ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2006) 4 ΑΑΔ 1001

11 Δεκεμβρίου, 2006

[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤO ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

UNION GENERALE ARMENIENNE DE BIENFAISANCE,

Αιτήτρια,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΔΙΑ ΤΟΥ

1.     ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ,

2.     ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,

3.     ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,

Καθ' ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 943/2005)

 

 

Διοικητικό Δίκαιο Αρχή της καλής πίστης της διοίκησης Ισχυρισμοί περί παραβίασής της, η οποία απέληγε σε κατάχρηση εξουσίας, δεν στοιχειοθετήθηκαν.

Διοικητικό Δίκαιο Γενικές αρχές Αρχή της αναλογικότητας Άρθρο 52 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 Περιστάσεις παραβίασης της στην κριθείσα περίπτωση.

Πολεοδομία και Χωροταξία Διάταγμα διατήρησης ακίνητης ιδιοκτησίας Η απαιτούμενη δέουσα έρευνα και αιτιολόγηση της έκδοσής του Δεν διενεργήθηκαν στην κριθείσα περίπτωση Περιστάσεις.

Οι αιτητές αξίωσαν την ακύρωση του διατάγματος διατήρησης του ακινήτου τους, της Σχολής Μελκονιάν.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:

1.         Οι Αιτητές εισηγούνται κατ' αρχάς ουσιαστικά κακοπιστία της διοίκησης ως προς την έκταση του διατάγματος.

            Ουδόλως τεκμηριώνεται η βασική αυτή εισήγηση των Αιτητών ότι η διοίκηση έδρασε με αλλότριο σκοπό, δηλαδή την εξυπηρέτηση ομάδας πίεσης Αρμενίων. Ουδεμία μαρτυρία και ουδέν στοιχείο υπάρχει προς τούτο, και ασφαλώς οι απλοί ισχυρισμοί που γίνονται από τους Αιτητές δεν μπορούν να αποτελέσουν βάση για γεγονότα ή συμπέρασμα ότι η διοίκηση έδρασε κάτω από τέτοια πίεση.

2.         Η άλλη πτυχή των εισηγήσεων των Αιτητών έχει ως άξονα το αναιτιολόγητο της έκτασης του διατάγματος, με ιδιαίτερη αναφορά στο ότι, και αν δικαιολογείτο η περίληψη των επίδικων τριών παλαιών κτιρίων, δεν δικαιολογείτο η περίληψη των υπολοίπων χώρων και δη του δασυλλίου που υπάρχει στο κτήμα. Βασίζονται δε οι Αιτητές και στην αρχή της αναλογικότητας, όπως διατυπώνεται και στο άρθρο 52 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, εισηγούμενοι ότι η τόσο εκτεταμένη εμβέλεια του διατάγματος, μη επαρκώς αιτιολογούμενη, συνιστούσε δυσανάλογη, μη απαραίτητη και πέραν του δέοντος επαχθή επέμβαση στο δικαίωμα ιδιοκτησίας τους που ουσιαστικά καταργείτο.

            Είναι ορθή η θέση αυτή των Αιτητών. Εδώ επρόκειτο για ένα όντως τεράστιο κτήμα, περιορισμένο μόνο μέρος του οποίου εκάλυπταν τα τρία παλαιά κτίρια. Και ήσαν αυτά τα κτίρια και μόνο που, ως εκ του αρχιτεκτονικού χαρακτήρα τους και της ιστορικής και παραδοσιακής αξίας τους, θεωρήθησαν αρκούντως αξιόλογα για να προστατευθούν σύμφωνα με τις απόψεις του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως, εμπίπτοντα ως εκ τούτου στις γενικές παραμέτρους στις οποίες εβασίσθη το διάταγμα. Ουδεμία ανάγκη περίληψης στο διάταγμα των άλλων κτιρίων επισημάνθηκε, απεναντίας δε το Τμήμα αναγνώρισε ότι ορισμένα από τα νεώτερα κτίρια, χωρίς καν να ταυτοποιεί και να διακρίνει ποία, θα μπορούσαν είτε να επισκευασθούν είτε να κατεδαφισθούν από τους Αιτητές. Τούτο καταδεικνύει τουλάχιστον έλλειψη δέουσας έρευνας ως προς την ανάγκη περίληψης και εκείνων των κτιρίων στο διάταγμα, τοσούτο μάλλον αφού η ανάγκη διατήρησης τους δεν συσχετίσθηκε προς την ανάγκη διατήρησης των παλαιών κτιρίων που αποτέλεσε τη βάση και το πλαίσιο της απόφασης για διατήρηση. Το ίδιο ισχύει για το δασύλλιο.

            Υπήρξε λοιπόν έλλειψη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας ως προς την έκταση του διατάγματος, το οποίο ήταν αχρείαστα σαρωτικό ως προς το κτήμα των Αιτητών, που απέληγε και σε συναφώς προκύπτουσα παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας.

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.

Προσφυγή.

Χρ. Τριανταφυλλίδης, Nairy Der Arakelian-Merheje, Δ. Παπαδόπουλος, για την Αιτήτρια.

Α. Μαππουρίδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τους Καθ' ων η Αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Στις 2.4.2004 δημοσιεύθηκε (Κ.Δ.Π. 192/2004) διάταγμα διατήρησης 75 οικοδομών στην ευρύτερη Λευκωσία εκδοθέν από τον Υπουργό Εσωτερικών δυνάμει του άρθρου 38(1) του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου. Το διάταγμα περιλάμβανε και το Αρμενικό Ορφανοτροφείο (τη Σχολή Μελκονιάν), ιδιοκτησία των Αιτητών που είναι φιλανθρωπικό ίδρυμα με σκοπό να βοηθά δυσπραγούντες Αρμένιους σε όλο τον κόσμο και να διατηρεί την Αρμενική ταυτότητα, και επηρέαζε μέρος του κτήματος που περιλαμβάνει τα ίδια τα κτίρια και χώρους που το περιβάλλουν. Οι Αιτητές υπέβαλαν ένσταση κατά του διατάγματος. Παρέπεμψαν στο ότι το διάταγμα εκάλυπτε πέραν του ημίσεως του κτήματος και περιλάμβανε, εκτός των τριών παλαιών και όντως ιστορικών κτιρίων, και άλλα πρόσφατα ανεγερθέντα κτίρια που δεν είχαν ιστορική ή αρχιτεκτονική αξία, υποδεικνύοντας ότι θα μπορούσε να περιορίζετο μόνο στα τρία ιστορικά κτίρια όπως είχε γίνει με προηγούμενο διάταγμα (Κ.Δ.Π. 551/2003) που ανεκλήθη. Συναφώς παρατηρείτο ότι ο επηρεαζόμενος από το διάταγμα χώρος ήταν υπέρμετρα μεγάλος ώστε να επηρέαζε δυσμενώς την αξία του κτήματος και τις δυνατότητες των Αιτητών να το αξιοποιήσουν, όπως προτίθεντο, για προώθηση των συμφερόντων των Αρμενίων σε όλο τον κόσμο και δη στην Αρμενία όπου τώρα συγκεντρώνεται μεγάλο μέρος της φιλανθρωπικής δραστηριότητας των Αιτητών.

Το Υπουργείο Εσωτερικών, κατά την εξέταση της ένστασης, ζήτησε τις απόψεις του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως. Το Τμήμα, σε εκτενή αναφορά του, εξήγησε τους λόγους για τους οποίους συνιστούσε απόρριψη της ένστασης. Με τις απόψεις του Τμήματος συμφώνησε και ο Δήμος Αγλαντζιάς, στα όρια του οποίου βρίσκεται το κτήμα και οι απόψεις του οποίου επίσης εζητήθησαν. Το Υπουργείο, σε σχετικό σημείωμα, εισηγήθηκε προς το Υπουργικό Συμβούλιο την απόρριψη της ένστασης, όπως και άλλων 9, οπότε το Υπουργικό Συμβούλιο επικύρωσε στις 6.4.2005 το διάταγμα χωρίς οποιαδήποτε τροποποίηση, που ισοδυναμούσε και με απόρριψη της ένστασης των Αιτητών. Κατά της απόφασης αυτής στρέφεται η προσφυγή.

Οι Αιτητές εισηγούνται κατ' αρχάς ουσιαστικά κακοπιστία της διοίκησης ως προς την έκταση του διατάγματος. Παραπέμποντας στο ότι με το προηγούμενο διάταγμα επηρεάζοντο μόνο τα τρία ιστορικά κτίρια ενώ τώρα επηρεάζεται πολύ ευρύτερη έκταση της τάξης του 80% του όλου κτήματος, εξηγούν τη διαφοροποίηση στη στάση της διοίκησης με αναφορά στην πολιτική πίεση που ασκήθηκε από ομάδα πίεσης Αρμενίων της Κύπρου που, δραστηριοποιούμενη μετά από την απόφαση των Αιτητών να διακόψουν τη λειτουργία της Σχολής, επιδίωξαν την αποτροπή της χρήσης της Σχολής για άλλους σκοπούς. Παρατηρούν συναφώς ότι το πρώτο διάταγμα είχε εκδοθεί μετά από αίτημα της πρώην Διευθύντριας της Σχολής, που υποκινήθηκε από την εν λόγω ομάδα πίεσης, χωρίς εξουσιοδότηση από τους Αιτητές, εξ ου και ανεκλήθη για να εκδοθεί, αυτοβούλως πλέον, το δεύτερο διάταγμα που επεκτάθηκε ώστε να ικανοποιεί τις επιδιώξεις της εν λόγω ομάδας πίεσης. Η ενέργεια λοιπόν της διοίκησης να εκδώσει το δεύτερο διάταγμα, εισηγούνται οι Αιτητές, εβασίσθη όχι σε καθαρά νομικά και αντικειμενικά κριτήρια αλλά στην έτσι ασκηθείσα πολιτική πίεση ώστε να συνιστούσε κατάχρηση εξουσίας.

Τα πράγματα δεν είχαν έτσι όμως. Όπως παρατηρεί και ο ευπαίδευτος συνήγορος για τη Δημοκρατία, η περίληψη των εν λόγω κτιρίων στο πρώτο διάταγμα έγινε στη βάση της αίτησης της πρώην Διευθύντριας ως ιδιοκτήτριας, εξ ου και το πρώτο διάταγμα περιλάμβανε μόνο οικοδομές που οι ιδιοκτήτες τους είχαν ζητήσει να κηρυχθούν διατηρητέες. Εφ' όσον διεπιστώθη ότι οι Αιτητές, ως ιδιοκτήτες, δεν είχαν εξουσιοδοτήσει την αίτηση, τα κτίρια των Αιτητών εξαιρέθησαν από το εν λόγω διάταγμα.  Το δεύτερο διάταγμα όμως εξεδόθη στη βάση ίδιας έρευνας και εισήγησης του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως, σε συνεργασία και με την Τεχνική Υπηρεσία του Δήμου Λευκωσίας, για διατηρητέες οικοδομές, εξ ου και περιλάμβανε μόνο τέτοιες οικοδομές και όχι οικοδομές που οι ιδιοκτήτες τους είχαν ζητήσει να κηρυχθούν διατηρητέες. Η δε περίληψη στο δεύτερο διάταγμα άλλων κτιρίων και δασυλλίου πέραν των τριών παλαιών κτιρίων που περιλάμβανε το πρώτο διάταγμα έγινε στη βάση των απόψεων του τμήματος ως προς την αναγκαία έκταση για σκοπούς διατήρησης. Πέραν τούτων όμως, που και αφ' εαυτών δεν επιτρέπουν συμπέρασμα κατάχρησης εξουσίας, ουδόλως τεκμηριώνεται η βασική εισήγηση των Αιτητών ότι η διοίκηση έδρασε με αλλότριο σκοπό, δηλαδή την εξυπηρέτηση ομάδας πίεσης Αρμενίων. Ουδεμία μαρτυρία και ουδέν στοιχείο υπάρχει προς τούτο, και ασφαλώς οι απλοί ισχυρισμοί που γίνονται από τους Αιτητές δεν μπορούν να αποτελέσουν βάση για γεγονότα ή συμπέρασμα ότι η διοίκηση έδρασε κάτω από τέτοια πίεση. Όπως αναφέρει δε και το Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως, εκφράζοντας τις απόψεις του επί της ένστασης των Αιτητών:

«4.δ. Το επιχείρημα ότι η απόφαση για κήρυξη μεγάλου τμήματος του εν λόγω τεμαχίου επηρεάστηκε από τις πιέσεις μιας μικρής ομάδας της Αρμένικης Κοινότητας στην Κύπρο και ότι οι λόγοι κήρυξης είναι πολιτικοί, δεν ευσταθεί. Εδώ αναφέρεται και πάλι ότι η κήρυξη του εν λόγω τεμαχίου έγινε μετά από επιστημονική και ολοκληρωμένη μελέτη του χώρου και της ευρύτερης περιοχής από εξειδικευμένους στο θέμα Λειτουργούς του Κλάδου Διατήρησης του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως, χωρίς κανένα επηρεασμό από οποιονδήποτε. Η επιθυμία πολλών Αρμενίων όπως αυτή του Συνδέσμου Αποφοίτων και Γονέων της Σχολής Μελκονιάν Κύπρου (η επιστολή σας με αρ. 5.33.46.17 και ημερ. 3.9.04 που μου κοινοποιήθηκε, είναι σχετική), παρόλο που είναι σεβαστή, δεν αποτέλεσε κριτήριο για τη συμπερίληψη του εν λόγω τεμαχίου στο Διάταγμα Διατήρησης.»

Η άλλη πτυχή των εισηγήσεων των Αιτητών έχει ως άξονα το αναιτιολόγητο της έκτασης του διατάγματος, με ιδιαίτερη αναφορά στο ότι, και αν δικαιολογείτο η περίληψη των εν λόγω τριών παλαιών κτιρίων όπως στο πρώτο διάταγμα, δεν δικαιολογείτο η περίληψη των υπολοίπων χώρων και δη του δασυλλίου που υπάρχει στο κτήμα. Εισηγούνται συναφώς ότι, εκτός από την ύπαρξη άλλης νομοθεσίας (του περί Δασών Νόμου) στην οποία, ως ειδική νομοθεσία, θα έπρεπε να προσφύγει η διοίκηση αν έκρινε ορθό να προστατεύσει το εν λόγω δασύλλιο, και μάλιστα αφού το άρθρο 38(1) δεν θα εκάλυπτε το δασύλλιο ως τέτοιο, η περίληψη του δασυλλίου στο διάταγμα δεν αιτιολογείται από τη διεξαχθείσα έρευνα και τα στοιχεία που προέκυπταν από αυτή, βασισθείσα αποκλειστικά σε ατεκμηρίωτη εισήγηση του Τμήματος Δασών και παρά περί του αντιθέτου έκθεση ειδικού των Αιτητών. Βασίζονται δε οι Αιτητές και στην αρχή της αναλογικότητας, όπως διατυπώνεται και στο άρθρο 52 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, εισηγούμενοι ότι η τόσο εκτεταμένη εμβέλεια του διατάγματος, μη επαρκώς αιτιολογούμενη, συνιστούσε δυσανάλογη, μη απαραίτητη και πέραν του δέοντος επαχθή επέμβαση με το δικαίωμα ιδιοκτησίας τους που ουσιαστικά καταργείτο.

Δεν θα υπεισέλθω στο θέμα που αφορά τον περί Δασών Νόμο, πέραν του να παρατηρήσω ότι άλλες φαίνονται να είναι οι επιδιώξεις του νόμου εκείνου. Εκλαμβάνοντας δε ότι στην ευρύτητα του το άρθρο 38(1) θα μπορούσε να περιλαμβάνει και χώρους άλλους από οικοδομές, εφ' όσον αυτοί αναπόσπαστα συνδέονται προς τις οικοδομές που επιδιώκεται να προστατευθούν, επικεντρώνομαι στο ουσιαστικό θέμα της επάρκειας της έρευνας και αιτιολογίας για περίληψη και των χώρων πέραν των τριών παλαιών κτιρίων και δη του δασυλλίου. Στο ίδιο το διάταγμα αναφέρονται τα ακόλουθα ως οι λόγοι που επέβαλαν την έκδοσή του:

«(α) Η ύπαρξη των πιο πάνω αναφερόμενων οικοδομών, ομάδων οικοδομών και περιοχών που αποτελούν χαρακτηριστικά ή και αντιπροσωπευτικά ή και εκλεκτά δείγματα της αστικής αρχιτεκτονικής της Λευκωσίας.

(β) Ο κίνδυνος αφανισμού των αναφερόμενων δειγμάτων εξαιτίας της έλλειψης συντήρησης/επιδιόρθωσής τους.

(γ) Η ανάγκη διατήρησης των δειγμάτων αυτών γιατί αποτελούν το βασικό ζωντανό κρίκο με το παρελθόν μας, ιδιαίτερα το πολεοδομικό, αρχιτεκτονικό, κοινωνικό, ιστορικό και πολιτιστικό.

(δ) Η διατήρηση του αρχιτεκτονικού ή ιστορικού κληροδοτήματος, μέρος του οποίου αποτελούν τα πιο πάνω δείγματα, που θεωρείται σημαντική προϋπόθεση για την επιτυχή εξέλιξη και αναβάθμιση του πολεοδομικού ιστού της Λευκωσίας.

(ε) Η αξιοποίηση μοναδικών αρχιτεκτονικών συνόλων της Λευκωσίας ως απαραίτητης συνιστώσας για την επίτευξη της αειφόρου ανάπτυξής της, η οποία μπορεί να διασφαλιστεί με την αποκατάσταση και αναβάθμιση της ιστορικής ταυτότητάς της.»

Οι δε απόψεις του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως στην αναφορά του στα πλαίσια της εξέτασης της ένστασης των Αιτητών είχαν ως ακολούθως:

«Στο πιο πάνω αναφερόμενο τμήμα τεμαχίου υφίστανται διάφορες οικοδομές, από τις οποίες οι τρεις θεωρούνται πολύ αξιόλογες, λόγω του αρχιτεκτονικού τους χαρακτήρα (μορφολογία, τυπολογία και κατασκευή), της χρήσης τους ως εκπαιδευτήρια/εντευκτήρια και έπαυλη των αδελφών Μελκονιάν, αλλά και της ιστορικής τους αξίας για την πόλη της Λευκωσίας και την Αρμενική Κοινότητα. Σημαντικά στοιχεία των οικοδομών είναι η πέτρινη τοιχοποιία τους που διατηρείται σε άριστη κατάσταση, η κεντρική είσοδός τους με το πρόπυλο και το τριγωνικό αέτωμα, οι απλές λίθινες λεπτομέρειές τους καθώς και η εσωτερική τυπολογία τους. Τα τρία αυτά κτίρια κτισμένα με την τοπική πέτρα της περιοχής ακολουθούν την παράδοση της περιόδου ίδρυσής τους (αποικιοκρατική) και αποτελούν ένα εξαίρετο παράδειγμα αρχιτεκτονικής της εποχής τους. Επιπλέον οι εν λόγω οικοδομές θεωρούνται αναπόσπαστο τμήμα της ιστορίας και της παράδοσης της Αρμενικής Κοινότητας της Κύπρου. Σημειώνεται ότι τα κτίρια αυτά κτίστηκαν στις αρχές του 20ου αιώνα (1924) για να στεγάσουν το Ινστιτούτο Μελκονιάν για περίθαλψη ορφανών παιδιών μετά τη γενοκτονία των Αρμενίων. Η Κύπρος θεωρήθηκε ως ο καταλληλότερος τόπος για την ίδρυση του Ινστιτούτου. Σήμερα το Ινστιτούτο Μελκονιάν δεν είναι μόνο ένα σημαντικό εκπαιδευτικό κέντρο αλλά αποτελεί και χώρο φιλοξενίας μεγάλου αριθμού ξένων φοιτητών. Επιπλέον, οι πιο πάνω οικοδομές περιβάλλονται από ένα αξιόλογο φυσικό τοπίο. Κατ' αρχή το δασάκι από κυπαρίσσια κατά μήκος της πρόσοψής τους για χρόνια ταυτίστηκε με το Ινστιτούτο Μελκονιάν. Σύμφωνα με το Τμήμα Δασών, το δασύλλιο αυτό, εκτός από την ιστορική, κοινωνική και περιβαλλοντική του αξία αποτελεί πνεύμονα πρασίνου μοναδικό για την περιοχή. Επίσης στο τμήμα του εν λόγω τεμαχίου που κηρύχθηκε διατηρητέο υπάρχουν και άλλες οικοδομές παλαιές ή νεώτερες που κτίστηκαν για να εξυπηρετήσουν το Ινστιτούτο. Ορισμένες από αυτές θα μπορούσαν να διατηρηθούν και να αποκατασταθούν, ενώ άλλες να κατεδαφιστούν ή να τροποποιηθούν ανάλογα με τις ανάγκες που οι ιδιοκτήτες θα θέλουν μελλοντικά να καλύψουν, πάντοτε όμως σε αρμονία και σεβασμό προς την ιστορία και την παράδοση του χώρου.»

Η αναφορά προχωρούσε να αντικρούσει τα επιχειρήματα των Αιτητών ως προς τις συνέπειες της ευρύτητας του διατάγματος, με επανάληψη, χωρίς περαιτέρω αιτιολόγηση, της επισημανθείσας στην παράγραφο 3 ανωτέρω ανάγκης προστασίας και του ευρύτερου χώρου των παλαιών κτιρίων που περιλάμβανε και τα νεώτερα κτίρια και το δασύλλιο.

Από τα ως άνω παρατεθέντα προκύπτει ότι είναι ορθή η θέση των Αιτητών. Εδώ επρόκειτο για ένα όντως τεράστιο κτήμα, περιορισμένο μόνο μέρος του οποίου εκάλυπταν τα τρία παλαιά κτίρια. Και ήσαν αυτά τα κτίρια και μόνο που, ως εκ του αρχιτεκτονικού χαρακτήρα τους και της ιστορικής και παραδοσιακής αξίας τους, θεωρήθησαν αρκούντως αξιόλογα για να προστατευθούν σύμφωνα με τις απόψεις του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως, εμπίπτοντα ως εκ τούτου στις γενικές παραμέτρους στις οποίες εβασίσθη το διάταγμα. Ουδεμία ανάγκη περίληψης στο διάταγμα των άλλων κτιρίων επισημάνθηκε, απεναντίας δε το Τμήμα αναγνώρισε ότι ορισμένα από τα νεώτερα κτίρια, χωρίς καν να ταυτοποιεί και να διακρίνει ποία, θα μπορούσαν είτε να επισκευασθούν είτε να κατεδαφισθούν από τους Αιτητές. Τούτο καταδεικνύει τουλάχιστον έλλειψη δέουσας έρευνας ως προς την ανάγκη περίληψης και εκείνων των κτιρίων στο διάταγμα, τοσούτο μάλλον αφού η ανάγκη διατήρησής τους δεν συσχετίσθηκε προς την ανάγκη διατήρησης των παλαιών κτιρίων που αποτέλεσε τη βάση και το πλαίσιο της απόφασης για διατήρηση. Το ίδιο ισχύει για το δασύλλιο. Πέραν της αναφοράς ότι το δασύλλιο για χρόνια ταυτίστηκε με τη Σχολή, ώστε να είχε ιστορική, κοινωνική και περιβαλλοντική αξία, η άλλη αιτιολογία που εδόθη για περίληψη του στο διάταγμα ήταν η άποψη του Τμήματος Δασών ότι αυτό αποτελούσε πνεύμονα πρασίνου μοναδικό για την περιοχή. Η για χρόνια όμως ταύτιση του δασυλλίου με τη Σχολή δεν δικαιολογούσε χαρακτηρισμό του ως ιστορικής, κοινωνικής και περιβαλλοντικής αξίας, ενώ το ότι αποτελούσε πνεύμονα πρασίνου μοναδικό για την περιοχή δεν ήταν παράγων κρίσης για σκοπούς διατήρησής του στα πλαίσια του άρθρου 38. Υπήρξε λοιπόν έλλειψη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας ως προς την έκταση του διατάγματος, το οποίο ήταν αχρείαστα σαρωτικό ως προς το κτήμα των Αιτητών, που απέληγε και σε συναφώς προκύπτουσα παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας.

Η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται. Η Δημοκρατία θα καταβάλει £400 έξοδα στους Αιτητές.

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο