρετούσε.
Τέλος, ούτε και ο ισχυρισμός του για ανεπαρκή έρευνα ή υπέρβαση εξουσίας μπορεί να ευσταθήσει. Ουδέν από τα λεγόμενα του αιτητή στη γραπτή του αγόρευση δικαιολογεί κάτι τέτοιο. Αντίθετα, φαίνεται ότι έγινε κάθε έρευνα. Μέσα στα πλαίσια του ίδιου παραπόνου ο αιτητής υποστηρίζει ακόμα πως παρατηρήθηκε πλημμελής άσκηση της διακριτικής εξουσίας και υπέρβαση εξουσίας, αφού η Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων παρέλειψε να τον καλέσει σε συνέντευξη. ΄Ομως, όπως έχει επανειλημμένα λεχθεί, μια τέτοια υποχρέωση δεν υφίσταται, αφού η Αρχή έχει το δικαίωμα, και όχι την υποχρέωση, να καλεί αιτητές σε συνέντευξη, αν η ίδια το θεωρήσει πρέπον.
Η προσφυγή απορρίπτεται, με £400 έξοδα εναντίον του αιτητή.
Φρ. Νικολαΐδης, Δ.
/ΜΔ