ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπóθεση Αρ. 1064/2005)
2 Μαρτίου, 2007
[ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
SVETLANA SHALAEVA,
Αιτήτρια,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
2. ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ,
ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ,
Καθ' ων η αίτηση.
Χ. Αρτέμης, για Π. Αγγελίδη, για την Αιτήτρια.
Ρ. Παπαέτη, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ' ων η αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή η Svetlana Shalaeva (αιτήτρια) αμφισβητεί τη νομιμότητα της απόφασης του Τμήματος Αρχείου, Πληθυσμού και Μετανάστευσης (καθ'ων η αίτηση), με την οποία οι καθ'ων η αίτηση απέρριψαν αίτημα της για τη διαφοροποίηση της απόφασης για την απομάκρυνση της από την Κυπριακή Δημοκρατία.
(α) Τα γεγονότα.
Η αιτήτρια, που είναι σήμερα ηλικίας 37 χρόνων, ερχόταν στην Κύπρο για διακοπές και το 2001 γνώρισε το Μιχάλη Πλατρίτη με τον οποίο τέλεσε πολιτικό γάμο στις 21/12/2001. Μετά την τέλεση του γάμου δόθηκε στην αιτήτρια άδεια παραμονής ως επισκέπτρια μέχρι τις 31/7/2003 και ακολούθως μέχρι τις 31/3/2005, με τον όρο ότι θα διέμενε με το σύζυγο της στη Λεωφ. Μακαρίου Γ΄, αρ. 29 στις Πάνω Πλάτρες. Ένα χρόνο αργότερα και πιο συγκεκριμένα μέσα στο Σεπτέμβριο του 2004, η αιτήτρια εγκατέλειψε τη συζυγική κατοικία. Ο σύζυγος της καταχώρισε στις 13/10/2004 την υπ' αρ. 439/2004 αίτηση διαζυγίου στο Οικογενειακό Δικαστήριο Λεμεσού, ενώ δύο μήνες αργότερα, στις 14/12/2004, η αιτήτρια υπέβαλε αίτηση για άδεια προσωρινής παραμονής και εργασίας ως σερβιτόρα σε μπυραρία στη Λεμεσό. Η αίτηση της αιτήτριας για την παραχώρηση άδειας εργασίας σε μπυραρία στη Λεμεσό απορρίφθηκε, αφού σύμφωνα με την άδεια παραμονής της έπαυσε να διαμένει με το σύζυγο της και στις 12/5/2005 πληροφορήθηκε εγγράφως ότι θα έπρεπε να αναχωρήσει από την Κύπρο. Εναντίον της πιο πάνω απόφασης καταχώρισε την υπ' αρ. 824/2005 α΄ προσφυγή της.
Επειδή η αιτήτρια δεν συμμορφώθηκε και παρέμενε παράνομα στην Κύπρο, στις 4/7/2005 εκδόθηκαν εναντίον της διατάγματα κράτησης και απέλασης της. Εναντίον των πιο πάνω διαταγμάτων η αιτήτρια καταχώρισε την υπ' αρ. 869/2005 β΄ προσφυγή της.
Στις 8/7/2005 ο δικηγόρος της με επιστολή στον Υπουργό Εσωτερικών ζήτησε την επανεξέταση της αίτησης της αιτήτριας για παραχώρηση άδειας εργασίας. Μερικές μέρες αργότερα και πιο συγκεκριμένα στις 27/7/2005 η αστυνομία μετέβη σε χώρο στάθμευσης νυκτερινού κέντρου στη Λεμεσό όπου βρισκόταν η αιτήτρια με ένα αλλοδαπό από την Παλαιστίνη. Ο αλλοδαπός από την Παλαιστίνη είχε κτυπηθεί στο κεφάλι από έναν άλλο ξένο από το Ιράν, όταν ο αλλοδαπός από την Παλαιστίνη είχε πει στον αλλοδαπό από το Ιράν να μην πειράζει τη φίλη του, την αιτήτρια. Επειδή από τις εξετάσεις που επακολούθησαν διαπιστώθηκε ότι εναντίον της αιτήτριας εκκρεμούσαν διατάγματα κράτησης και απέλασης, η τελευταία συνελήφθη και τέθηκε υπό κράτηση.
Στις 24/8/2005 το Τμήμα Αρχείου, Πληθυσμού και Μετανάστευσης πληροφόρησε εγγράφως το δικηγόρο της αιτήτριας ότι η αίτηση για την παραχώρηση άδειας εργασίας δεν μπορούσε να εγκριθεί. Εναντίον της πιο πάνω απόφασης η αιτήτρια καταχώρισε την υπ' αρ. 1333/2005 γ΄ προσφυγή της.
Στις 25 και 26/8/2005, πριν από την απέλαση της, τόσο η αιτήτρια όσο και ο σύζυγος της υπέγραψαν ένορκες δηλώσεις με τις οποίες εξεδήλωναν την επιθυμία τους να αρχίσουν να συζούν, ξεχνώντας τα διάφορα "θέματα της καθημερινότητας" τα οποία είχαν οδηγήσει την αιτήτρια να εγκαταλείψει την οικογενειακή κατοικία. Οι καθ'ων η αίτηση επανεξέτασαν την υπόθεση με βάση τις πιο πάνω ένορκες δηλώσεις και πληροφόρησαν γραπτώς το δικηγόρο της αιτήτριας στις 30/8/2005 ότι το περιεχόμενο των ενόρκων δηλώσεων κρίθηκε ως αναξιόπιστο και ότι δεν υπήρχε πρόθεση διαφοροποίησης της απόφασης για την απομάκρυνση της αιτήτριας από την Κύπρο. Εναντίον της πιο πάνω απόφασης καταχωρήθηκε η υπ' αρ. 1064/2005 παρούσα δ΄ προσφυγή της αιτήτριας.
Η αιτήτρια τελικά απελάθηκε στις 19/10/2005.
Με την παρούσα προσφυγή η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι η επίδικη απόφαση της 30/8/2005 είναι άκυρη γιατί είναι αποτέλεσμα (α) παραβίασης της αρχής της χρηστής διοίκησης, (β) πλάνης περί το Νόμο και υπέρβασης εξουσίας, (γ) μη διεξαγωγής δέουσας έρευνας, (δ) παραβίασης του άρθρου 15 του Συντάγματος και του άρθρου 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών και (ε) έλλειψης αιτιολογίας.
(α) Παραβίαση της αρχής της χρηστής διοίκησης.
Έχει υποβληθεί εκ μέρους της αιτήτριας ότι οι καθ'ων η αίτηση παραβίασαν τις αρχές της χρηστής διοίκησης. Πιο συγκεκριμένα υποβλήθηκε ότι η κα Κούσιου - Χρυσανδρέα, η οποία ενεργούσε εκ μέρους των καθ'ων η αίτηση, πληροφόρησε το δικηγόρο της αιτήτριας ότι η Διευθύντρια του Τμήματος Αρχείου, Πληθυσμού και Μετανάστευσης ανέφερε στην κα Κούσιου - Χρυσανδρέα ότι αν η αιτήτρια και ο σύζυγος της προέβαιναν σε ένορκες δηλώσεις ότι ήθελαν να συζήσουν και αν αποσυρόταν η αίτηση διαζυγίου, η Διευθύντρια θα αντιμετώπιζε θετικά την ακύρωση των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης. Η κα Κούσιου - Χρυσανδρέα πληροφόρησε το δικηγόρο της αιτήτριας και προς τούτο υπογράφτηκαν ένορκες δηλώσεις από την αιτήτρια και το σύζυγο της και η αίτηση διαζυγίου αποσύρθηκε. Ακολούθως το περιεχόμενο των ενόρκων δηλώσεων εξετάστηκε από τους καθ'ων η αίτηση αλλά κρίθηκε αναξιόπιστο από τη Διευθύντρια, η οποία σημείωσε ότι η αιτήτρια είχε εγκαταλείψει το σύζυγο της και ότι απώτερος σκοπός της συμφιλίωσης, σύμφωνα με παραδοχή της αιτήτριας, θα ήταν η παραχώρηση άδειας εργασίας. Επιπρόσθετα η Διευθύντρια σημείωσε τη δήλωση του συζύγου της αιτήτριας ότι η σύζυγος του ήθελε να επιστρέψει στη χώρα της αλλά ο δικηγόρος της επέμενε να συνεχίσει την προσφυγή. Μέσα στα πιο πάνω πλαίσια, ο δικηγόρος της αιτήτριας ειδοποιήθηκε στις 30/8/2005 με την επίδικη απόφαση ότι οι καθ'ων η αίτηση δεν είχαν πρόθεση να διαφοροποιήσουν την απόφαση τους και να ακυρώσουν το διάταγμα απέλασης της αιτήτριας.
Η εισήγηση για παραβίαση εκ μέρους των καθ'ων η αίτηση της αρχής της χρηστής διοίκησης δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Μια σύγκριση του περιεχομένου της έγγραφης αγόρευσης της αιτήτριας (ότι θα ακυρώνονταν τα διατάγματα κράτησης και απέλασης) με την αναφορά στην επιστολή του δικηγόρου της της 1/9/2005 (ότι η Διευθύντρια θα έβλεπε θετικά την ακύρωση των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης) υποδεικνύει ότι υπάρχει μια σημαντική διαφορά προσέγγισης. Η δήλωση της δικηγόρου της Δημοκρατίας ότι η Διευθύντρια θα έβλεπε θετικά την ακύρωση των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης, μετά την καταχώριση των ενόρκων δηλώσεων και την απόσυρση της αίτησης διαζυγίου, δεν συνιστούσε δέσμευση εκ μέρους της Διευθύντριας ότι θα επακολουθούσε η ακύρωση των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης. Οι καθ'ων η αίτηση θα έπρεπε να εξετάσουν το περιεχόμενο των ενόρκων δηλώσεων και μέσα στα πλαίσια της εικόνας η οποία θα εδημιουργείτο θα αποφάσιζαν αν θα ακύρωναν τα διατάγματα ή όχι. Η αξιολόγηση των ενόρκων δηλώσεων έγινε από αρμόδιο υπάλληλο ο οποίος σημείωσε μεταξύ άλλων και την παραδοχή του συζύγου της αιτήτριας, ότι η τελευταία είχε δηλώσει στο σύζυγο της ότι ήθελε να φύγει από την Κύπρο αλλά ο δικηγόρος της επέμενε στη συνέχιση της διαδικασίας της προσφυγής.
Μέσα στα πιο πάνω πλαίσια δεν έχω πεισθεί ότι οι καθ'ων η αίτηση έχουν επιδείξει οποιαδήποτε κακοπιστία ή έχουν παραβιάσει τις αρχές της χρηστής διοίκησης.
(β) Πλάνη περί το Νόμο.
Η εισήγηση ότι υπήρξε πλάνη περί το Νόμο, υπέρβαση εξουσίας και παράβαση ουσιώδους τύπου του άρθρου 71(1) του περί Ελεύθερης Διακίνησης και Διαμονής Υπηκόων των κρατών Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των Μελών των Οικογενειών τους Νόμου αρ. 92(Ι)/2003 και πιο συγκεκριμένα ότι η επίδικη απόφαση δεν λήφθηκε με τη σύμφωνη γνώμη του αρμόδιου Υπουργού, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Το άρθρο 3 του Νόμου 92(Ι)/2003 προνοεί ότι ο Νόμος εφαρμόζεται σε περιπτώσεις υπηκόων κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η αιτήτρια κατάγεται από τη Ρωσία και είναι, σύμφωνα με δική της δήλωση, κάτοχος της ρωσικής υπηκοότητας. Η Ρωσία δεν αποτελεί κράτος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και συνακόλουθα ο Νόμος 92(Ι)/2003 δεν τυγχάνει εφαρμογής στην παρούσα περίπτωση.
(γ) Μη διεξαγωγή δέουσας έρευνας και παραβίαση του άρθρου 15 του Συντάγματος και του άρθρου 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών.
Έχει υποβληθεί εκ μέρους της αιτήτριας ότι δεν διεξήχθη η δέουσα έρευνα πριν από την έκδοση της απορριπτικής απόφασης από τη Διευθύντρια, αφού δεν έλαβε υπόψη ότι υφίστατο ένας καθόλα έγκυρος γάμος της αιτήτριας με ένα Κύπριο, πολίτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ότι με την "ετσιθελική απόφαση της επέβαλε το χωρισμό της αιτήτριας με το σύζυγο της, αδιαφορώντας πλήρως για την ύπαρξη ενός έγκυρου γάμου", παραβιάζοντας έτσι το άρθρο 15 του Συντάγματος και το άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, τα οποία προστατεύουν την οικογενειακή ζωή.
Η πιο πάνω εισήγηση είναι ανεδαφική και ο χαρακτηρισμός της επίδικης απόφασης ως "ετσιθελικής" είναι, το λιγότερο που μπορώ να πω, ατυχής. Από τα στοιχεία που έχουν παρουσιαστεί φαίνεται ότι μετά την τέλεση του γάμου η αιτήτρια εγκατέλειψε το συζυγικό οίκο, στον οποίο έπρεπε να διαμένει στις Πλάτρες σύμφωνα με την άδεια που της είχε δοθεί και επεδίωκε την απόκτηση άδειας για να εργαστεί ως σερβιτόρα σε μπυραρία στη Λεμεσό.
Όπως ορθά υποδεικνύεται από την ευπαίδευτη συνήγορο των καθ'ων η αίτηση η αιτήτρια και ο σύζυγος της δεν συζούσαν κατά τον ουσιώδη χρόνο, για να καταστεί δυνατή έτσι η επίκληση της παραβίασης του άρθρου 15 του Συντάγματος και του άρθρου 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης. Ο πιο πάνω ισχυρισμός παρέμεινε μετέωρος χωρίς την παρουσίαση στοιχείων που θα δικαιολογούσαν την εφαρμογή τους. Η εισήγηση απορρίπτεται.
(δ) Έλλειψη αιτιολογίας.
Έχει υποβληθεί επίσης εκ μέρους της αιτήτριας ότι η επίδικη απόφαση στερείται αιτιολογίας και ότι η δήλωση της Διευθύντριας ότι για την απορριπτική της απόφαση έλαβε υπόψη "το ιστορικό της περίπτωσης" δεν είναι ικανοποιητική για να επιτρέψει στο Δικαστήριο να ελέγξει την ορθότητα της επίδικης απόφασης.
Η εισήγηση δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Στη σχετική επιστολή της 30/8/2005 η Διευθύντρια πληροφορούσε το δικηγόρο της αιτήτριας ότι,
"Το Τμήμα μας δεν προτίθεται να διαφοροποιήσει την απόφαση του για απομάκρυνση της αλλοδαπής από τη Δημοκρατία, καθ' ότι κρίνεται ως αναξιόπιστη τόσο η εν λόγω δήλωση της πελάτιδας σας όσο και αυτή του κ. Πλατρίτη με παρόμοιο περιεχόμενο λαμβανομένου υπόψη του ιστορικού της περίπτωσης."
Όπως φαίνεται από τα στοιχεία που συνθέτουν το ιστορικό της περίπτωσης, η αιτήτρια παραβίασε ένα βασικό όρο της άδειας παραμονής της στην Κύπρο (να διαμένει δηλαδή με το σύζυγο της στις Πλάτρες) και κλήθηκε στις 12/5/2005 να αναχωρήσει αμέσως για τη χώρα της. Επειδή δε συμμορφώθηκε εκδόθηκε εναντίον της διάταγμα κράτησης και απέλασης. Μπορεί η επίδικη απόφαση της 30/8/2005 να μην περιέχει μια πλήρη αναφορά των λόγων που οδήγησαν στην απόρριψη της αίτησης της αιτήτριας, αλλά το περιεχόμενο της απόφασης σε συσχετισμό με τα στοιχεία του φακέλου αιτιολογούν πλήρως την επίδικη απόφαση.
Η διακριτική ευχέρεια της Διοίκησης σε θέματα αλλοδαπών, η οποία είναι ευρεία, θα πρέπει να ασκείται καλόπιστα και τα Δικαστήρια επεμβαίνουν μόνο όταν τα συμπεράσματα της Διοίκησης είναι, μεταξύ άλλων, αποτέλεσμα πλάνης υπέρβασης εξουσίας ή παραβίασης των αρχών της χρηστής διοίκησης. Στην παρούσα περίπτωση δεν έχω πεισθεί ότι η Διοίκηση έχει υπερβεί τα επιτρεπτά όρια, αλλά αντίθετα έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η επίδικη απόφαση ήταν εύλογα επιτρεπτή.
Η προσφυγή απορρίπτεται με £400 έξοδα σε βάρος της αιτήτριας.
Τ. ΗΛΙΑΔΗΣ,
Δ.
/ΔΓ