ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 278/2005)

 

28 Φεβρουαρίου, 2007

 

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΑΝΤΩΝΗΣ  ΑΝΤΩΝΙΑΔΗΣ, 

Αιτητής,

v.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗ  ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ

1.      ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ,

2.      ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Καθ' ων η αίτηση.

____________________

 

Α.Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή.

Μ. Φλωρένζος, Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, για τους  Καθ' ων η αίτηση.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.:   Με την προσφυγή του ο αιτητής ζητά την ακύρωση της απόφασης των καθ΄  ων η αίτηση που του κοινοποιήθηκε με επιστολή ημερ. 7.1.2005 με την οποία, σύμφωνα με τον αιτητή, οι καθ΄ ων η αίτηση ενήργησαν υπό πλάνη, δηλαδή χωρίς να ληφθούν υπόψη οι πρόνοιες της παραγράφου 7 της Αστυνομικής Διάταξης 1/15, με αποτέλεσμα η ημερομηνία αφυπηρέτησης του να καθοριστεί λανθασμένα ως η 16.1.2005 με συνέπεια τον παράνομο καθορισμό του εφάπαξ ποσού και της ετήσιας σύνταξης του αιτητή.

 

Αποτελεί κοινό έδαφος ότι ο αιτητής, ο οποίος κατά τον ουσιώδη χρόνο υπηρετούσε στην Πυροσβεστική Υπηρεσία, την 1.2.2000 ενώ βρισκόταν σε ώρα καθήκοντος υπέστη σωματική βλάβη λόγω άρσης υπερβολικού βάρους.  Από τότε η κατάσταση της υγείας του επιδεινωνόταν και την 1.12.2004 παρουσιάστηκε ενώπιον του Ιατροσυμβουλίου το οποίο, αφού τον εξέτασε, απεφάσισε ότι είναι μόνιμα ανίκανος να εκτελεί τα καθήκοντα της θέσης του Πυροσβέστη, από την ίδια ημερομηνία, δηλαδή την 1.12.2004.  Στη συνέχεια, δεδομένου ότι ο αιτητής είχε εις πίστη του 47 ημέρες άδεια απουσίας, καθορίστηκε ως ημερομηνία αφυπηρέτησης του η 16.1.2005 (δηλαδή 47 μέρες μετά την 1.12.2004), για  λόγους δημοσίου συμφέροντος, δηλαδή υγείας.  

 

Το ζήτημα που τίθεται είναι το κατά πόσο η ημερομηνία αφυπηρέτησης του αιτητή θα έπρεπε να είχε καθοριστεί, όπως καθορίστηκε από τους καθ΄ ων η αίτηση, σύμφωνα με τον Κανονισμό 20(4) των περί Αστυνομίας (Γενικών) Κανονισμών του 2004 (Κ.Δ.Π. 213/04) ή αν θα έπρεπε να είχε καθοριστεί και να υπολογιστεί σύμφωνα με την Αστυνομική Διάταξη 1/15, παράγραφος 7(1), η οποία θεσπίστηκε σύμφωνα με το άρθρο 12 του περί Αστυνομίας Νόμου (Ν 73(Ι)/2004).

 

Ο Κανονισμός 20(4) των προαναφερόμενων κανονισμών προνοεί τα εξής:

 

20. (4)   Σε περίπτωση που αποφασίζεται η αφυπηρέτηση μέλους της Αστυνομίας για λόγους υγείας και το μέλος έχει ήδη εξαντλήσει την άδεια ασθένειάς του, η αφυπηρέτηση θα αρχίζει από την ημερομηνία από την οποία το Ιατρικό Συμβούλιο αποφαίνεται ότι το μέλος είναι ανίκανο να εκτελεί τα καθήκοντα της θέσης του, εκτός αν κατά την ημερομηνία  αυτή το μέλος έχει οποιαδήποτε άδεια ανάπαυσης σε πίστη του, οπότε η αφυπηρέτηση του  μέλους θα αρχίζει από την επόμενη της λήξης της άδειας ανάπαυσής του.»

 

Η Αστυνομική Διάταξη 1/15, παράγραφος 7(1) προνοεί τα εξής:

 

«7. (1)  Σε υπάλληλο του οποίου αποφασίζεται η αφυπηρέτηση για λόγους υγείας:-

 

(α)   ενώ βρίσκεται με άδεια απουσίας ή με άδεια ασθένειας, με πλήρεις απολαβές, ή

 

(β)   ενώ βρίσκεται σε καθήκον,

 

και έχει άδεια απουσίας σε πίστη του λιγότερη από 2 μήνες, χορηγείται ειδική άδεια με πλήρεις απολαβές για περίοδο 2 μηνών, περιλαμβανομένης και της άδειας απουσίας που έχει σε πίστη του, από την ημερομηνία της επιστολής που κοινοποιείται η απόφαση για την αφυπηρέτηση του, ώστε να αφυπηρετήσει την τελευταία ημέρα του μήνα, που θα λήξει η ειδική αυτή άδεια.  Αν όμως η άδεια απουσίας την οποία δικαιούται ο υπάλληλος κατά την ημερομηνία αυτή είναι μεγαλύτερη από 2 μήνες, τότε χορηγείται σ΄ αυτόν η άδεια απουσίας του αντί της ειδικής άδειας, και η ημερομηνία αφυπηρέτησης θα είναι όπως στην περίπτωση της ειδικής άδειας.»    

 

Είναι προφανές ότι οι δυο προαναφερόμενες πρόνοιες (Κανονισμός 20(4) των περί Αστυνομίας Κανονισμών του 2004 και Αστυνομική Διάταξη 1/15, παρ. 7(1)) έρχονται  σε αντίθεση ή τουλάχιστο διαφέρουν και η ευνοϊκότερη για το διοικούμενο είναι η Αστυνομική Διάταξη.   Είναι επίσης θεμελιωμένο πως σε περίπτωση αντίθεσης ή διαφοράς μεταξύ δύο προνοιών του Νόμου, υπερισχύει η ευνοϊκότερη για το διοικούμενο.

 

Στο σύγγραμμα Π.Δ. Δαγτόγλου, Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, Β΄ έκδοση (1994) στις σελ. 43-45, γίνεται αναφορά στον καθορισμό της ταυτότητας και της ιεραρχίας πηγών του δικαίου, που συνδέεται με τον καθορισμό των οργάνων και της διαδικασίας παραγωγής κανόνων δικαίου.   Οι πηγές του δικαίου δεν είναι ισότιμες.  Έχουν διαφορετική τυπική ισχύ.   Στην κορυφή βρίσκεται το Σύνταγμα, ακολουθεί ο Νόμος και έπεται η Κανονιστική Διοικητική Πράξη.

 

Στην προκείμενη περίπτωση εκτιμώ ότι τόσο οι Κανονιστικές Διοικητικές Πράξεις, οι οποίες θεσπίζονται δυνάμει Νόμου όσο και οι Αστυνομικές Διατάξεις, οι οποίες επίσης θεσπίζονται δυνάμει Νόμου, αποτελούν Δευτερογενή Νομοθεσία και θα πρέπει να θεωρηθεί πως έχουν την ίδια τυπική ισχύ.  Δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι είτε η μια πρόνοια είτε η άλλη βρίσκονται σε ψηλότερη θέση στην πυραμίδα της ιεραρχίας των πηγών του δικαίου, άρα δεν τίθεται θέμα μη ισχύος της μιας ένεκα της ύπαρξης της άλλης.

 

Εφόσον λοιπόν κατέληξα ότι και οι δύο προαναφερόμενες πρόνοιες είναι νόμιμες επειδή πηγάζουν από νόμο, καμιά από τις δύο δεν αναιρεί ή ακυρώνει την άλλη διότι η μια δεν υπερισχύει της άλλης και ότι βρίσκονταν και οι δύο σε ισχύ κατά τον ουσιώδη χρόνο, εκτιμώ ότι εκείνη που θα έπρεπε να είχε ληφθεί υπόψη στην περίπτωση του αιτητή, ήταν η ευνοϊκότερη για εκείνον, δηλαδή η Αστυνομική Διάταξη.  Εφόσον οι καθ΄ ων η αίτηση παραγνώρισαν την Αστυνομική Διάταξη και έλαβαν υπόψη μόνο την Κανονιστική Διοικητική Πράξη, κρίνω ότι αυτοί ενήργησαν με πλάνη περί τα πράγματα και ως εκ τούτου η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί.

 

Προσθέτω μόνο ότι στην επιστολή του κ. Χρ. Λαζάρου για Γενικό Διευθυντή Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξεως, ημερ. 29.12.2004, η οποία επισυνάφθηκε ως παράρτημα στην ένσταση, επισυρόταν η προσοχή του Αρχηγού Αστυνομίας στο ότι, επειδή η εις πίστη του αιτητή άδεια απουσίας ανερχόταν σε 47 μέρες, θα  έπρεπε να ληφθεί υπόψη η παράγραφος 7 των Αστυνομικών Διατάξεων Α.Δ. 1/15, πράγμα που, λανθασμένα, δεν έγινε.

 

 

Για τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται με έξοδα  £730.-  υπέρ του αιτητή.

 

 

 

 

 

 

                                                                   Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ,

                                                                                 Δ.

 

 

 

 

 

/ΕΑΠ.

 

                                  

                      

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο