ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1117/2005)
13 Δεκεμβρίου, 2006
[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δικαστής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤO ΑΡΘΡΟ 146.1 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΜΑΡΘΑ ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΕΟΥΣ,
Αιτήτρια,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ
Καθ΄Ης η αίτηση
_________
Ν. Κλεάνθους για Χρ. Τριανταφυλλίδη, για την Αιτήτρια.
Φ. Κωμοδρόμος, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ΄Ων η Αίτηση.
Γ. Παπαντωνίου, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.
_________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Η θέση πρώτης στενογράφου δικαστηρίου είναι θέση προαγωγής. Κατά τη διαδικασία πλήρωσης μιας τέτοιας κενωθείσας θέσης, η ΕΔΥ έκρινε προάξιμες 14 υποψήφιες. Ο Αρχιπρωτοκολλητής σύστησε την Αιτήτρια με την ακόλουθη σύσταση:
«Προκειμένου να βοηθήσω την Επιτροπή στο έργο της, έχω ενδιατρίψει στο σύνολο των στοιχείων που αφορούν τις υποψήφιες, όπως αυτά φαίνονται στους Προσωπικούς τους Φακέλους και τους Φακέλους των Ετήσιων Υπηρεσιακών τους Εκθέσεων, έχοντας δε υπόψη τα καθιερωμένα κριτήρια προαγωγής, ήτοι την αξία, τα προσόντα και την αρχαιότητα των υποψηφίων, αναφέρω τα ακόλουθα:
α) Η υποψήφια με αρ. 1, Θεμιστοκλέους Μάρθα, δεν κατέχει προσόντα Ελληνικής Στενογραφίας και Ελληνικής Δακτυλογραφίας. Είναι αγγλόφωνη Στενογράφος που διορίστηκε στη Δικαστική Υπηρεσία το 1970 και εργάστηκε ως Στενογράφος Δικαστηρίου μέχρι το 1990 όταν με το Νόμο καθιερώθηκε η χρήση της Ελληνικής γλώσσας στα Δικαστήρια. Έκτοτε, εργάζεται στο Ανώτατο Δικαστήριο, εκτελώντας γραφειακά καθήκοντα. Τούτο, όμως, ως έχει νομολογιακά καθιερωθεί, δεν επηρεάζει τυχόν προαγωγή της.
β) Όλες οι υποψήφιες που κατέχουν τα απαιτούμενα προσόντα κρίνονται κατάλληλες για προαγωγή.
γ) Οι Υπηρεσιακές Εκθέσεις των υποψήφιων, που αντικατοπτρίζουν την αξία τους, είναι οι ίδιες (εξαίρετες) για τα τελευταία πέντε χρόνια (2000 έως 2004), με εξαίρεση τις Υπηρεσιακές Εκθέσεις της υποψήφιας με αρ. 1, Μάρθας Θεμιστοκλέους, η οποία αξιολογήθηκε τα έτη 2000 και 2001 σε 7 στοιχεία «εξαίρετη» και σε 1 «πολύ ικανοποιητικά».
δ) Αναφορικά με τα προσόντα των υποψήφιων, αυτά, συνεκτιμώμενα, είναι κατά το μάλλον ή το ήττον ίσα, με τη διαφοροποίηση της Θεμιστοκλέους Μάρθας, ως έχει αναφερθεί.
ε) Αναφορικά με την αρχαιότητα των υποψήφιων, αναφέρω ότι η υποψήφια με αρ. 1, Θεμιστοκλέους Μάρθα, υπερέχει έναντι των υπόλοιπων υποψήφιων από 10 χρόνια και 4 μήνες μέχρι και 19 χρόνια και 4 μήνες. Οι υποψήφιες με αρ. 2 και 3, Παπαντωνίου Χρύσω και Θεράποντος Έλλη οι οποίες έχουν την ίδια αρχαιότητα μεταξύ τους, υπερέχουν των υπόλοιπων υποψήφιων κατά 7 μήνες μέχρι 9 χρόνια. Κατ΄ανάλογο τρόπο καθορίζεται και η αρχαιότητα των υπόλοιπων υποψήφιων.
Σε μια συνεκτίμηση όλων των στοιχείων που έχουν αναφερθεί συστήνω για προαγωγή στη θέση Πρώτης Στενογράφου Δικαστηρίου την υποψήφια αρ. 1, Θεμιστοκλέους Μάρθα.»
Η ΕΔΥ δεν υιοθέτησε τη σύσταση του Αρχιπρωτοκολλητή. Επιλέγοντας το Ενδιαφερόμενο Μέρος, αιτιολόγησε την απόφασή της ως εξής:
«Επιλέγοντας την Παπαντωνίου Χρύσω αντί της Θεμιστοκλέους Μάρθας, που συστήθηκε από τον Αρχιπρωτοκολλητή, η Επιτροπή έλαβε υπόψη ότι η επιλεγείσα υπερέχει έναντι της σε αξία, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις ετήσιες αξιολογήσεις των υποψήφιων, με έμφαση στα τελευταία χρόνια στα οποία αποδίδεται μεγαλύτερη βαρύτητα, έστω και οριακά, σε μόνο δύο στοιχεία, και, επίσης, υπερέχει σε προσόντα, διότι διαθέτει πιστοποιητικά επιτυχίας τόσο στην Ελληνική όσο και στην Αγγλική Στενογραφία και Δακτυλογραφία, ενώ η Θεμιστοκλέους διαθέτει πιστοποιητικά επιτυχίας στην Αγγλική Στενογραφία και Δακτυλογραφία μόνο.
Επιιλέγοντας την Παπαντωνίου, η Επιτροπή δεν παρέβλεψε το γεγονός ότι αυτή υστερεί έναντι της Θεμιστοκλέους ουσιαστικά σε αρχαιότητα, κατά δέκα χρόνια και τέσσερις μήνες στην παρούσα τους θέση, έκρινε όμως ότι η υπεροχή της Παπαντωνίου τόσο σε αξία όσο και σε προσόντα υπερφαλαγγίζει την υπεροχή της Θεμιστοκλέους σε αρχαιότητα.»
Η απόκλιση της ΕΔΥ από τη σύσταση του Αρχιπρωτοκολλητή συνιστά βασικό παράπονο της Αιτήτριας. Δεν εδόθη, εισηγείται, η δέουσα ειδική αιτιολογία για μη υιοθέτησή της. Η εισήγηση εξειδικεύεται ως προς τους δύο λόγους που έδωσε η ΕΔΥ για να μην υιοθετήσει τη σύσταση, δηλαδή την υπεροχή του ΕΜ σε αξία και σε προσόντα, παρά τη δεκαετή υπεροχή της Αιτήτριας σε αρχαιότητα. Η Δημοκρατία δεν αρνείται ότι εχρειάζετο να δοθεί ειδική και επαρκής αιτιολογία για απόκλιση από τη σύσταση, εισηγείται όμως ότι εδόθη τέτοια αιτιολογία, παραπέμποντας κυρίως στη νομολογία που αφορά γενικά την επάρκεια της αιτιολογίας για σκοπούς δικαστικού ελέγχου.
Ως προς την αξία, η Αιτήτρια θεωρεί πεπλανημένη την άποψη της ΕΔΥ ότι η χαρακτηρισθείσα από την ΕΔΥ ως οριακή υπεροχή του Ενδιαφερόμενου Μέρους συνιστούσε πραγματική υπεροχή σε αξία που έστω και οριακά να αναδείκνυε το Ενδιαφερόμενο Μέρος ως υπερέχον, προβαίνοντας σε εκτενή αναφορά στη νομολογία. Η Δημοκρατία εισηγείται ότι σύγκριση των δύο κατά τα τελευταία δέκα χρόνια καταδεικνύει όχι απλώς οριακή αλλά αισθητή και ουσιαστική υπεροχή του Ενδιαφερόμενου Μέρους.
Κατ΄αρχάς, να λεχθεί ότι η ΕΔΥ δεν συνάρτησε την αιτιολογία της προς τα τελευταία δέκα χρόνια παρά μόνο προφανώς προς τα τελευταία πέντε ή έξι χρόνια, όπως προκύπτει από την αναφορά της σε οριακή υπεροχή σε μόνο δύο στοιχεία, που παραπέμπει όχι πέραν των ετών 1999-2004, σε ένα στοιχείο το 2000 και σε ένα στοιχείο το 2001 που είχε επισημάνει ο Αρχιπρωτοκολλητής. Η αιτιολογία της ΕΔΥ λοιπόν θα κριθεί επί των δικών της όρων, αφού η ίδια η ΕΔΥ δεν εθεώρησε σχετική την όποια επί μέρους υπεροχή του Ενδιαφερόμενου Μέρους κατά τα έτη 1995-1998. Τώρα, η γενική εικόνα της Αιτήτριας και του Ενδιαφερόμενου Μέρους, και είναι αυτή που ενδιαφέρει πρώτιστα, είναι η ίδια, δηλαδή ότι πρόκειτο για δύο καθ΄όλα εξαίρετες στενογράφους. Τα τρία τελευταία χρόνια μάλιστα είχαν και οι δύο εξαίρετες αξιολογήσεις σε όλα τα στοιχεία. Η επί μέρους υπεροχή του Ενδιαφερόμενου Μέρους σε ένα στοιχείο το 2000 και σε ένα στοιχείο το 2001, στα οποία η Αιτήτρια είχε αξιολογηθεί εν πάση περιπτώσει «πολύ ικανοποιητικά», δεν αλλοίωνε τη σταθερή διαχρονική εικόνα δύο εξαίρετων υπαλλήλων. Η πολύ περιορισμένη αυτή διαφορά αξιολόγησης το 2000 και το 2001, είτε εχαρακτηρίζετο οριακή είτε άκρως περιορισμένη είτε άλλως πως αναλόγως, δεν θα μπορούσε λοιπόν από μόνη της να καταδείξει τέτοια υπεροχή σε αξία που επαρκώς να δικιαιολογούσε απόκλιση από τη σύσταση η οποία είχε ουσιαστικά βασισθεί στην τεράστια υπεροχή της Αιτήτριας σε αρχαιότητα.
Η ΕΔΥ όμως δεν βασίσθηκε μόνο στην αξία αλλά και στα προσόντα για να θεωρήσει το Ενδιαφερόμενο Μέρος καταλληλότερο. Το παράπονο της Αιτήτριας ως προς αυτή τη πτυχή της αιτιολογίας της ΕΔΥ είναι ότι η ΕΔΥ έδωσε υπέρμετρη βαρύτητα στα πρόσθετα προσόντα του Ενδιαφερόμενου Μέρους, τα οποία δεν συνιστούσαν πλεονέκτημα και τα οποία, ως εκ τούτου, μόνο οριακή, εισηγείται, αξία μπορούσαν να είχαν, προβαίνοντας σε εκτενή αναφορά στη νομολογία, και σίγουρα όχι τέτοια που να υπερφαλαγγίζει, όπως θεώρησε η ΕΔΥ, τη συντριπτική υπεροχή της Αιτήτριας σε αρχαιότητα. Η Δημοκρατία, παραπέμποντας σε σχετική νομολογία, αντιτείνει ότι η ΕΔΥ εύλογα μπορούσε να δώσει τη σημασία που έδωσε στα εν λόγω πρόσθετα προσόντα, ώστε η μεγάλη αρχαιότητα της Αιτήτριας να μην ήταν αποφασιστικής σημασίας.
Στο τέλος της ημέρας το πράγμα απολήγει όντως στο ευλόγως επιτρεπτό της κρίσης της ΕΔΥ που θα συνιστούσε και τη δέουσα αιτιολογία για απόκλιση από τη σύσταση. Η σύσταση εβασίσθη στην αρχαιότητα της Αιτήτριας. Το Ενδιαφερόμενο Μέρος είχε υπέρτερα προσόντα σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης που περιλαμβάνουν, σύμφωνα με το σχέδιο υπηρεσίας, στενογραφή στα ελληνικά, καθώς και κάποια πολύ επί μέρους και απομακρυσμένη υπεροχή στη βαθμολογημένη αξία, έστω και αν αυτή δεν επηρέαζε τη γενική εικόνα ισοδυναμίας στο επίπεδο του εξαίρετου. Με αυτά τα δεδομένα, φρονώ ότι η ΕΔΥ, που μόνη είχε την αρμοδιότητα να σταθμίσει όλα τα στοιχεία και την ευθύνη να επιλέξει την κατά την άποψή της καταλληλότερη υποψήφια, δεν μπορεί να λεχθεί ότι υπερέβη τα όρια της διακριτικής ευχέρειας της ή, δίδοντας μεγαλύτερη βαρύτητα στα άλλα στοιχεία, παραγνώρισε ανεπίτρεπτα την έστω πολύ μεγάλη υπεροχή της Αιτήτριας σε αρχαιότητα. Η διαπίστωση αυτή σημαίνει ότι ήταν επαρκής και η αιτιολογία που έδωσε η ΕΔΥ για απόκλιση από τη σύσταση, η οποία, όπως προαναφέρθη, φαίνεται να εβασίσθη στην αρχαιότητα της Αιτήτριας παρά την υπεροχή του Ενδιαφερόμενου Μέρους σε πρόσθετα προσόντα. Δεν μπορεί να λησμονείται ότι η επιλογή ήταν κατ΄αρμοδιότητα της ΕΔΥ και όχι του Αρχιπρωτοκολλητή, παρέμβαση δε του Δικαστηρίου στην απόφαση της ΕΔΥ υπό αυτές τις περιστάσεις θα ισοδυναμούσε ουσιαστικά με υποκατάσταση της δικής του κρίσης για εκείνη της ΕΔΥ. Και η πιο πρόσφατη νομολογία μας βεβαιώνει την προσέγγιση αυτή.
Η Αιτήτρια διατυπώνει ακόμα ένα παράπονο. Αναφερόμενη σε προηγούμενη προσφυγή στην ίδια θέση άλλης Ανώτερης Στενογράφου που δεν κατείχε προσόντα Ελληνικής στενογραφίας και δακτυλογραφίας, εισηγείται ότι η απόφαση της ΕΔΥ παραβιάζει την αρχή της ισότητας όπως, συναφώς, και την αρχή της συνέπειας και της καλής πίστης της διοίκησης. Θα περιορισθώ να πω ότι η κάθε περίπτωση συναρτάται προς τα δικά της δεδομένα, το δε εδώ κρινόμενο είναι το νόμιμο της προσβαλλόμενης απόφασης επί των δικών της στοιχείων και όχι η προηγούμενη προσφυγή άλλης.
Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Η Αιτήτρια θα καταβάλει £400 έξοδα στη Δημοκρατία.
Δ. Χατζηχαμπής,
Δ.
/ΚΧ"Π