ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2006) 4 ΑΑΔ 835
20 Σεπτεμβρίου, 2006
[ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 146 και 28 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΣΩΤΗΡΙΟΣ ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ,
Αιτητής,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ,
2. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 19/2005)
Κοινωνικές Ασφαλίσεις ― Σύνταξη ανικανότητας ― Προϋποθέσεις χορήγησης της σύνταξης και τερματισμού της στην περίπτωση που ήδη χορηγείται ― Ερμηνεία του νομοθετικού πλαισίου και περιστάσεις κακής εφαρμογής του νόμου στην κριθείσα περίπτωση.
Ο αιτητής προσέφυγε κατά της απόφασης τερματισμού της καταβολής σε αυτόν της σύνταξης ανικανότητας, που του είχε προηγουμένως χορηγηθεί.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επιδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:
Εξετάζοντας το περιεχόμενο της κρίσιμης Έκθεσης του Ιατρικού Συμβουλίου της 5.10.04, παρατηρείται πως σε αυτή αναφέρεται ότι τόσο τα υποκειμενικά ενοχλήματα όσο και τα κλινικά ευρήματα εξακολουθούν να είναι τα ίδια. Δεν προκύπτει από την πιο πάνω Έκθεση, εάν έγινε οποιαδήποτε ιατρική εξέταση του αιτητή, η οποία να καταδείξει αλλαγή της κατάστασης της υγείας του και είναι προφανές ότι ο Εξεταστής Απαιτήσεων βασίστηκε στη δήλωση περί εργασίας του αιτητή. Το ότι το ποσοστό της ανικανότητας του ήταν κάτω του 66 2/3%, αποτελεί αυθαίρετο συμπέρασμα που δεν υπάρχει στην Έκθεση του Ιατρικού Συμβουλίου. Δεν υπάρχει, δηλαδή, εύρημα επί του ουσιαστικού κριτηρίου ότι η ικανότητα του ασφαλισμένου να κερδίζει δεν είναι πέραν του 1/3 που θα κέρδιζε υπό κανονικές συνθήκες υγιές άτομο στην ίδια εργασία.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.
Αναφερόμενη Υπόθεση:
Σταύρου v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1055/04, ημερ. 23.5.2006.
Προσφυγή.
Α. Σοφοκλέους προσωπικά και για Χ. Αργυρού, για τον Αιτητή.
Α. Μαρκουλλή, για τους Καθ' ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Στις 11.9.02 ο αιτητής υπέβαλε αίτηση για σύνταξη ανικανότητας και μαζί με την αίτηση υπέβαλε και ιατρική έκθεση συμπληρωμένη από το θεράποντα ορθοπεδικό ιατρό του, στην οποία αναφερόταν ότι έπασχε από ακρωτηριασμό του τετάρτου δακτύλου του δεξιού κάτω άκρου από κυνηγετικό όπλο και ότι ήταν ανίκανος για το επάγγελμα του, αλλά ικανός για εργασία που δεν χρειαζόταν να περπατά για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Ο αιτητής, ο οποίος ήταν οικοδόμος, στις 26.11.02, εξετάστηκε από Ορθοπεδικό Ιατρικό Συμβούλιο των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων, το οποίο γνωμάτευσε ότι ήταν ανίκανος για το επάγγελμά του και ικανός μόνο για ελαφρά εργασία, θεωρώντας αναγκαία και την επανεξέτασή του μετά από ένα έτος. Η ανικανότητά του κρίθηκε σε ποσοστό 75% και ο Εξεταστής Απαιτήσεων του κοινοποίησε την πιο πάνω απόφαση στις 5.2.03. Παρατηρώ πως για να δικαιούται ασφαλισμένο πρόσωπο σε σύνταξη ανικανότητας πρέπει να έχει απώλεια της ικανότητάς του για εργασία σε βαθμό τουλάχιστο 66 2/3%.
Ο αιτητής επανεξετάστηκε από το ίδιο Ιατρικό Συμβούλιο στις 5.10.04, το οποίο αυτή τη φορά γνωμάτευσε ότι η γενική κατάσταση της υγείας του ήταν καλή και ήταν ικανός πλέον για το επάγγελμά του.
Ο Εξεταστής Απαιτήσεων, στις 18.10.04, με επιστολή του, πληροφόρησε τον αιτητή ότι μετά από την πιο πάνω γνωμάτευση, ημερομηνίας 5.10.04, η σύνταξη ανικανότητας του τερματίστηκε την 1.11.04.
Ο αιτητής με την προσφυγή του προσβάλλει την απόφαση αυτή ως άκυρη, αντισυνταγματική, παράνομη και στερούμενη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος, προβάλλοντας αριθμό λόγων ακυρότητας.
Σύμφωνα με τις πρόνοιες του Αρθρου 38(5) των περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμων του 1980 - 1999, ανίκανος προς εργασία θεωρείται εκείνος που λόγω υγείας ή αναπηρίας «δεν δύναται να κερδίζη δι' εργασίας την οποίαν ευλόγως αναμένεται να εκτελή, λαμβανομένων υπ' όψιν των δυνάμεων, των δεξιοτήτων, της μορφώσεως και της συνήθους επαγγελματικής απασχολήσεως του, πέραν του ενός τρίτου . . . του ποσού το οποίον συνήθως κερδίζει εις την αυτήν περιφέρειαν και επαγγελματικήν κατηγορίαν σωματικώς και πνευματικώς υγιής άνθρωπος της αυτής μορφώσεως.»
Από την πιο πάνω πρόνοια είναι προφανές πως το ουσιαστικό κριτήριο είναι η ικανότητα του ασφαλισμένου να κερδίζει ή όχι πέραν του 1/3 που θα κέρδιζε υπό κανονικές συνθήκες υγιές άτομο στην ίδια εργασία.
Το Αρθρο 75(1) του Νόμου δίδει το δικαίωμα στον Εξεταστή Απαιτήσεων να αναθεωρεί απόφαση που εξέδωσε για οποιαδήποτε απαίτηση, αν ικανοποιηθεί, μεταξύ άλλων, ότι «από της ημερομηνίας της εκδόσεως της αποφάσεως επήλθε μεταβολή σχετική προς τας περιστάσεις της περιπτώσεως, και αναλόγως να εγκρίνη ή να απορρίψη την απαίτησιν ή πριν ή προβή εις τοιαύτην έγκρισιν ή απόρριψιν, να παραπέμψη την απαίτησιν εις ειδικόν ιατρόν ή Ιατρικόν Συμβούλιον» (Αρθρο 75(1)(β)).
Ο Εξεταστής Απαιτήσεων, στηριζόμενος προφανώς στην Έκθεση του Ιατρικού Συμβουλίου, στην επιστολή του 18.10.04 προς τον αιτητή, αφού τον πληροφορεί ότι η σύνταξη ανικανότητας που του καταβαλλόταν τερματίζεται, αναφέρει τα ακόλουθα:
«(α) το Ιατρικό Συμβούλιο που σας εξέτασε στις 5.10.04 γνωμάτευσε ότι το ποσοστό της ανικανότητας σας για εργασία είναι χαμηλότερο του 66 2/3% και σύμφωνα με τη νομοθεσία Κοινωνικών ασφαλίσεων δεν χορηγείται σύνταξη όταν η ανικανότητα για εργασία είναι κάτω από το ποσοστό αυτό».
Στην Έκθεση του Ιατρικού Συμβουλίου, ημερομηνίας 5.10.04 (Παράρτημα 5 στην Ένσταση), δεν αναφέρεται όμως κάτι τέτοιο. Το μόνο σχετικό είναι ότι στο σημείο που γίνεται αναφορά στην ικανότητά του για άσκηση του επαγγέλματος του οικοδόμου αναφέρεται ότι ο αιτητής δεν είναι ανίκανος και υπάρχει η σημείωση: «Αναφέρει ότι εργάζεται και πάλι στις οικοδομές». Ο ίδιος ο αιτητής προβάλλει τον ισχυρισμό ότι η αναφορά του σε εργασία δεν είχε την έννοια της πλήρους απασχόλησης και ισχυρίστηκε ότι οι καθ' ων η αίτηση δεν διερεύνησαν την περίπτωση για να δουν αν απλώς ασχολείτο με ελαφρά εργασία, που όπως είχε γνωματεύσει ήδη από προηγουμένως το Ιατρικό Συμβούλιο, ήταν εντός των δυνατοτήτων του.
Εξετάζοντας το περιεχόμενο της πιο πάνω Έκθεσης του Ιατρικού Συμβουλίου της 5.10.04, παρατηρώ πως σε αυτή αναφέρεται ότι τόσο τα υποκειμενικά ενοχλήματα όσο και τα κλινικά ευρήματα εξακολουθούν να είναι τα ίδια. Δεν προκύπτει από την πιο πάνω Έκθεση, εάν έγινε οποιαδήποτε ιατρική εξέταση του αιτητή, η οποία να καταδείξει αλλαγή της κατάστασης της υγείας του και είναι προφανές ότι ο Εξεταστής Απαιτήσεων βασίστηκε στη δήλωση περί εργασίας του αιτητή. Το ότι το ποσοστό της ανικανότητας του ήταν κάτω του 66 2/3%, αποτελεί αυθαίρετο συμπέρασμα που δεν υπάρχει στην Έκθεση του Ιατρικού Συμβουλίου. Δεν υπάρχει, δηλαδή, εύρημα επί του ουσιαστικού κριτηρίου ότι η ικανότητα του ασφαλισμένου να κερδίζει δεν είναι πέραν του 1/3 που θα κέρδιζε υπό κανονικές συνθήκες υγιές άτομο στην ίδια εργασία.
(Δέστε και Σταύρου v. Δημοκρατίας, Υπ. Αρ. 1055/04, ημερ. 23.5.06).
Η προσφυγή επιτυγχάνει και η επίδικη απόφαση ακυρώνεται με έξοδα υπέρ του αιτητή.
H προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.