ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1272/2005)
6 Μαρτίου, 2007
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤA ΑΡΘΡΑ 24, 25, 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
1. ΑΝΔΡΕΑΣ ΓΙΩΡΚΑΣ,
2. ΦΙΛΙΠΠΟΣ ΦΙΛΙΠΠΟΥ,
3. ΠΟΛΥΚΑΡΠΟΣ ΑΓΑΘΟΚΛΕΟΥΣ,
4. ΑΒΡΑΑΜ ΜΑΡΑΓΚΟΣ,
5. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΟΝΤΟΓΙΑΝΝΗ,
6. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ,
7. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΠΑΠΑΜΙΧΑΗΛ,
8. ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ,
9. ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΟΥΡΤΗΣ,
10. ΧΡΙΣΤΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,
Αιτητές,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΑΜΥΝΑΣ,
Καθ' ων η αίτηση.
____________________
Χρ. Κληρίδης, για τους Αιτητές.
Α. Χριστοφόρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τους Καθ' ων η αίτηση.
_______________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Οι αιτητές που ήταν όλοι τους αξιωματικοί του Στρατού της Δημοκρατίας, μετά την κρίση τους από το Ανώτατο Συμβούλιο Κρίσεων, ως ευδοκίμως τερματίσαντες τη σταδιοδρομία τους, αφυπηρέτησαν από τις τάξεις του Στρατού κατά τα έτη 2002 και 2003 παίρνοντας τα ωφελήματα που δικαιούνταν. Όλοι προήχθησαν από το βαθμό του Συνταγματάρχη στο βαθμό του Ταξίαρχου την προηγούμενη ημέρα της αφυπηρέτησης τους και σ΄ αυτούς καταβλήθηκαν τα συνταξιοδοτικά τους ωφελήματα, τα οποία υπολογίστηκαν με βάση την ανώτατη βαθμίδα της μισθοδοτικής κλίμακας του βαθμού του Υποστράτηγου και με βάση την υπηρεσία που θα είχαν αν παρέμεναν στην υπηρεσία και αφυπηρετούσαν λόγω ορίου ηλικίας.
Η αφυπηρέτηση όλων των αιτητών έγινε κατόπιν δικού τους αιτήματος, χωρίς οποιαδήποτε επιφύλαξη δικαιωμάτων, και αφού ανέφεραν στην υπηρεσία τους ότι επιθυμούσαν οι ίδιοι να κριθούν ως ευδοκίμως τερματίσαντες τη σταδιοδρομία τους στην Εθνική Φρουρά και να τους παραχωρηθούν τα προβλεπόμενα συνταξιοδοτικά και οικονομικά ωφελήματα των Αξιωματικών που αφυπηρετούν ευδόκιμα.
Η εξέταση των αιτημάτων των αιτητών για αφυπηρέτηση ως ευδοκίμως τερματίσαντες τη σταδιοδρομία τους έγινε στη βάση του Κανονισμού 18(2) των περί Αξιωματικών του Στρατού της Δημοκρατίας (Διορισμοί, Ιεραρχία, Προαγωγές και Αφυπηρετήσεις) (Τροποποιητικών) Κανονισμών του 2002 (Κ.Δ.Π. 313/2002). Ο Κανονισμός 18(2) προνοεί ότι «τηρουμένων των διατάξεων της παραγράφου (1)» το Ανώτατο Συμβούλιο Κρίσεων κατά την τακτική σύνοδο του εξετάζει κατά προτεραιότητα αιτήματα αξιωματικών για ευδόκιμο τερματισμό της σταδιοδρομίας τους, βαθμού Συνταγματάρχη, Ταξίαρχου, Υποστράτηγου και Αντιστράτηγου, των οποίων οι περιπτώσεις εμπίπτουν στις διατάξεις των Κανονισμών 12 και 13.
Ο Κανονισμός 18(1) των προαναφερομένων κανονισμών προνοεί ότι από το χρόνο που τέθηκαν σε ισχύ οι προαναφερόμενοι κανονισμοί μέχρι την 31.12.2006, (που καλύπτει το χρόνο αφυπηρέτησης των αιτητών) κατά την τακτική σύνοδο του Ανωτάτου Συμβουλίου Κρίσεων, από τους Αξιωματικούς που κρίνονται κάθε έτος, ποσοστό τουλάχιστον 30% κατά βαθμό από τους Ταξίαρχους και Υποστράτηγους κρίνονται ως ευδοκίμως τερματίσαντες τη σταδιοδρομία τους ή ως αποστρατευταίοι, ενώ από τους Συνταγματάρχες το ποσοστό αυτό κυμαίνεται από 30% μέχρι 40%.
Άλλοι συνάδελφοι των αιτητών, οι οποίοι βρίσκονταν ουσιαστικά στην ίδια θέση με τους αιτητές, καταχώρισαν προσφυγές προσβάλλοντας την απόφαση του Ανωτάτου Συμβουλίου Κρίσεων να τους κρίνει ως ευδοκίμως τερματίσαντες τη σταδιοδρομία τους, όπως ακριβώς έκρινε και τους αιτητές. Οι προσφυγές εκείνες (Συνεκδ. Προσφυγές 1051/2002-1064/2002, Σαβουλλίδης κ.α. ν. Δημοκρατίας) κρίθηκαν, με την απόφαση του αδελφού Δικαστή κ. Κωνσταντινίδη, στις 15.9.2004. Ο αδελφός Δικαστής παρατήρησε, μεταξύ άλλων, στην απόφαση του ότι ο προαναφερόμενος Κανονισμός 18(1) δημιουργούσε προβλήματα και σοβαρά ερωτηματικά στην εφαρμογή του, καθότι ουσιαστικά επέβαλλε εκ των προτέρων ατομική κρίση πως ένας αξιωματικός δεν είναι προακτέος κατ΄ εκλογήν ή διατηρητέος (στην υπηρεσία), ώστε να καλύπτονται τα τιθέμενα ποσοστά, δηλαδή στην περίπτωση των Συνταγματαρχών το ποσοστό του 30-40%. Για τους λόγους που αναφέρονται στην απόφαση εκείνη (βασικά ότι οι προσβληθείσες αποφάσεις παρέβαιναν τους Κανονισμούς και ήταν αναιτιολόγητες) οι προσφυγές έγιναν δεκτές και οι προσβληθείσες αποφάσεις ακυρώθηκαν στο σύνολό τους, φυσικά καθόσον αφορούσε μόνο στους αιτητές, στις προαναφερόμενες προσφυγές.
Μετά την προαναφερόμενη εξέλιξη, οι καθ΄ ων η αίτηση επαναδιαπραγματεύθηκαν το ζήτημα της αφυπηρέτησης των αξιωματικών που ήταν αιτητές στις προαναφερθείσες επιτυχούσες προσφυγές και τους παρείχαν ωφελήματα καλύτερα απ΄ αυτά που προσφέρθηκαν στην περίπτωση των αιτητών. Στη συνέχεια οι αιτητές στην παρούσα προσφυγή αποτάθηκαν στους καθ΄ ων η αίτηση και ζήτησαν όπως ισχύσουν και στην περίπτωση τους οι ίδιες ρυθμίσεις του Υπουργείου Άμυνας που ίσχυσαν στην περίπτωση των αξιωματικών που πέτυχαν στις προαναφερθείσες προσφυγές. Οι καθ΄ ων η αίτηση με επιστολή τους ημερ. 31.8.2005, προς το δικηγόρο των αιτητών, απέρριψαν το αίτημα των αιτητών κρίνοντας ότι οι περιπτώσεις τους δεν είναι δυνατόν να επανεξεταστούν και να αντιμετωπιστούν όπως αυτές των επιτυχόντων αξιωματικών στις προαναφερθείσες προσφυγές 1051/2002-1064/2002. Όπως παρατηρείται στην επιστολή ημερ. 31.8.2005 το Υπουργείο ΄Αμυνας κατέληξε στην απόφαση του αφού έλαβε υπόψη του την προαναφερόμενη ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις προαναφερόμενες προσφυγές, το ότι με την ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου δεν κρίθηκαν αντισυνταγματικές ή ανενεργές οι προσωρινές διατάξεις των Κανονισμών της Κ.Δ.Π. 312/2002, τη νομική συμβουλή της Νομικής Υπηρεσίας, το γεγονός ότι οι αιτητές αποδέχτηκαν έμπρακτα την απόφαση του Ανωτάτου Συμβουλίου Κρίσεων αναφορικά με την κρίση τους ως ευδοκίμως τερματίσαντες τη σταδιοδρομία τους, που ήταν αποτέλεσμα του δικού τους αιτήματος, και το ότι οι αιτητές δεν αμφισβήτησαν την απόφαση του Ανωτάτου Συμβουλίου Κρίσεων και δεν καταχώρισαν προσφυγή εναντίον της, ενώ οι επιτυχόντες αξιωματικοί στις προαναφερόμενες προσφυγές την αμφισβήτησαν, (και στη συνέχεια πέτυχαν στις προσφυγές τους) και η διευθέτηση που έγινε μεταξύ του Υπουργείου Άμυνας και των Αξιωματικών εκείνων, έγινε σε συμμόρφωση με το ακυρωτικό αποτέλεσμα της σχετικής απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου, το οποίο παρήγαγε νομικό δεδικασμένο.
Με την παρούσα προσφυγή οι αιτητές προσβάλλουν την απόφαση των καθ΄ ων η αίτηση που τους κοινοποιήθηκε με την επιστολή ημερ. 31.8.2005 προς το δικηγόρο τους.
Εξέτασα με προσοχή τις θέσεις των δύο πλευρών. Κατ΄ αρχήν θεωρώ ότι οι αιτητές έχουν έννομο συμφέρον να προσβάλουν την προαναφερόμενη απόφαση των καθ΄ ων η αίτηση, εφόσον αυτή επηρεάζει άμεσα τα έννομα συμφέροντά τους.
Κρίνω όμως πως η όλη επιχειρηματολογία και το σκεπτικό των αιτητών δεν ευσταθεί για τους εξής λόγους:
(α) Οι αιτητές στην παρούσα υπόθεση και οι αιτητές στις προαναφερθείσες επιτυχούσες προσφυγές δεν βρίσκονται στην ίδια θέση και επομένως δεν τίθεται ζήτημα άνισης μεταχείρισης των αιτητών. Οι αιτητές δέχθηκαν την απόφαση του Ανωτάτου Συμβουλίου Κρίσεων και βασιζόμενοι σ΄ εκείνη, υπέβαλαν οι ίδιοι αιτήματα για αφυπηρέτησή τους, χωρίς οποιανδήποτε επιφύλαξη των δικαιωμάτων τους, και στη συνέχεια αφυπηρέτησαν λαμβάνοντας όλα τα ωφελήματα που τους αναλογούσαν. Αντίθετα οι αιτητές στις προαναφερθείσες προσφυγές, αμφισβήτησαν την απόφαση του Ανωτάτου Συμβουλίου Κρίσεων, καταχώρισαν προσφυγές εναντίον της απόφασης εκείνης, πέτυχαν στις προσφυγές τους, ακύρωσαν την απόφαση του Συμβουλίου και στη συνέχεια διαπραγματεύτηκαν με τους καθ΄ ων η αίτηση (ουσιαστικά από θέσεως ισχύος) τα ωφελήματα που θα έπαιρναν σε περίπτωση αφυπηρέτησης τους.
(β) Παρ΄ όλο που οι αιτήσεις των αιτητών, για αφυπηρέτηση ως ευδοκίμως τερματίσαντες τη σταδιοδρομία τους, υποβλήθηκαν μετά που το Συμβούλιο τους είχε αρχικά κρίνει ως ευδοκίμως τερματίσαντες τη σταδιοδρομία τους, στη βάση του Κανονισμού 18(1) των προαναφερομένων κανονισμών και παρ΄ όλο που οι αιτήσεις τους για αφυπηρέτηση εξετάστηκαν στη βάση του Κανονισμού 18(2) ο οποίος αρχίζει με τις λέξεις «τηρουμένων των διατάξεων της παραγράφου (1)» και, ακόμα, παρά το ότι στις προαναφερθείσες επιτυχούσες προσφυγές κρίθηκε ότι η λειτουργία του Κανονισμού 18(1) δημιουργεί ερωτηματικά και προβλήματα, εν τούτοις κρίνω ότι οι αιτήσεις αφυπηρέτησης των αιτητών ήταν έγκυρες, όπως έγκυρες ήταν και οι αφυπηρετήσεις τους και τα ωφελήματα που πήραν. Οι αιτητές είχαν δικαίωμα να αποδεχθούν την απόφαση του Συμβουλίου ή να μην την αποδεχθούν και να την αμφισβητήσουν. Επέλεξαν να την αποδεχθούν, χωρίς όρους ή επιφυλάξεις και βασιζόμενοι σε εκείνη υπέβαλαν τις αιτήσεις τους, αφυπηρέτησαν και πήραν και τα ωφελήματά τους. Θεωρώ ότι δεν μπορούν τώρα να παραπονούνται για τις πράξεις και ενέργειες στις οποίες οι ίδιοι, ελεύθερα, προέβησαν. Οι καθ΄ ων η αίτηση δεν έχουν οποιαδήποτε νομική υποχρέωση προς τους αιτητές να τους δώσουν τα ωφελήματα που πήραν άλλοι αξιωματικοί που βρίσκονταν σε διαφορετική θέση. Μόνο πάνω σε χαριστική βάση, οι καθ΄ ων η αίτηση, θα μπορούσαν να ενεργήσουν προς όφελος των αιτητών.
Παρατηρώ ακόμα ότι και η Επίτροπος Διοικήσεως, της οποίας την εισήγηση επικαλούνται οι αιτητές, εισηγήθηκε να πάρουν αυξημένα ωφελήματα μόνον όσοι αφυπηρέτησαν, με επιφύλαξη δικαιωμάτων, πράγμα που δεν ισχύει για τους αιτητές.
Με τα προαναφερόμενα αποφασίζεται, κατά την εκτίμησή μου, η ουσία της προσφυγής και δεν θεωρώ σκόπιμο να εξετάσω τους υπόλοιπους λόγους ακύρωσης που επικαλούνται οι αιτητές, τους οποίους θεωρώ ως αβάσιμους. Η προσβληθείσα απόφαση είναι νόμιμη και αιτιολογημένη και δεν είναι ακυρώσιμη για οποιαδήποτε από τις προβληθείσες αιτίες.
Για τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω η προσφυγή απορρίπτεται με £700.- έξοδα εις βάρος των αιτητών.
Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ
Δ.
/ΕΑΠ.