ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

(2006) 4 ΑΑΔ 804

7 Σεπτεμβρίου, 2006

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΠΑΥΛΟΣ ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΕΟΥΣ,

Αιτητής,

v.

ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΥΔΑΤΟΠΡΟΜΗΘΕΙΑΣ ΛΑΡΝΑΚΑΣ,

Καθ' ων η Αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 337/2004)

 

Συμβούλιο Υδατοπρομήθειας Λάρνακας ― Σύνθεση ― Κατά πόσο έπασχε η σύνθεση του Συμβουλίου στην κριθείσα περίπτωση.

Συμβούλιο Υδατοπρομήθειας Λάρνακας ― Προαγωγές ― Προφορική συνέντευξη ― Κατά πόσο είναι υποχρεωτική ή προαιρετική.

Συμβούλιο Υδατοπρομήθειας Λάρνακας ― Προαγωγές ― Υπηρεσιακές εκθέσεις ― Κατά πόσο όφειλαν να αγνοηθούν στην κριθείσα περίπτωση συγκεκριμένες υπηρεσιακές εκθέσεις.

Ο αιτητής προσέφυγε κατά της κατ' επανεξέταση προαγωγής των ενδιαφερομένων μερών στη θέση Ανώτερου Γραφέα.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:

1.  Ο Νόμος σχετικά με την σύνθεση του καθ' ου η αίτηση Συμβουλίου είναι σαφής. Τα μέλη διορίζονται από το Υπουργικό Συμβούλιο, όχι από άλλο. Η αναγνώριση δυνατότητας να διορίζει ο Γενικός Λογιστής άλλον, οποιονδήποτε μάλιστα, κατά την κρίση του, στην απουσία του και πολύ περισσότερο γενικώς όπως έγινε εν προκειμένω, απολήγει σε παράβαση του Νόμου. Στην πραγματικότητα, με την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, το Συμβούλιο θα περιλάμβανε ως μέλος όχι όποιο εκείνο θα έπρεπε να διορίσει αλλά, χωρίς εξουσιοδότηση από το Νόμο, και όποιο ο Γενικός Λογιστής θα όριζε ως αντιπρόσωπό του.

2.  Κατά την επανεξέταση δεν λήφθηκαν υπόψη οι εντυπώσεις από την προφορική συνέντευξη που είχε διεξαχθεί επειδή, στο μεταξύ, διαφοροποιήθηκε η σύνθεση του Συμβουλίου. Κατά τον αιτητή, ενόψει της απόφασης της Ολομέλειας στη Δημοκρατία ν. Κοντογιώργη (2001) 3 Α.Α.Δ. 1037, θα έπρεπε να είχε διεξαχθεί νέα προσωπική συνέντευξη αφού, όπως εισηγείται, οι εντυπώσεις από αυτή είναι υποχρεωτικό στοιχείο κρίσης.

     Θα ήταν όμως παράξενο να μην είναι υποχρεωτική η προφορική εξέταση για τις θέσεις πρώτου διορισμού και πρώτου διορισμού και προαγωγής όταν σε αυτές εξ ορισμού δικαιούνται συμμετοχής εξωτερικοί υποψήφιοι για τους οποίους δεν θα προσφέρονταν άλλα στοιχεία κρίσης αναφερόμενα σε υπηρεσία τους και να είναι υποχρεωτικές μόνο για τις θέσεις προαγωγής όταν υποψήφιοι έχουν πίσω τους την υπηρεσία τους και τη βαθμολογία τους γι' αυτή. Κατά συνέπεια, στο πλαίσιο του συνόλου της ρύθμισης ήταν και στην περίπτωση των προαγωγών προαιρετική η προφορική συνέντευξη.

3.  Κατά την εισήγηση του αιτητή, δεν έπρεπε να ληφθούν υπόψη οι υπηρεσιακές εκθέσεις των ετών 1997-98 για σκοπούς σύγκρισής του με τους Ενδιαφερόμενους αλλά έπρεπε να αγνοηθούν. Όπως θα έπρεπε να αγνοηθεί και η υπέρ των Ενδιαφερομένων σύσταση του Διευθυντή αφού και αυτός τις συνυπολόγισε αλλά, επιπλέον, ανεπιτρέπτως έλαβε υπόψη και την πείρα και γνώσεις που απέκτησαν οι Ενδιαφερόμενοι από τα καθήκοντα που τους είχαν ανατεθεί, θυματοποιώντας τον αιτητή, με επιστέγασμα την εισήγησή του για επιβράβευσή τους για τη σκληρή δουλειά, την αφοσίωση και το ενδιαφέρον τους για το Συμβούλιο.

     Δεν έχει στοιχειοθετηθεί συναφώς λόγος ακυρότητας. Κατ' αρχάς δεν έχει τεκμηριωθεί προκατάληψη της Ομάδας Αξιολόγησης.

     Η εισήγηση του αιτητή ότι οι υπηρεσιακές εκθέσεις του 1997 και 1998 θα έπρεπε να αγνοηθούν ήταν άλλωστε εξ αρχής χωρίς προοπτική. Είναι παραδεκτό πως προσφέρονταν ως στοιχεία αξιολόγησης μόνο οι υπηρεσιακές εκθέσεις των 1996, 1997 και 1998. Με την προταθείσα παραγνώριση των εκθέσεων των ετών 1997 και 1998, θα παρέμενε εκείνη του 1996 και ήταν και σε αυτή σαφώς ψηλότερη η βαθμολογία των Ενδιαφερομένων. Επομένως, η διαπίστωση του Διευθυντή και στη συνέχεια του Συμβουλίου πως οι Ενδιαφερόμενοι υπερτερούν και ως προς την επαγγελματική αξία με αναφορά στις υπηρεσιακές εκθέσεις, θα παρέμενε ισχύουσα. Όπως θα παρέμενε ισχύουσα, ανεξάρτητα από το ότι ο Διευθυντής, πράγματι ανεπιτρέπτως, ανέμειξε την πείρα και τις γνώσεις που οι ενδιαφερόμενοι απεκόμισαν εξαιτίας των καθηκόντων που τους ανατέθηκαν. Στο πλαίσιο του συνόλου αυτά αναδεικνύονται χωρίς σημασία αφού, εν πάση περιπτώσει, οι Ενδιαφερόμενοι, όπως ορθά διαπίστωσε και ο Διευθυντής, υπερείχαν έναντι του αιτητή σε αξία, σε προσόντα και σε αρχαιότητα.

     Αυτά τα αντικειμενικά δεν θα ήταν δυνατό να αναιρεθούν ώστε να μπορεί να ανιχνευθεί έρεισμα στις διεκδικήσεις του αιτητή.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενη Υπόθεση:

Δημοκρατία v. Κοντογιώργη (2001) 3 Α.Α.Δ. 1037.

Προσφυγή.

Μ. Καλλιγέρου, για τον Αιτητή.

Χ. Κυριακίδης, για τους Καθ' ων η Αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Η αρχική απόφαση των καθ' ων η αίτηση για προαγωγή των Γ. Κοζάκου και Λ. Γεωργίου (οι Ενδιαφερόμενοι) στη θέση Ανώτερου Γραφέα ακυρώθηκε επειδή, αντίθετα προς τις πρόνοιες του Καν. 20(4)(γ) των περί Υδατοπρομήθειας (Δημοτικές και Άλλες Περιοχές) (Όροι Υπηρεσίας Υπαλλήλων) Κανονισμών των Συμβουλίων Υδατοπρομήθειας Λευκωσίας, Λεμεσού, Λάρνακας και Αμμοχώστου του 1996 (Κ.Δ.Π. 111/96) δεν λήφθηκαν συστάσεις από το Διευθυντή. (Βλ. Θεμιστοκλέους v. Συμβουλίου Yδατοπρομήθειας Λάρνακος (2002) 4 A.A.Δ. 166). Επανεξετάστηκε το θέμα και αντικείμενο της προσφυγής είναι η νέα απόφασή τους, ημερ. 2.12.03, για προαγωγή των ιδίων.

Το Συμβούλιο, όπως ρητά προβλέπει και ο Καν. 20(1)(3), κατέληξε με βάση την αξία, τα προσόντα και την αρχαιότητα και σημειώνω από την αρχή πως η εκτίμησή του ότι οι Ενδιαφερόμενοι υπερτερούσαν έναντι του αιτητή και του τέταρτου υποψηφίου Ν. Αντωνίου ως προς τα προσόντα, όπως σαφώς τεκμηριώνεται και από τα στοιχεία του φακέλου, δεν αμφισβητείται. Όπως δεν αμφισβητείται και η αυταπόδεικτη εκτίμησή του πως οι Ενδιαφερόμενοι ήταν αρχαιότεροι του αιτητή, ο Λ. Γεωργίου έστω με αναφορά στην ημερομηνία γέννησής τους. Αρχαιότερος του Λ. Γεωργίου ήταν ο Γ. Αντωνίου και εξηγήθηκε η μη επιλογή του δευτέρου με αναφορά στην επαγγελματική αξία και στα προσόντα.

Ο αιτητής επικεντρώνει τα επιχειρήματά του επί της ουσίας στο κριτήριο της αξίας αλλά και αυτό, όπως θα δούμε, ανεξάρτητα από τα επί μέρους, χωρίς προοπτική. Πρώτα, όμως, πρέπει να εξεταστούν οι ισχυρισμοί αναφορικά με τη σύνθεση του Συμβουλίου και για παρανομία στη ρίζα της διαδικασίας.

Η σύνθεση του Συμβουλίου

Σύμφωνα με το Αρθρο 4(α) του περί Υδατοπρομήθειας (Δημοτικών και Άλλων Περιοχών) Νόμου, Κεφ. 350 όπως τροποποιήθηκε,

«το Συμβούλιο αποτελείται από -

(α) όχι περισσότερα από τρία πρόσωπα που διορίζονται από το Υπουργικό Συμβούλιο για θητεία τεσσάρων ετών από την ημερομηνία του διορισμού τους, εκτός αν ο διορισμός τους τερματιστεί προηγουμένως από το Υπουργικό Συμβούλιο·».

Το Υπουργικό Συμβούλιο, με την απόφασή του ημερομηνίας 30.8.00, διόρισε ως τρίτο μέλος του Συμβουλίου το Γενικό Λογιστή της Δημοκρατίας «ή στην απουσία του δεόντως εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπός του». Και ο Γενικός Λογιστής, με έγγραφό του ημερ. 22.3.02, πληροφόρησε το Συμβούλιο πως θα τον «αντιπροσωπεύει . . . ο κ. Θεόδωρος Ευσταθίου, Ανώτερος Επιθεωρητής Λογαριασμών στην Επαρχιακή Διοίκηση Λάρνακας».

Απασχόλησε το Συμβούλιο η νομιμότητα της συμμετοχής του κ. Ευσταθίου ως μέλους του και οι γνωματεύσεις που πήρε από το δικηγόρο του αλλά και από τη Νομική Υπηρεσία ήταν ταυτόσημες. Δεν μπορούσε, ελλείψει νομοθετικής εξουσιοδότησης, να μεταβιβαστεί αρμοδιότητα παρεχόμενη από το Νόμο, σε άλλο όργανο. Επομένως, το Συμβούλιο κάλεσε τον κ. Ευσταθίου να αποχωρήσει, εξ' ου και το επιχείρημα του αιτητή. Θεωρεί πως ο κ. Ευσταθίου ήταν νομίμως μέλος του Συμβουλίου ενόψει της απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου αλλά και του περί Εκχωρήσεως της Ενασκήσεως των Εξουσιών των Απορρεουσών εκ τινος Νόμου του 1962 (Ν.23/62) και πως, κατά πλάνη περί το Νόμο, που επιδρούσε στη νομιμότητα της σύνθεσης, δεν συμμετέσχε.

Το Υπουργικό Συμβούλιο φαίνεται να συντάχθηκε με την προσέγγιση του Συμβουλίου, αφού μετά από παρέμβαση και του Γενικού Λογιστή ο οποίος προφανώς δεν ήταν επιθυμητό ή καν πρακτικό να είναι μέλος του Συμβουλίου, με νέα απόφαση, διόρισε τον κ. Ευσταθίου προσωπικώς. Το ζήτημα, όμως, είναι νομικό και, βεβαίως, θα κριθεί από το Δικαστήριο στη βάση των νομοθετικών διατάξεων και των δεδομένων όπως αυτά είχαν κατά την επίμαχη συνεδρία.

Ο Νόμος είναι σαφής. Τα μέλη διορίζονται από το Υπουργικό Συμβούλιο, όχι από άλλο. Η αναγνώριση δυνατότητας να διορίζει ο Γενικός Λογιστής άλλον, οποιονδήποτε μάλιστα, κατά την κρίση του, στην απουσία του και πολύ περισσότερο γενικώς όπως έγινε εν προκειμένω, απολήγει σε παράβαση του Νόμου. Στην πραγματικότητα, με την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, το Συμβούλιο θα περιλάμβανε ως μέλος όχι όποιο εκείνο θα έπρεπε να διορίσει αλλά, χωρίς εξουσιοδότηση από το Νόμο, και όποιο ο Γενικός Λογιστής θα όριζε ως αντιπρόσωπό του.

Αβάσιμα είναι και τα συζητηθέντα σε σχέση με το Ν.23/62. Δεν έχουμε καν εδώ εκχώρηση από το Γενικό Λογιστή ως ανεξάρτητο αξιωματούχο και, πάντως, δεν έχουμε εκχώρηση «οιωνδήποτε εξουσιών απορρεουσών εκ τινός νόμου» όπως ο όρος ερμηνεύεται στο Νόμο. Μόνο απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου καθορίζει τα μέλη του Συμβουλίου και η συμμετοχή του Γενικού Λογιστή μόνο προς τέτοια απόφαση θα ήταν δυνατό να συναρτηθεί. Ούτε, βεβαίως, έχουμε εκχώρηση, με την έννοια του Ν.23/62, της εξουσίας για διορισμό των μελών από το Υπουργικό Συμβούλιο ώστε να δικαιολογείται να εξεταστεί περαιτέρω το θέμα από τέτοια άποψη, την οποία εν πάση περιπτώσει ούτε ο αιτητής προώθησε.

Η διαδικασία

Κατά την επανεξέταση δεν λήφθηκαν υπόψη οι εντυπώσεις από την προφορική συνέντευξη που είχε διεξαχθεί επειδή, στο μεταξύ, διαφοροποιήθηκε η σύνθεση του Συμβουλίου. Κατά τον αιτητή, ενόψει της απόφασης της Ολομέλειας στη Δημοκρατία ν. Κοντογιώργη (2001) 3 Α.Α.Δ. 1037, θα έπρεπε να είχε διεξαχθεί νέα προσωπική συνέντευξη αφού, όπως εισηγείται, οι εντυπώσεις από αυτή είναι υποχρεωτικό στοιχείο κρίσης.

Οι θέσεις ήταν προαγωγής και το θέμα διέπεται από τον Καν. 20(4):

«Κατά την προαγωγή το Συμβούλιο λαμβάνει ανάλογα υπόψη τις ετήσιες υπηρεσιακές εκθέσεις για τους υποψηφίους, το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων, τις αιτιολογημένες συστάσεις του Διευθυντή και την εντύπωση που απεκόμισε το Συμβούλιο κατά την προσωπική συνέντευξη ή/και τα αποτελέσματα γραπτών εξετάσεων αν αυτές έχουν γίνει».

Ο αιτητής επισήμανε δύο πράγματα. Κατά τη ρύθμιση του θέματος στις περιπτώσεις θέσεων πρώτου διορισμού και πρώτου διορισμού και προαγωγής, με τους Καν. 18(3) και 19(3), ρητά ορίζεται πως η διαδικασία επιλογής «μπορεί να περιλαμβάνει γραπτή ή προφορική εξέταση ή και τις δύο, τηρουμένων των διατάξεων του Σχεδίου Υπηρεσίας». Και, περαιτέρω, η λέξη «αυτές» στην τελευταία φράση του Κανονισμού, σαφώς αφορά μόνο στις γραπτές εξετάσεις αφού, κατά το Συντακτικόν Εις Απλά Μαθήματα των Λ. Παπαβρανούση και Ν. Παπαδόπουλου, «όταν τα υποκείμενα είναι δύο ή περισσότερα οιουδήποτε γένους και δηλώνουν πράγματα άψυχα, τότε το κατηγορούμενον τίθεται εις πληθυντικόν αριθμόν και κατά γένος ουδέτερον πάντοτε». Συνεπώς, αν ο Κανονισμός ήθελε να είναι και η προφορική εξέταση προαιρετική, η τελευταία φράση θα έπρεπε να ήταν «αν αυτά έχουν γίνει».

Παρατηρώ πως στα παραδείγματα που παρατίθενται στο σύγγραμμα τα υποκείμενα είναι διαφορετικού γένους ενώ εδώ είναι και τα δύο θηλυκού αλλά δεν νομίζω ότι δικαιολογείται να ερευνήσουμε περαιτέρω το θέμα υπό αυτή την άποψη. Αναζητούμε την πρόθεση του κανονιστικού νομοθέτη με αναφορά στο σκοπό της ρύθμισης και δεν μπορώ να συμφωνήσω πως θα την καθόριζε, εν προκειμένω, τέτοια ιδιαίτερη και θα έλεγα εντελώς ασυνήθης στην καθημερινή χρήση της γλώσσας έκφανση κανόνα του συντακτικού. Αν επρόκειτο να εισαχθεί τέτοιας μορφής δραστική διαφοροποίηση σε σχέση με τις θέσεις πρώτου διορισμού και πρώτου διορισμού και προαγωγής, θα αναμενόταν ρητή ρύθμιση. Ιδιαιτέρως όταν, κατά τη λογική των πραγμάτων, η όποια διαφοροποίηση θα αναμενόταν να εκδηλωνόταν προς την αντίθετη κατεύθυνση. Θέλω να πω ότι θα ήταν παράξενο να μην είναι υποχρεωτική η προφορική εξέταση για τις θέσεις πρώτου διορισμού και πρώτου διορισμού και προαγωγής όταν σε αυτές εξ ορισμού δικαιούνται συμμετοχής εξωτερικοί υποψήφιοι για τους οποίους δεν θα προσφέρονταν άλλα στοιχεία κρίσης αναφερόμενα σε υπηρεσία τους και να είναι υποχρεωτικές μόνο για τις θέσεις προαγωγής όταν υποψήφιοι έχουν πίσω τους την υπηρεσία τους και τη βαθμολογία τους γι' αυτή. Καταλήγω πως, στο πλαίσιο του συνόλου της ρύθμισης ήταν και στην περίπτωση των προαγωγών προαιρετική η προφορική συνέντευξη.

Οι ισχυρισμοί αναφορικά με την ουσία

Μετά από παλινδρομήσεις ετοιμάστηκαν αναδρομικώς οι υπηρεσιακές εκθέσεις του αιτητή για τα έτη 1997 και 1998. Δεν αναφέρομαι και σε εκείνη του 1999, την οποία επίσης συζήτησε ο αιτητής, γιατί εκείνη, όπως προκύπτει, δεν περιλαμβάνεται στα στοιχεία κρίσης του ουσιώδους χρόνου. Αυτό όμως δεν αλλάζει την υφή του θέματος όπως θα προσπαθήσω να το συνοψίσω.

Δεν παραπονείται ο αιτητής για την εκ των υστέρων ετοιμασία των επίμαχων υπηρεσιακών εκθέσεων αφού, μάλιστα, ήταν με δική του επιμονή που έγινε. Αναγνωρίζοντας, λοιπόν, όχι απλά τη δυνατότητα αλλά και το καθήκον της εκ των υστέρων ετοιμασίας τους, εννοείται με αναφορά στα δεδομένα του χρόνου της κάθε μιας, θέτει κατ' αρχάς υπό συζήτηση το αμερόληπτο της Ομάδας Αξιολόγησης. Όχι κατ' επίκληση κάποιου λόγου, με αναφορά στις σχέσεις τους, για τον οποίο τα μέλη της Ομάδας ήταν προκατειλημμένα εναντίον του. Θεωρεί πως η ισοπεδωτική, όπως τη χαρακτηρίζει βαθμολογία του, όταν μάλιστα για την «επαγγελματική κατάρτιση» βαθμολογήθηκε με «ικανοποιητικά» ενώ το 1996 βαθμολογήθηκε με «πολύ ικανοποιητικά», σε συνδυασμό με φράση που χρησιμοποίησε η Ομάδα όταν απαντούσε στην ένστασή του, τεκμηριώνουν τον ισχυρισμό του. Στη συνέχεια, θεωρεί πως κακώς δεν αξιολογήθηκε για το στοιχείο «συμπεριφορά προς τους πολίτες» με την εξήγηση ότι «δεν έρχεστε σε επαφή με το κοινό επειδή εσείς το είχατε ζητήσει», ιδιαιτέρως τονίζοντας πως δεν είχε ζητήσει κάτι τέτοιο και πως άλλοι υπάλληλοι που δεν έρχονταν σε επαφή με το κοινό βαθμολογήθηκαν.

Επομένως, κατά την εισήγηση του αιτητή, δεν έπρεπε να ληφθούν υπόψη αυτές οι υπηρεσιακές εκθέσεις για σκοπούς σύγκρισής του με τους Ενδιαφερόμενους αλλά έπρεπε να αγνοηθούν. Όπως θα έπρεπε να αγνοηθεί και η υπέρ των Ενδιαφερομένων σύσταση του Διευθυντή αφού και αυτός τις συνυπολόγισε αλλά, επιπλέον, ανεπιτρέπτως έλαβε υπόψη και την πείρα και γνώσεις που απέκτησαν οι Ενδιαφερόμενοι από τα καθήκοντα που τους είχαν ανατεθεί, θυματοποιώντας τον αιτητή, με επιστέγασμα την εισήγησή του για επιβράβευσή τους για τη σκληρή δουλειά, την αφοσίωση και το ενδιαφέρον τους για το Συμβούλιο.

Όταν γνωστοποιήθηκαν στον αιτητή οι υπηρεσιακές εκθέσεις των ετών 1997, 1998 και 1999, με ένσταση που υπέβαλε με επιστολή της δικηγόρου του, καταλόγισε στην Ομάδα Αξιολόγησης έχθρα και φανερή προκατάληψη και αυτή απάντησε, με δική της επιστολή, υπεραμυνόμενη της αμεροληψίας της και της αντικειμενικότητάς της, πως τον βαθμολόγησε στη βάση των δεδομένων των ουσιωδών χρόνων. Παρέπεμψε σε στοιχεία του φακέλου αναφορικά με τον τρόπο με τον οποίο ασκούσε τα καθήκοντά του, και κατέληξε ως εξής:

«Πέραν των όσων αναφέρουμε στην προς εσάς απάντησή μας ως ανωτέρω πιστεύουμε και είμεθα βέβαιοι ότι όλα απεικονίζουν την πραγματικότητα και την αλήθεια χωρίς καμιά προκατάληψη και για να δοθεί ένα τέλος στο όλο σήριαλ εξαντλώντας κάθε όριο επιείκειας βαθμολογούμε τον γραφέα Παύλο Θεμιστοκλέους σε όλα τα σημεία ως ικανοποιητικά και τον κρίνουμε ως προακτέο για τα έτη 1997, 1998 και 1999. Όλες οι σελίδες των αξιολογήσεων που επηρεάζονται για τα έτη 1997, 1998 και 1999 επισυνάπτονται».

Ο αιτητής τονίζει τη φράση «για να δοθεί ένα τέλος στο όλο σήριαλ». Αυτό, κατά την εισήγησή του, δείχνει την προκατάληψη της Ομάδας, η οποία, με δική της ομολογία, φαίνεται να επηρεάστηκε από στοιχεία μεταγενέστερα των ουσιωδών χρόνων, ιδιαιτέρως τα διαβήματα, την αλληλογραφία αλλά και την παρέμβαση της Επιτρόπου Διοικήσεως.

Σε συμφωνία με την εισήγηση των καθ' ων η αίτηση καταλήγω πως δεν έχει στοιχειοθετηθεί λόγος ακυρότητας. Κατ' αρχάς δεν έχει τεκμηριωθεί προκατάληψη της Ομάδας Αξιολόγησης. Η φράση που χρησιμοποιήθηκε δεν μπορεί να απομονωθεί από το υπόλοιπο κείμενο και ό,τι αποκαλύπτει, στο πλαίσιό του, είναι διάθεση επιείκειας και τελικά θεώρησή του ως προακτέου. Είναι δε στοιχειώδες πως, ως προς την υποκειμενική κρίση, δεν ασκείται αναθεωρητικός έλεγχος. Από την άλλη, οι αξιολογήσεις είναι ετήσιες και δεν μεταφέρεται οτιδήποτε ως κεκτημένο από τον προηγούμενο χρόνο. Ενώ, υπό το παραδεκτό ουσιαστικά πως ο αιτητής δεν ερχόταν σε επαφή με το κοινό κατά τα επίμαχα χρόνια, δεν μπορώ να δω τη σημασία του κατά πόσο ο ίδιος ζήτησε τέτοια καθήκοντα ή αν άλλος αξιολογήθηκε, πέραν από το ότι το τελευταίο δεν τεκμηριώθηκε κιόλας. Σημειώνω συναφώς τα παραδεκτά προβλήματα που αντιμετωπίζει ο αιτητής εξαιτίας της ιδιοπαθούς παρεγκεφαλικής αταξίας από την οποία διαγνώστηκε ότι έπασχε, με επακόλουθο και τη δυσαρθρία. Και αυτά, ανεξάρτητα από το ότι η όποια βαθμολόγησή του στο συζητηθέν στοιχείο σε καμιά περίπτωση δεν θα του έδινε συγκριτικό πλεονέκτημα αφού οι Ενδιαφερόμενοι είχαν βαθμολογηθεί γι' αυτό, και για τα δύο έτη, ως εξαίρετοι.

Όμως, πέρα από τα πιο πάνω, όπως σημείωσα από την αρχή, η εισήγηση του αιτητή ότι οι υπηρεσιακές εκθέσεις του 1997 και 1998 θα έπρεπε να αγνοηθούν ήταν εξ αρχής χωρίς προοπτική. Είναι παραδεκτό πως προσφέρονταν ως στοιχεία αξιολόγησης μόνο οι υπηρεσιακές εκθέσεις των 1996, 1997 και 1998. Με την προταθείσα παραγνώριση των εκθέσεων των ετών 1997 και 1998, θα παρέμενε εκείνη του 1996 και ήταν και σε αυτή σαφώς ψηλότερη η βαθμολογία των Ενδιαφερομένων. Επομένως, η διαπίστωση του Διευθυντή και στη συνέχεια του Συμβουλίου πως οι Ενδιαφερόμενοι υπερτερούν και ως προς την επαγγελματική αξία με αναφορά στις υπηρεσιακές εκθέσεις, θα παρέμενε ισχύουσα. Όπως θα παρέμενε ισχύουσα, ανεξάρτητα από το ότι ο Διευθυντής, πράγματι ανεπιτρέπτως, ανέμειξε την πείρα και τις γνώσεις που οι ενδιαφερόμενοι απεκόμισαν εξαιτίας των καθηκόντων που τους ανατέθηκαν. Στο πλαίσιο του συνόλου αυτά αναδεικνύονται χωρίς σημασία αφού, εν πάση περιπτώσει, οι Ενδιαφερόμενοι, όπως ορθά διαπίστωσε και ο Διευθυντής, υπερείχαν έναντι του αιτητή σε αξία, σε προσόντα και σε αρχαιότητα. Ενώ και το Συμβούλιο, στο τέλος, αφού αναφέρθηκε και στη σύσταση του Διευθυντή, εξήγησε ότι οι Ενδιαφερόμενοι ήταν οι καταλληλότεροι «επειδή υπερέχουν των άλλων υποψηφίων ως προς την αξία και τα προσόντα» αλλά και, όπως σημείωσα, ως προς τον αιτητή, και στην αρχαιότητα. Αυτά τα αντικειμενικά δεν θα ήταν δυνατό να αναιρεθούν ώστε να μπορεί να ανιχνευθεί έρεισμα στις διεκδικήσεις του αιτητή.

Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται, με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο