ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2006) 4 ΑΑΔ 817
14 Σεπτεμβρίου, 2006
[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΜΑΡΙΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ,
Αιτητής,
v.
ΔΗΜΟΥ ΛΕΜΕΣΟΥ,
Καθ' oυ η Αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 717/2005)
Διοικητική Πράξη ― Ανάκληση ― Ανάκληση ευμενούς για τον διοικούμενο απόφασης μακρό χρόνο μετά τη λήψη της ― Οι επιταγές της αρχής της καλής πίστης και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικουμένου ― Περιστάσεις ακυρότητας της διενεργηθείσας ανάκλησης στην κριθείσα περίπτωση.
Ο αιτητής αξίωσε με την προσφυγή του, την ακύρωση της ανάκλησης της πολεοδομικής άδειας και άδειας οικοδομής, που είχε εξασφαλίσει για μετατροπές στην οικία του, καθώς και του αντίστοιχου πιστοποιητικού τελικής έγκρισης.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:
Προκειμένου περί νόμιμης πράξης του Δήμου και ευμενούς για τον Αιτητή, δεν ήταν δυνατή, και μάλιστα μετά από την πάροδο τόσο μεγάλου χρονικού διαστήματος που, και περί παράνομης πράξης να επρόκειτο, δεν θα ήταν πλέον εύλογο, η ανάκλησή της. Κάτι τέτοιο θα παραβίαζε την αρχή της καλής πίστης, θα ανέτρεπε τις εύλογες προσδοκίες του Αιτητή και θα τον υπέβαλλε όχι μόνο σε απώλεια της χρήσης των κατασκευών, αλλά και σε δαπάνες για την κατεδάφισή τους πέραν των δαπανών που ήδη υπέστη, βασιζόμενος στην άδεια οικοδομής, για την κατασκευή τους. Οι αρχές της νομολογίας ως προς την ανάκληση διοικητικής πράξης έχουν κωδικοποιηθεί και στο Αρθρο 54 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμο του 1999 (Ν. 158(Ι)/99), ουδέν στοιχείο για εφαρμογή του οποίου υπάρχει στην προκειμένη περίπτωση.
Πέραν τούτων, είναι ορθή και η περαιτέρω εισήγηση του Αιτητή ότι, προκειμένου περί δυσμενούς για τον ίδιο πράξης και μάλιστα ανατρέπουσας νόμιμα καθιερωθείσα κατάσταση πραγμάτων, ο Δήμος δεν μπορούσε νόμιμα να ανακαλέσει τις αποφάσεις του χωρίς να δώσει στον Αιτητή το δικαίωμα να ακουσθεί, όπως προνοείται και στο Αρθρο 45 του Ν. 158(Ι)/99.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.
Προσφυγή.
Α. Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή.
Χρ. Χρίστου για Α. Νεοκλέους & Σία, για τον Καθ' oυ η Αίτηση.
Cur. adv. vult.
XATZHXAMΠHΣ, Δ.: Ο Αιτητής είναι ιδιοκτήτης οικίας στη Λεμεσό. Το 1998 δόθηκε από το Δήμο Λεμεσού πολεοδομική άδεια και άδεια οικοδομής για προέκταση βεράντας και κατασκευή μεταλλικής σκάλας στην εν λόγω οικία. Οι εργασίες έγιναν και εξεδόθη και πιστοποιητικό τελικής έγκρισης ημερομηνίας 7.9.1998. Έκτοτε όμως είχε παράπονο η ιδιοκτήτρια οικίας που συνορεύει με εκείνη του Αιτητή ότι οι εν λόγω οικοδομές, που ήσαν εντός 10 ποδών από το κοινό σύνορο, επηρέαζαν τις ανέσεις της δικής της οικίας. Δεν κατεχώρησε εν τούτοις προσφυγή, ως θα αναμένετο, παρά μόνο υπέβαλε παράπονο προς τον Επίτροπο Διοικήσεως. Προκύπτει από το φάκελο ότι τα όργανα του Δήμου και το Δημοτικό Συμβούλιο εξ αρχής αμφιταλαντεύοντο ως προς την έγκριση της αίτησης πριν τελικά αυτή εγκριθεί δυνάμει της παραγράφου 10.4 του Τοπικού Σχεδίου Λεμεσού. Ήταν αυτό που οδήγησε και την Επίτροπο Διοικήσεως να εισηγηθεί στην έκθεση της ημερομηνίας 15.3.1999 όπως, εν όψει του ότι η αίτηση δεν είχε εξετασθεί με επιμέλεια και σοβαρότητα, ο Δήμος επανεξετάσει το θέμα. Παρά ταύτα ο Δήμος, με απόφαση ημερομηνίας 3.6.1999, απεφάσισε ότι σωστά είχε εκδώσει τις άδειες «εφ' όσον κρίνει εκ νέου ότι δεν επηρεάζονται οι ανέσεις των γειτονικών ιδιοκτησιών». Για να αποφασίσει όμως σε επόμενη συνεδρία ημερομηνίας 22.7.1999 να ανακαλέσει αυτή και το πιστοποιητικό τελικής έγκρισης για το λόγο ότι οι εν λόγω οικοδομές επηρέαζαν αρνητικά τις ανέσεις της γειτονικής οικίας. Η ανάκληση αυτή όμως ουδέποτε κοινοποιήθηκε στον Αιτητή, και ήταν για το λόγο αυτό που τελικά απεσύρθη και ποινική υπόθεση που είχε καταχωρίσει εναντίον του ο Δήμος για κατοχή και χρήση οικοδομής χωρίς πιστοποιητικό τελικής έγκρισης. Κατάληξη ήταν στις 25.11.2004 να αποφασίσει ο Δήμος, εγκρίνοντας σχετική απόφαση της Επιτροπής Οικοδομών του, να επαναβεβαιώσει την απόφαση του της 22.7.1999 για ανάκληση των αδειών και του πιστοποιητικού τελικής έγκρισης, οπότε και κοινοποίησε την απόφασή του στον Αιτητή. Εναντίον αυτής της απόφασης είναι που στρέφεται η προσφυγή.
Ο Αιτητής εγείρει θέμα κακής σύνθεσης και λειτουργίας του Δημοτικού Συμβουλίου κατά το ότι, πρώτον, απουσίαζαν τέσσερα μέλη χωρίς να καταγράφεται ο λόγος που απουσίαζαν και χωρίς να είναι γνωστό αν είχαν προσκληθεί δεόντως. Δεν με ελκύει η εισήγηση. Δεν θα ανέμενα να καταγράφεται στα πρακτικά το άλλως εύλογα προσδοκούμενο ότι νόμιμα λειτούργησε, ελλείψει ενδείξεων περί του αντιθέτου, η διαδικασία πρόσκλησης των μελών του διοικητικού οργάνου. Εξ άλλου, το Αρθρο 48 του περί Δήμων Νόμου του 1985, στο οποίο παραπέμπει και η ευπαίδευτη συνήγορος για το Δήμο, σφραγίζει το θέμα. Ούτε το δεύτερο σκέλος της εισήγησης με βρίσκει σύμφωνο. Η εισήγηση ότι τρία από τα μέλη του Δημοτικού Συμβουλίου ήσαν και μέλη της Επιτροπής Οικοδομών που είχε εισηγηθεί προς το Δημοτικό Συμβούλιο την ανάκληση και έτσι ήσαν προκατειλημμένα, παραγνωρίζει ότι η νόμιμη συμμετοχή των εν λόγω τριών στην Επιτροπή Οικοδομών σύμφωνα με το Αρθρο 45(1) του περί Δήμων Νόμου του 1985, στο οποίο επίσης παραπέμπει η ευπαίδευτη συνήγορος για το Δήμο, δεν προδιάγραφε προκατάληψη τους ούτε και εμπόδιζε την επίσης νόμιμη συμμετοχή τους στο Δημοτικό Συμβούλιο.
Η κύρια εισήγηση του Αιτητή είναι ότι, δεδομένης της από το 1998 κατασκευής της προέκτασης της βεράντας και της μεταλλικής σκάλας σύμφωνα με την άδεια οικοδομής και της έκδοσης του πιστοποιητικού τελικής έγκρισης, δεν μπορούσε ο Δήμος να ανακαλέσει, έξι χρόνια μετά, την άδεια οικοδομής και το πιστοποιητικό τελικής έγκρισης αφού είχε εν τω μεταξύ διαμορφωθεί μια ευνοϊκή και καθ' όλα νόμιμη κατάσταση για τον Αιτητή ο οποίος υπέστη και τις ανάλογες δαπάνες για εκτέλεση του έργου.
Η εισήγηση με βρίσκει σύμφωνο. Προκειμένου περί νόμιμης (υπενθυμίζω ότι ο χρόνος αμφισβήτησης της νομιμότητας της άδειας οικοδομής και του πιστοποιητικού τελικής έγκρισης από την ενδιαφερόμενη ιδιοκτήτρια της γειτονικής οικίας παρήλθε προ πολλού αφού δεν καταχώρησε προσφυγή παρά μόνο επέλεξε να υποβάλει παράπονο στην Επίτροπο Διοικήσεως, ούτε μπορεί ο Δήμος να εκλαμβάνει ως δεδομένη την παρανομία της απόφασης του να εκδώσει την άδεια οικοδομής και το πιστοποιητικό τελικής έγκρισης επειδή ο ίδιος 6 χρόνια αργότερα εθεώρησε ότι δεν θα έπρεπε να είχε εκδώσει την άδεια οικοδομής) πράξης του Δήμου και ευμενούς για τον Αιτητή, δεν ήταν δυνατή, και μάλιστα μετά από την πάροδο τόσο μεγάλου χρονικού διαστήματος που, και περί παράνομης πράξης να επρόκειτο, δεν θα ήταν πλέον εύλογο, η ανάκληση της. Κάτι τέτοιο θα παραβίαζε την αρχή της καλής πίστης, θα ανέτρεπε τις εύλογες προσδοκίες του Αιτητή και θα τον υπέβαλλε όχι μόνο σε απώλεια της χρήσης των κατασκευών αλλά και σε δαπάνες για την κατεδάφιση τους πέραν των δαπανών που ήδη υπέστη, βασιζόμενος στην άδεια οικοδομής, για την κατασκευή τους. Οι αρχές της νομολογίας ως προς την ανάκληση διοικητικής πράξης έχουν κωδικοποιηθεί και στο Αρθρο 54 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμο του 1999 (Ν. 158(Ι)/99), ουδέν στοιχείο για εφαρμογή του οποίου υπάρχει στην προκειμένη περίπτωση.
Πέραν τούτων, είναι ορθή και η περαιτέρω εισήγηση του Αιτητή ότι, προκειμένου περί δυσμενούς για τον ίδιο πράξης και μάλιστα ανατρέπουσας νόμιμα καθιερωθείσα κατάσταση πραγμάτων, ο Δήμος δεν μπορούσε νόμιμα να ανακαλέσει τις αποφάσεις του χωρίς να δώσει στον Αιτητή το δικαίωμα να ακουσθεί, όπως προνοείται και στο Αρθρο 45 του Ν. 158(Ι)/99.
Κατάληξή μου είναι λοιπόν ότι η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται. Ο Δήμος θα καταβάλει £500 έξοδα στον Αιτητή.
H προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.