ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 942/2005)
22 Ιανουαρίου, 2007
[ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
MD BODIUZ ZAMAN,
Αιτητής,
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΔΙΑ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΑΡΧΗ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ,
Καθ΄ης η Αίτηση.
- - - - - - -
Κ. Ταμπούρλας, για τον Αιτητή.
Ρ. Παπαέτη, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α, για την Καθ΄ης η Αίτηση.
- - - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Ο αιτητής κατάγεται από την Μπαγκλαντές. Εισήλθε νόμιμα στην Κύπρο στις 18.2.2002. Την 1.12.2003 υπέβαλε αίτηση για παροχή πολιτικού ασύλου, προβάλλοντας τον ισχυρισμό ότι εγκατέλειψε τη χώρα του λόγω πολιτικού προβλήματος. Συγκεκριμένα, ισχυρίστηκε ότι ο αδελφός του ήταν πρόεδρος κόμματος, αλλά μόλις το κόμμα του έχασε τις εκλογές, οπαδοί του αντίπαλου κόμματος που κέρδισαν έδειραν τον αδελφό του, με αποτέλεσμα αυτός να εγκαταλείψει την Μπαγκλαντές και να πάει στη Σαουδική Αραβία. Επειδή ο προσφεύγων είχε το φόβο ότι οι κυβερνώντες θα συλλάμβαναν ενδεχομένως αυτόν αντί τον αδελφό του, πήγε αρχικά στο θείο του και, ακολούθως, έφυγε από την Μπαγκλαντές και ήλθε στην Κύπρο.
Ο αιτητής κλήθηκε σε συνέντευξη, και στη συνέχεια, η Υπηρεσία Ασύλου, υπό το φως των στοιχείων που είχε ενώπιόν της, απέρριψε την αίτηση. Ο αιτητής καταχώρησε, ακολούθως, διοικητική προσφυγή την οποία η Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων επίσης απέρριψε. Ο αιτητής κρίθηκε αναξιόπιστος από την Υπηρεσία Ασύλου, θέση η οποία υιοθετήθηκε, ως ορθή και δικαιολογημένη, από την Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων.
Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής προσβάλλει τη νομιμότητα της απόφασης της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων με την οποία απορρίφθηκε η αίτησή του για πολιτικό άσυλο. Προβάλλεται (α) ότι η απόφαση λήφθηκε χωρίς δέουσα έρευνα και υπό καθεστώς πλάνης, (β) ότι στερείται της δέουσας αιτιολογίας, (γ) ότι δεν αξιολογήθηκαν ορθά τα γεγονότα και (δ) ότι δεν έγινε ορθή μετάφραση των όσων είπε στον αρμόδιο Λειτουργό από το μεταφραστή.
Θεωρώ ότι η προσφυγή είναι αβάσιμη, αφού κανένας από τους λόγους ακύρωσης δεν ευσταθεί. Ο αιτητής είχε την ευκαιρία, τόσο κατά την εξέταση της αίτησης όσο και κατά την εξέταση της διοικητικής προσφυγής, να εκθέσει τους ισχυρισμούς του. Η Υπηρεσία Ασύλου εξέτασε όσο το δυνατό καλύτερα τους ισχυρισμούς του και παρέθεσε με σαφήνεια τους επί μέρους λόγους για τους οποίους κατέληξε στην απόρριψη της αίτησης. Η Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων επανεξέτασε όλα όσα ο αιτητής είχε θέσει προς υποστήριξη του αιτήματός του και διαπίστωσε ότι ορθά και δικαιολογημένα η Υπηρεσία Ασύλου απέρριψε την αίτηση. Η προσβαλλόμενη απόφαση δε λήφθηκε υπό καθεστώς πλάνης. Είναι το αποτέλεσμα δέουσας έρευνας και σωστής εφαρμογής του νόμου. Τα ερ. 49-53 στο Τεκμήριο 1, ήτοι το κείμενο της επίδικης απόφασης, ομιλεί αφ΄ εαυτού. Περαιτέρω, η Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων εξέτασε και το κατά πόσο ο αιτητής μπορούσε να τύχει του καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας και εύλογα κατέληξε σε αρνητικό συμπέρασμα πάνω στη βάση ότι ο αιτητής δεν μπορούσε να αποδείξει βάσιμο φόβο ότι θα υφίστατο σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη όπως καθορίζεται στο άρθρο 19(2) των περί Προσφύγων Νόμων του 2000-2004. (Βλ. ερ. 49 στο Τεκμήριο 1). Ούτε και ικανοποιούσε τις προϋποθέσεις του άρθρου 19Α του Νόμου (ανθρωπιστικοί λόγοι).
Το Δικαστήριο δεν προβαίνει σε επανεκτίμηση των γεγονότων ούτε και υποκαθιστά την κρίση της αρμόδιας διοικητικής αρχής, εν προκειμένω της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, με τη δική του. Το Δικαστήριο ελέγχει τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης κατ΄ εφαρμογή των αρχών του διοικητικού δικαίου.
Όσον αφορά τον ισχυρισμό του αιτητή περί κακής μετάφρασης, σημειώνω ότι αυτός δεν ευσταθεί. Ο μεταφραστής, για τον οποία δεν προέβαλε ένσταση, βεβαίωσε γραπτώς ότι μετάφρασε πιστά τα όσα λέχθηκαν από τον αιτητή στη συνέντευξη από τη μητρική του γλώσσα στα Αγγλικά. Περαιτέρω δε, ο ίδιος ο αιτητής, μετά το τέλος της συνέντευξης, υπέγραψε τη συνέντευξή του ως ορθή, αφού προηγουμένως δήλωσε ότι γνώριζε και Αγγλικά, γλώσσα στην οποία είχε συντάξει και την αίτησή του.
Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα.
Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται βάσει του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.
Ρ. Γαβριηλίδης,
Δ.
/ΧΤΘ