ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 178/2007)
25 Ιανουαρίου 2007
[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δικαστής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤO ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
MARFIN POPULAR BANK PUBLIC CO LTD,
Αιτήτρι,α
Και
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΑΓΟΡΑΣ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ΄ης η αίτηση.
______________
Ex Parte Αίτηση ημερ. 22.1.2007
_____________
Λ. Παπαφιλίππου με Π. Ιωαννίδη, Λεαν. Παπαφιλιππου και Γ. Χριστοδουλου, για την Αιτήτρια.
Μ. Πελίδης με Ν. Γεωργιάδη και Α. Αθανασιάδου, εκ μέρους της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.
_________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Με την ex parte αίτηση της η Αιτήτρια επιδιώκει προσωρινό διάταγμα με το οποίο να αναστέλλεται, μέχρι την εκδίκαση της προσφυγής, η εφαρμογή της απόφασης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου (ΕΚΚ) που προσβάλλεται με την προσφυγή. Η απόφαση ελήφθη στις 16.1.2007 και περιέχεται στο σχετικό πρακτικό της ΕΚΚ το οποίο και παρουσιάσθηκε. Η Αιτήτρια εκρίθη ένοχη παράβασης του Κανονισμού 21(1) των περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου (Δημόσια Πρόταση προς Εξαγορά ή Αγορά Τίτλων και Συγχώνευση Εταιρειών εισηγμένων στο Χρηματιστήριο) Κανονισμών του 1997 (ΚΔΠ 100/97) ο οποίος προνοεί:
«Από της ανακοινώσεως της δημόσιας πρότασης κατά τα οριζόμενα στον Κανονισμό 9(1) μέχρι και της ανακοινώσεως του αποτελέσματος της δημόσιας πρότασης, το διοικητικό συμβούλιο της σκοπευόμενης εταιρείας οφείλει να απέχει από κάθε ενέργεια που κατατείνει στη ματαίωση ή την παρακώλυση της πρότασης.»
Η ΕΚΚ έκρινε ότι, καθ΄όσον η Τράπεζα Πειραιώς Α.Ε. είχε ήδη ανακοινώσει στις 11.1.2007 δημόσια πρόταση προς τους μετόχους της Αιτήτριας, η ανακοίνωση στις 12.1.2007 από την Αιτήτρια δικής της δημόσιας πρότασης προς τους μετόχους της Τράπεζα Πειραιώς Α.Ε. και της Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ συνιστούσε παράβαση του κανονισμού 21(1), προφανώς ως ενέργεια γινόμενη μετά την ανακοίνωση της δημόσιας πρότασης της Πειραιώς κατατείνουσα στη ματαίωση ή την παρακώλυση της πρότασης της. Επιβάλλοντας στην Αιτήτρια διοικητικό πρόστιμο £10.000 για την εν λόγω παράβαση, η ΕΚΚ προέβη και σε σύσταση προς την Αιτήτρια να σταματήσει τις ενέργειες της προς υλοποίηση των δημόσιων προτάσεων της και να ανακαλέσει τις ενέργειες στις οποίες είχε ήδη προβεί προς υλοποίηση τους, πτυχή όμως που εκρίθη, προδικαστικά, ότι δεν συνιστά μέρος της απόφασης ως εκτελεστής διοικητικής πράξης παρά μόνο σχετική προτροπή προς την Αιτήτρια, όπως ήταν και η θέση την οποία η ΕΚΚ, κληθείσα από το Δικαστήριο να παραστεί κατά την ακρόαση της ex parte αίτησης, διατύπωσε δια των ευπαιδεύτων συνηγόρων της.
Βασική θέση της Αιτήτριας είναι ότι η ΕΚΚ δεν είχε καθόλου αρμοδιότητα να κρίνει την Αιτήτρια ένοχη παράβασης του κανονισμού 21(1) και να της επιβάλει το εν λόγω πρόστιμο βασισθείσα, ως έπραξε, στο άρθρο 38 του περί της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου (Σύσταση και Αρμοδιότητες) Νόμου του 2001 (Ν. 64(Ι)/2001) και στον κανονισμό 30 της ΚΔΠ 100/97. Αποκλειστική αρμοδιότητα εφαρμογής του κανονισμού 21(1) είχε, σύμφωνα με την εισήγηση των ευπαιδεύτων συνηγόρων της Αιτήτριας, το Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου (ΧΑΚ), με αποτέλεσμα η απόφαση της να είναι έκδηλα παράνομη αλλά και να έχει δυσμενέστατες και ανεπανόρθωτες συνέπειες για την Αιτήτρια, όπως επεξηγείται στις παραγράφους 16, 17 και 18 της Ένορκης Δήλωσης.
Ότι ο κανονισμός 30 δεν μπορούσε να αποτελέσει βάση για άσκηση εξουσίας από τη ΕΚΚ είναι προφανές. Όπως στον ίδιο αναφέρεται, η εξουσία που δίδεται στην ΕΚΚ από αυτόν αφορά μόνο περιπτώσεις «παραβάσεων σχετικά με εισηγμένους τίτλους, δυνάμει του εδαφίου 2 του άρθρου 60Α του Νόμου» (εξ ου και η φύση των κυρώσεων τις οποίες προβλέπει), που σαφώς δεν ήταν η περίπτωση εδώ. Εξ άλλου, όπως έχει διευκρινισθεί, το εν λόγω άρθρο 60Α(2) έχει καταργηθεί, ώστε ο κανονισμός 30 να καθίσταται ουσιαστικά ανενεργός.
Κρίσιμο στοιχείο λοιπόν καθίσταται το άρθρο 38 το οποίο προνοεί στο εδάφιο (1), το οποίο και μόνο θα μπορούσε να ενδιαφέρει:
«Η Επιτροπή έχει εξουσία προς επιβολή διοικητικού προστίμου ύψους μέχρις εκατό χιλιάδων λιρών και σε περίπτωση επανάληψης της παράβασης ύψους μέχρι διακοσίων χιλιάδων λιρών ανάλογα με τη βαρύτητα της παράβασης, σε περίπτωση που διαπιστώνεται ότι φυσικό πρόσωπο ή οργανισμός παραβιάζει οποιαδήποτε από τις υποχρεώσεις που του επιβάλλουν οι διατάξεις του παρόντος Νόμου, οι δυνάμει αυτού εκδιδόμενοι Κανονισμοί, οι Αποφάσεις της Επιτροπής και η κειμένη νομοθεσία που αφορά την κεφαλαιαγορά και την Επιτροπή.»
Αναγνωρίζονται λοιπόν τρεις περιπτώσεις που η ΕΚΚ μπορεί να έχει αρμοδιότητα επιβολής διοικητικού προστίμου:
1. Για παράβαση υποχρεώσεων του Ν. 64(Ι)/2001.
2. Για παράβαση υποχρεώσεων κανονισμών που έχουν εκδοθεί δυνάμει του Ν. 64(Ι)/2001.
3. Για παράβαση υποχρεώσεων που επιβάλλει «η κειμένη νομοθεσία που αφορά την κεφαλαιαγορά και την Επιτροπή.»
Εδώ δεν πρόκειται βεβαίως για παράβαση υποχρεώσεων του Ν. 64(Ι)/2001 ή κανονισμών εκδοθέντων δυνάμει του Νόμου 64(Ι)/2001 αλλά για παράβαση της ΚΔΠ 100/97 εκδοθείσας δυνάμει του περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Νόμου του 1993, Ν. 14(1)/93. Καμιά αναφορά δεν έχει γίνει σε εκδοθέντες δυνάμει του Ν. 64(Ι)/2001 κανονισμούς, που δεν φαίνονται να έχουν εκδοθεί, στο δε άρθρο 26 του Ν. 64(Ι)/2001 που ρυθμίζει τα των αρμοδιοτήτων της ΕΚΚ δεν εντοπίζεται σχετική πρόνοια. Το άρθρο 26(α), που παρέχει εξουσίες στην ΕΚΚ να ασκεί τις εξουσίες και αρμοδιότητες που της παρέχει ο Ν. 14(Ι)/93 και οι δυνάμει αυτού εκδιδόμενοι κανονισμοί, δεν βοηθά αφού τέτοια εξουσία δεν δίδεται στην ΕΚΚ από το Ν. 14(Ι)/93. Εξ άλλου, και να ίσχυε το άρθρο 26(α), η επιφύλαξη του θα το αναιρούσε αφού, αν ανατίθετο τέτοια αρμοδιότητα στην ΕΚΚ, θα ήταν απαραίτητο η άσκηση της να εγίνετο δυνάμει κανονισμών που να ρυθμίζουν τα της τέτοιας παράλληλης αρμοδιότητας στο ΧΑΚ και στην ΕΚΚ, που και πάλι δεν έχουν θεσπισθεί. Το άρθρο 26(στ) δίδει βέβαια γενικότερα στην ΕΚΚ την εξουσία «να ασκεί τις αρμοδιότητες που της χορηγούν οι περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου (Δημόσια Πρόταση προς Εξαγορά ή Αγορά Τίτλων και Συγχώνευση Εταιρειών Εισηγμένων στο Χρηματιστήριο Κανονισμοί», δηλαδή η ΚΔΠ 100/97. Η ΚΔΠ 100/97 όμως, όπως ελέχθη, δεν χορηγεί στην ΕΚΚ οποιαδήποτε αρμοδιότητα κρίσης επί παράβασης της και ακόλουθης επιβολής προστίμου. Απεναντίας, όπως έχει επισημανθεί, οι εν λόγω κανονισμοί πολύ περιορισμένο, δευτερεύοντα και συμπληρωματικό προς εκείνο του ΧΑΚ ρόλο ορίζουν, σε ορισμένες πρόνοιες τους, στην ΕΚΚ, κυρίως σε περιπτώσεις που απαιτείται η σύμφωνη γνώμη της ΕΚΚ για να ενεργήσει το ΧΑΚ (ίδε κανονισμούς 4(3), 11(5), 13(2), 14(2)(στ), 21(2)(β)(γ), 19(5)(6), 26(2)) και σε περιπτώσεις ανακοίνωσης (ίδε κανονισμούς 9(1)(3), 17(1)(2)(α)(β), 19(3), 20(3) ή ερωτήματος (ίδε κανονισμό 31). Το άρθρο 26(ιβ), στο οποίο δεν ανεφέρθη ο ευπαίδευτος συνήγορος για την ΕΚΚ, που δίδει στην ΕΚΚ αρμοδιότητα «να επιβάλλει τις κατά νόμο προβλεπόμενες διοικητικές κυρώσεις και πειθαρχικές ποινές», εξυπακούει την ύπαρξη αρμοδιότητας καθ΄ύλη και δεν προσθέτει οτιδήποτε ως προς αυτή. Τέλος, το άρθρο 26(ιγ), στο οποίο και πάλι δεν ανεφέρθη ο ευπαίδευτος συνήγορος για την ΕΚΚ, που δίδει στην ΕΚΚ αρμοδιότητα «να εποπτεύει και ελέγχει την ομαλή λειτουργία της χρηματιστηριακής αγοράς και την τήρηση της χρηματιστηριακής νομοθεσίας» δεν προσθέτει οτιδήποτε στην ανυπαρξία προνοιών στο Ν. 64(Ι)/2001 και στην ΚΔΠ 100/97 που να εμπλέκουν την ΕΚΚ στην άσκηση συγκεκριμένων αρμοδιοτήτων της ως προς το υπό εξέταση θέμα. Όλα αυτά συνάδουν και με τη γενική αντίληψη ως προς το έργο της ΕΚΚ όπως καθορίζεται στο άρθρο 6(1) του Ν. 64(Ι)/2001.
Μόνο λοιπόν αν η παράβαση του κανονισμού 21(1) μπορούσε να θεωρηθεί παράβαση υποχρέωσης που ρυθμίζει «η κειμένη νομοθεσία που αφορά την κεφαλαιαγορά και την Επιτροπή» θα είχε εξουσία η ΕΚΚ. Επ΄αυτού, και με όλο το σέβας προς την αντίθετη αντίληψη του αδελφού μου Ηλιάδη, Δ., στην υπόθεση Clappas Securities Ltd ν. Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου, Πρ. 596/2002, 7.4.2004, συμμερίζομαι την αντίληψη του αδελφού μου Γαβριηλίδη, Δ., στην υπόθεση Marketrends (Capital Market) Ltd ν. Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου, Πρ. 1004/2004, 26.1.2006, ότι η αναφορά αυτή δεν περιλαμβάνει το νόμο 14(Ι)/93 και την ΚΔΠ 100/97 και υιοθετώ τα εκεί λεχθέντα. Να προσθέσω μόνο ότι, κατά τη δική μου αντίληψη, η αναφορά στην κειμένη νομοθεσία που αφορά την κεφαλαιαγορά και την Επιτροπή είναι ουσιαστικά εκ του περισσού γενική αναφορά στο νόμο 64(Ι)/2001, στον οποίο ήδη γίνεται ρητή αναφορά πιο πάνω, και σε οποιαδήποτε άλλη πρόνοια του Ν. 14(Ι)/93 και των δυνάμει αυτού εκδιδομένων κανονισμών (και δη της ΚΔΠ 100/97) που να παρέχει συγκεκριμένες αρμοδιότητες στην ΕΚΚ περιλαμβάνουσες και την υπό εξέταση. Αν ήταν άλλως, η αναφορά αυτή θα ισοδυναμούσε με καθολική εισαγωγή της ΕΚΚ στην ίδια θέση που βρίσκεται το ΧΑΚ ως προς τις επί μέρους αρμοδιότητες του δυνάμει του Ν. 14(Ι)/93 και της ΚΔΠ 100/97, ώστε ΧΑΚ και ΕΚΚ να ασκούσαν παράλληλα τις ίδιες αρμοδιότητες. Το χάος που θα δημιουργείτο δεν ήταν ασφαλώς πρόθεση του νομοθέτη. Εξ ου και, στο βαθμό που το άρθρο 26(α) προβλέπει την πιθανότητα τέτοιας παράλληλης αρμοδιότητας, απαιτείται ρύθμιση της εξειδικευμένης άσκησης της με προς τούτο εκδιδόμενους κανονισμούς.
Καταλήγω λοιπόν ότι αποκλειστική αρμοδιότητα για την εφαρμογή του κανονισμού 21(α) έχει το ΧΑΚ, όπως προκύπτει από την όλη δομή των προνοιών που διέπουν το θέμα της δημόσιας πρότασης. Το ίδιο το άρθρο 10(3)(α) του Ν. 14(Ι)/93 καθορίζει το πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του ΧΑΚ, ως προς περιπτώσεις παράλειψης συμμόρφωσης προς οποιαδήποτε υποχρέωση δυνάμει του εν λόγω νόμου και των κανονισμών. Στη διαδικασία αυτή η ΕΚΚ εμπλέκεται μόνο πολύ περιορισμένα και δευτερευόντως, αφού η άσκηση της αρμοδιότητας του ΧΑΚ μπορεί να είναι είτε αυτεπάγγελτη είτε μετά από καταγγελία της ΕΚΚ, η δε απόφαση, που και πάλι είναι του ΧΑΚ, ως προς την παράβαση υποχρέωσης και την ακόλουθη επιβολή προστίμου, πρέπει να είναι με τη σύμφωνη γνώμη της ΕΚΚ, και τούτο ακόμα «εκτός όπου ειδικότερα ή διαφορετικά προβλέπεται» στο νόμο και τους κανονισμούς. Μόνο στις περιπτώσεις που ρητά παραχωρείται εξουσία στην ΕΚΚ, όπως προβλέπει η επιφύλαξη του άρθρου 10(3)(α), δεν έχει εξουσία το ΧΑΚ, με συνέπεια και προς την ήδη επισημανθείσα ανάγκη αποφυγής παράλληλης εξουσίας.
Η γενική αυτή ρύθμιση του άρθρου 10(3)(α) έχει αντίκρισμα και στην ΚΔΠ 100/97. Ο κανονισμός 4(1) αναθέτει την όλη διοικητική εποπτεία της εφαρμογής της ΚΔΠ 100/97 στο ΧΑΚ, ο δε κανονισμός 4(2) ειδικά προνοεί ότι το ΧΑΚ «εφορεύει τη λειτουργία των δημόσιων προτάσεων, μεριμνά για την εξασφάλιση της τήρησης των σχετικών υποχρεώσεων των μερών της δημόσιας πρότασης, εποπτεύει την κατάρτιση και δημοσίευση του εγγράφου της πρότασης και γενικά φέρει την ευθύνη της παρακολούθησης της νομιμότητας της καθορισμένης προς διεξαγωγή των δημοσίων προτάσεων διαδικασίας». Ειδικά δε, και χαρακτηριστικά, στον κανονισμό 4(3) μόνο εμπλέκεται η ΕΚΚ, η σύμφωνη γνώμη της οποίας απαιτείται προκειμένου να δοθεί από το ΧΑΚ εξαίρεση από τους κανονισμούς. Αλλά και στον κανονισμό 9, που αποτέλεσε το υπόβαθρο για την προσβαλλόμενη απόφαση, όπως και στους υπόλοιπους κανονισμούς, κυρίαρχος είναι ο ρόλος του ΧΑΚ, αφού εκείνο είναι που έχει εξουσία να εγκρίνει ή όχι το έγγραφο της δημόσιας πρότασης. Εκείνο είναι δε που και μόνο μπορεί να διαπιστώσει αν υπάρχει παράβαση του κανονισμού 21(1) και να επιβάλει, με τη σύμφωνη γνώμη της ΕΚΚ, το προνοούμενο στο άρθρο 10(3)(α) πρόστιμο, και μάλιστα αφού η τέτοια διαπίστωση συμπλέκεται προς τον όλο εφορευτικό και εποπτικό της λειτουργίας και παρακολούθησης της νομιμότητας της διαδικασίας της δημόσιας πρότασης ρόλο του ΧΑΚ.
Κατάληξη μου είναι, λοιπόν, ότι δικαιολογείται, ως εκ των ως άνω, σε συνδυασμό ιδιαίτερα με τις διαγραφόμενες στην Ένορκη Δήλωση δυσμενέστατες και ανεπανόρθωτες συνέπειες της προσβαλλόμενης απόφασης για την Αιτήτρια, προς τα οποία ουδέν αντετάχθη, η έκδοση του αιτούμενου διατάγματος. Εν όψει τούτου δε, φρονώ ότι είναι αχρείαστο και ανάρμοστο να με απασχολήσει η άλλη πτυχή των εισηγήσεων των ευπαιδεύτων συνηγόρων για την Αιτήτρια που αφορά τη νομιμότητα της απόφασης σε συνάρτηση με τους όρους του κανονισμού 9. Κάτι τέτοιο εξ άλλου δεν θα ήταν ούτε σοφό αφού, σύμφωνα με τα πιο πάνω, οι διαπιστώσεις που είναι σχετικές προς ενδεχόμενη παράβαση του κανονισμού 21(1) θα πρέπει να γίνουν από το ΧΑΚ.
Εκδίδεται διάταγμα ως η αίτηση.
Δ. Χατζηχαμπής,
Δ.
/ΚΧ"Π