ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2006) 4 ΑΑΔ 743
18 Αυγούστου, 2006
[ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΙΩΑΝΝΑ ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΕΟΥΣ ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ,
Αιτητές,
v.
ΑΡΧΗΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ' ης η Αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 953/2004)
Διοικητική Πράξη ― Εκτελεστή, σε αντιδιαστολή προς μη εκτελεστή απόφαση ― Ειδικά το ζήτημα της μη στοιχειοθέτησης εκτελεστής παράλειψης ή αρνητικής εκτελεστής διοικητικής πράξης, στην περίπτωση που το παραλειφθέν και/ή το αίτημα που απορρίπτεται εάν προωθούντο, θα οδηγούσαν στην έκδοση όχι εκτελεστής αλλά απόφασης νομοθετικού περιεχομένου.
Οι αιτητές προσέφυγαν αφενός κατά της ισχυριζόμενης παράλειψης της Α.Η.Κ. να αποκαταστήσει την ίση μεταχείρισή τους με άλλους συναδέλφους τους στην υπηρεσία της Αρχής και αφετέρου κατά της άρνησης ικανοποίησης του σχετικού αιτήματός τους.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:
1. Αναφορικά με την υπό Α αιτούμενη θεραπεία, η ένσταση ότι δεν υπάρχει εκτελεστή διοικητική παράλειψη και/ή άρνηση της Αρχής να ικανοποιήσει το αίτημα των αιτητών ευσταθεί πάνω στη βάση ότι, εάν το παραλειφθέν ή αρνηθέν εκτελείτο, δεν θα απέληγε στην έκδοση εκτελεστής διοικητικής απόφασης αλλά, ενδεχομένως, στην έκδοση απόφασης νομοθετικού περιεχομένου. Και τούτο διότι, εφόσον εκείνο που εζητείτο από την Αρχή ήταν να υιοθετήσει και προωθήσει την τροποποίηση του Σχεδίου Υπηρεσίας του Γραφέα, εάν η Αρχή υιοθετούσε και προωθούσε το αίτημα, η ενέργεια της αυτή δεν θα απέληγε στην έκδοση εκτελεστής διοικητικής απόφασης αλλά, ενδεχομένως, στην τροποποίηση του Σχεδίου Υπηρεσίας του Γραφέα με την τροποποίηση του περί Προϋπολογισμού Νόμου της Αρχής του 1998.
2. Αναφορικά με την υπό Β αιτούμενη θεραπεία, η ένσταση ότι η απόφαση της 26.7.2004 δεν αποτελεί εκτελεστή διοικητική απόφαση ευσταθεί πάνω στη βάση ότι, όχι μόνο αυτή, αλλά και η απόφαση της 19.5.2003 δεν αποτελεί εκτελεστή διοικητική απόφαση εφόσον, εάν και στις δύο περιπτώσεις ελαμβάνετο η αντίθετη απόφαση, η ενέργεια αυτή δεν θα απέληγε στην έκδοση εκτελεστής διοικητικής απόφασης αλλά, ενδεχομένως κατά τα ανωτέρω, στην έκδοση απόφασης νομοθετικού περιεχομένου.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
Προσφυγή.
Α. Σ. Αγγελίδης, για τους Αιτητές.
Κ. Στιβαρού, για την Καθ' ης η Αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΓABPIHΛIΔHΣ, Δ.: Σύμφωνα με τον περί Αξιολόγησης Υποψηφίων για Διορισμό στη Δημόσια Υπηρεσία Νόμο του 1998 (Ν. 6(1)/1998) η Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου (η Αρχή), κατήρτισε Πίνακα Διοριστέων στη θέση Γραφέα, 2ης Τάξης. Ο Πίνακας περιλάμβανε ογδόντα υποψήφιους κατά σειρά επιτυχίας στις εξετάσεις της Αρχής. Αναρτήθηκε στις 11.8.1998 με ισχύ μέχρι τις 10.8.1998. Περί το τέλος Ιουνίου 1998, λόγω ανάγκης που προέκυψε για πλήρωση θέσεων Γραφέα, 2ης Τάξης, η Αρχή αποφάσισε να προσφέρει διορισμό σε δεκατρείς επιτυχόντες υποψήφιους σύμφωνα με τη σειρά επιτυχίας τους στον Πίνακα. Οι δεκατρείς υποψήφιοι αποδέχτηκαν ανεπιφύλακτα το διορισμό τους με ισχύ από 1.8.1998 (οι πρώτοι δέκα), με ισχύ από 1.9.1998, (ο ενδέκατος και ο δέκατος-τρίτος) και με ισχύ από 1.10.1998 (ο δωδέκατος). Εν τω μεταξύ, με την έγκριση του Προϋπολογισμού της Αρχής στις 17.7.1998 (Ν. 31(ΙΙ)/1998) είχε ολοκληρωθεί η διαδικασία αναθεώρησης του Σχεδίου Υπηρεσίας της θέσης Γραφέα, 2ης Τάξης, με την κατάργηση των συνδυασμένων θέσεων και την αντικατάστασή τους με συνδυασμένες κλίμακες, με αναδρομική ισχύ από 1.3.1996. Το νέο αυτό Σχέδιο Υπηρεσίας αποστάληκε, με επιστολή της Αρχής ημερομηνίας 9.12.1998, στους δεκατρείς διορισθέντες για να λάβουν γνώση τόσο του περιεχομένου του όσο και του γεγονότος ότι η θέση τους μετονομάστηκε από Γραφέα, 2ης Τάξης, σε Γραφέα.
Αφού πέρασαν τεσσεράμισι σχεδόν χρόνια, οι δεκατρείς διορισθέντες, με επιστολή τους προς το Γενικό Διευθυντή Υποστήριξης, ημερομηνίας 10.4.2003, ζήτησαν να «επανεξεταστεί το θέμα» τους, ώστε να τύχουν των ίδιων ωφελημάτων με τους Γραφείς που βρίσκονταν στην υπηρεσία στις 17.7.1998, οπότε και εγκρίθηκε ο Προϋπολογισμός της Αρχής του 1998. (Παράρτημα 4 στην Ένσταση.) Εις απάντηση, ο Γενικός Διευθυντής Υποστήριξης, με επιστολή ημερομηνίας 19.5.2003, που αποστάληκε στον κάθε διορισθέντα ξεχωριστά, αφού υπέδειξε ότι εκείνο που ουσιαστικά εζητείτο ήταν «να εξεταστεί το θέμα αναθεώρησης του Σχεδίου Υπηρεσίας του Γραφέα έτσι ώστε να επεκταθεί η Σημείωση που αφορά τη μεταπήδηση μεταξύ των συνδυασμένων κλιμάτων και να καλύψει και τους προσληφθέντας μετά την 17.7.1978», απέρριψε το αίτημα, με την αιτιολογία ότι: «Η εν λόγω Σημείωση του Σχεδίου Υπηρεσίας αφορά υπαλλήλους που βρίσκονταν στην Υπηρεσία κατά την 17.7.1998, ημερομηνία έγκρισης του Προϋπολογισμού της Αρχής και στηρίζεται σε συμφωνία που έγινε με τη Συνδικαλιστική πλευρά κατ' ανάλογο τρόπο που έγινε στη Δημόσια Υπηρεσία και αφορά ρύθμιση του ευρύτερου Δημόσιου Τομέα.». (Παράρτημα 5 στην Ένσταση.)
Αφού παρήλθε ένας και πλέον χρόνος, οι δεκατρείς διορισθέντες, με επιστολή του δικηγόρου τους προς το Γενικό Διευθυντή της Αρχής, ημερομηνίας 15.7.2004, επανήλθαν επί του ίδιου θέματος, ισχυριζόμενοι ότι ήσαν θύματα άνισης μεταχείρισης έναντι των συναδέλφων τους που υπηρετούσαν στις 17.7.1998. (Παράρτημα 6 στην Ένσταση.) Εις απάντηση, με επιστολή του Διευθυντή Ανθρωπίνου Δυναμικού, ημερομηνίας 26.7.2004, εξηγήθηκαν στο δικηγόρο των δεκατριών διορισθέντων οι λόγοι της διαφοροποίησης. Ήσαν οι ίδιοι με εκείνους που είχαν εξηγηθεί στους δεκατρείς διορισθέντες με την προς αυτούς επιστολή του Γενικού Διευθυντή Υποστήριξης της 19.5.2003. (Παράρτημα 7 στην Ένσταση.)
Με την παρούσα προσφυγή, οι δεκατρείς αιτητές, που δεν είναι άλλοι από τους δεκατρείς διορισθέντες μετά τις 17.7.1998 (πιο πάνω), ζητούν από το Δικαστήριο την ακόλουθη θεραπεία:
«Α. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η παράλειψη και/ή άρνηση της καθ' ης η αίτηση να εξετάσει αρμόδια και/ή να επιλύσει το αίτημα για ίση μεταχείριση και των αιτητριών ώστε να έχουν την ίδια ομαλή και δικαία ως οι άλλοι συνάδελφοι τους, σταδιοδρομία και ανέλιξη με βάση τις εξετάσεις του 1998, θα πρέπει να κηρυχθεί άκυρη και χωρίς νομικό αποτέλεσμα και ότι παραλήφθηκε θα πρέπει να διενεργηθεί.
Β. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η απάντηση 26.7.04 εκ μέρους της καθ' ης αποτελεί άκυρη και χωρίς νομικό αποτέλεσμα αναρμόδια άρνηση οφειλομένης ίσης μεταχείρισης στην ανέλιξη και των αιτητριών μαζί με άλλους ομοιοβάθμους τους υπαλλήλους της ΑΗΚ που δεν μπορεί να εξαρτάται από "συμφωνία με τη Συνδικαλιστική πλευρά" και από προαγωγή που φωτογραφικά καθόρισε ο Νομοθέτης δια του Προϋπολογισμού κατά παραβίαση της αρχής της διάκρισης των εξουσιών.»
Αναφορικά με την υπό Α, αιτούμενη θεραπεία, η δικηγόρος της Αρχής προέβαλε την προδικαστική ένσταση ότι δεν υπάρχει εκτελεστή παράλειψη και/ή άρνηση της Αρχής να ικανοποιήσει το αίτημα των αιτητών, καθότι η Αρχή δεν υπείχε νομική υποχρέωση να εκδώσει απόφαση με την οποία οι αιτητές, που προσλήφθηκαν μετά την 1.8.1998, να τύχουν της ίδιας μεταχείρισης που έτυχαν εκείνοι που ήσαν ήδη στην υπηρεσία της Αρχής στις 17.7.1998. Με αποτέλεσμα να μην εγείρεται προς εξέταση θέμα αρμοδιότητας, εφόσον η έλλειψη δικαιοδοσίας δεν παρέχει στο δικαστήριο αυτή τη δυνατότητα.
Αναφορικά με την υπό Β αιτούμενη θεραπεία, η δικηγόρος της Αρχής προέβαλε την προδικαστική ένσταση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση της 26.7.2004 δεν αποτελεί εκτελεστή απόφαση, αλλά απόφαση πληροφοριακού χαρακτήρα και/ή απόφαση βεβαιωτική προηγούμενης εκτελεστής απόφασης που κοινοποιήθηκε στους δεκατρείς αιτητές με την επιστολή της 19.5.2003, εις απάντηση της δικής τους επιστολής της 10.4.2003. Δοθέντος δε ότι η απόφαση της 26.7.2004 δεν είναι εκτελεστή, δεν μπορεί να εξεταστεί το θέμα της αρμοδιότητας του οργάνου που την έλαβε, εφόσον η έλλειψη δικαιοδοσίας δεν παρέχει στο Δικαστήριο αυτή τη δυνατότητα.
Και οι δύο ενστάσεις ευσταθούν. Όχι, όμως, για τους λόγους που επικαλείται η δικηγόρος της Αρχής.
Αναφορικά με την υπό Α αιτούμενη θεραπεία, η ένσταση ότι δεν υπάρχει εκτελεστή διοικητική παράλειψη και/ή άρνηση της Αρχής να ικανοποιήσει το αίτημα των αιτητών ευσταθεί πάνω στη βάση ότι, εάν το παραλειφθέν ή αρνηθέν εκτελείτο, δεν θα απέληγε στην έκδοση εκτελεστής διοικητικής απόφασης αλλά, ενδεχομένως, στην έκδοση απόφασης νομοθετικού περιεχομένου. Και τούτο διότι, εφόσον εκείνο που εζητείτο από την Αρχή ήταν να υιοθετήσει και προωθήσει την τροποποίηση του Σχεδίου Υπηρεσίας του Γραφέα, εάν η Αρχή υιοθετούσε και προωθούσε το αίτημα, η ενέργεια της αυτή δεν θα απέληγε στην έκδοση εκτελεστής διοικητικής απόφασης αλλά, ενδεχομένως, στην τροποποίηση του Σχεδίου Υπηρεσίας του Γραφέα με την τροποποίηση του περί Προϋπολογισμού Νόμου της Αρχής του 1998. Τούτου δοθέντος, ελλείψει, δηλαδή, εκτελεστής διοικητικής παράλειψης και/ή άρνησης και, επομένως, ελλείψει δικαιοδοσίας μου ως προς την υπό Α ζητούμενη θεραπεία, δεν έχω τη δυνατότητα να εξετάσω θέματα αρμοδιότητας ή οποιαδήποτε άλλα θέματα ουσίας.
Αναφορικά με την υπό Β αιτούμενη θεραπεία, η ένσταση ότι η απόφαση της 26.7.2004 δεν αποτελεί εκτελεστή διοικητική απόφαση ευσταθεί πάνω στη βάση ότι, όχι μόνο αυτή, αλλά και η απόφαση της 19.5.2003 δεν αποτελεί εκτελεστή διοικητική απόφαση εφόσον, εάν και στις δύο περιπτώσεις ελαμβάνετο η αντίθετη απόφαση, η ενέργεια αυτή δεν θα απέληγε στην έκδοση εκτελεστής διοικητικής απόφασης αλλά, ενδεχομένως, στην έκδοση απόφασης νομοθετικού περιεχομένου. Και τούτο διότι, εφόσον εκείνο που εζητείτο από την Αρχή ήταν να υιοθετήσει και προωθήσει την τροποποίηση του Σχεδίου Υπηρεσίας του Γραφέα, εάν η Αρχή υιοθετούσε και προωθούσε το αίτημα, η ενέργεια της αυτή δεν θα απέληγε στην έκδοση εκτελεστής διοικητικής απόφασης, αλλά, ενδεχομένως, στην τροποποίηση του Σχεδίου Υπηρεσίας του Γραφέα με την τροποποίηση του περί Προϋπολογισμού Νόμου της Αρχής του 1998. Τούτου δοθέντος, ελλείψει, δηλαδή, εκτελεστής διοικητικής απόφασης και, επομένως, ελλείψει δικαιοδοσίας μου ως προς την υπό Β ζητούμενη θεραπεία, δεν έχω τη δυνατότητα να εξετάσω θέματα αρμοδιότητας ή άνισης μεταχείρισης ή παραβίασης της αρχής της διάκρισης των εξουσιών ή οποιαδήποτε άλλα θέματα ουσίας.
Η προσφυγή απορρίπτεται ως μη προσβάλλουσα οποιαδήποτε εκτελεστή διοικητική απόφαση, παράλειψη ή άρνηση. Με έξοδα εις βάρος των αιτητών.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.