ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


AΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 1653/2005)

 

28 Νοεμβρίου, 2006

 

[ΝΙΚΟΛΑЇΔΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

KHAN MAMUN,

 

Αιτητής,

 

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΔΙΑ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ,

 

Καθ΄ ων η αίτηση.

__________

 

Κ. Ταμπούρλας, για τον Αιτητή.

Ο. Σοφοκλέους (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Γεν. Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

_________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Ο αιτητής ο οποίος κατάγεται από τη Μπαγκλαντές υπέβαλε αίτηση για παροχή ασύλου, η οποία απορρίφθηκε. Εναντίον της πιο πάνω απόφασης καταχωρήθηκε διοικητική προσφυγή ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, η οποία επίσης απορρίφθηκε στις 13.10.2005.

 

Με την παρούσα προσφυγή προσβάλλεται η πιο πάνω απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, (στο εξής «η Αρχή»). Ο αιτητής υποστηρίζει ότι η σχετική απόφαση είναι προϊόν πλάνης περί τα πραγματικά γεγονότα και ελήφθη χωρίς τη δέουσα έρευνα. Υποστηρίζει ότι λανθασμένα κρίθηκε ότι δεν ήταν αξιόπιστος, χωρίς να του παραχωρηθεί το ευεργέτημα της αμφιβολίας. Ισχυρίζεται ακόμα ότι ουσιαστικά δεν έγινε οποιαδήποτε έρευνα, αφού ο μεταφραστής κατά τη συνέντευξη δεν μετάφραζε ορθά τις θέσεις του.

 

Αναρωτιέται ο δικηγόρος του ποιος είναι ο μεταφραστής, σε ποια πολιτική παράταξη ανήκει, ποια η ιδεολογία του, πώς εξασφάλισε τη θέση του μεταφραστή και τι είδους υπαλληλική σχέση υπάρχει μεταξύ αυτού και της Υπηρεσίας Ασύλου.

 

Ο αιτητής υποστηρίζει ακόμα ότι η απόφαση στερείται αιτιολογίας και καταπατά τις αρχές της ίσης μεταχείρισης, αφού χρησιμοποιήθηκε μεταφραστής ο οποίος δεν μιλούσε σε ικανοποιητικό βαθμό αγγλικά, με αποτέλεσμα να αλλοιωθεί σε μεγάλο βαθμό το περιεχόμενο της συνέντευξης. Τέλος, υποστηρίζει ότι η απόφαση ελήφθη κατά παράβαση των προνοιών του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, Ν.6(Ι)/2000.

 

Μεγάλη σημασία δόθηκε από τον ευπαίδευτο συνήγορο του αιτητή στο χαρακτηρισμό του αιτητή ως αναξιόπιστου. Στην απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου κρίθηκε ότι η ιδιότητά του ως μέλους ή ακόμα και στελέχους του κόμματος της αντιπολίτευσης Awami League δεν δικαιολογούσε τη διαπίστωση ότι ο αιτητής αντιμετώπιζε φόβο δίωξης. Ο συνήγορος του αιτητή διερωτάται γιατί οι καθ΄ ων η αίτηση δεν προέβηκαν σε έρευνα για να επιβεβαιωθούν οι ισχυρισμοί του.

 

Είναι αλήθεια ότι οι απαντήσεις τις οποίες έδωσε κατά τη συνέντευξη αφήνουν πολλά ερωτηματικά. Και όταν η ιστορία που ο ίδιος διηγείται κρίθηκε ως αναξιόπιστη, διερωτάται κάποιος ποια περαιτέρω έρευνα θα μπορούσε να γίνει.

 

Από την άλλη, είναι ορθό ότι στην αξιολόγηση της συνέντευξής του φαίνεται ότι υπάρχει μία παρεξήγηση. Επισημαίνεται από τον αρμόδιο λειτουργό ότι ο αιτητής, από τη μια, ισχυρίστηκε ότι ήταν εκτελεστικό, ηγετικό μέλος του συγκεκριμένου κόμματος, ενώ, από την άλλη, ανέφερε ότι ήταν κλητήρας ("messenger"). Η παρεξήγηση έχει τη ρίζα της στη στενή μετάφραση της λέξης "messenger". Είναι φανερό από την όλη διατύπωση ότι ο αιτητής εννοούσε ότι ήταν στέλεχος του κόμματος και ενεργούσε ως απεσταλμένος, ως το άτομο που ενημέρωνε πολιτικά την περιοχή. Δεν νομίζω ότι εννοούσε ότι ενεργούσε ως κλητήρας και συνεπώς αυτή η κατ΄ ισχυρισμόν αντίφαση, δεν υπάρχει.

 

Παρά ταύτα, γεγονός παραμένει ότι η συνέντευξή του βρίθει ανακριβειών και αντιφάσεων, πολλές από τις οποίες επισημαίνονται στη σχετική απόφαση.

 

Πέραν όμως τούτου, διερωτάται κάποιος κατά πόσο, ακόμα κι΄ αν τα γεγονότα όπως τα ισχυρίστηκε ο αιτητής ήταν ορθά, θα εδικαιούτο σε προστασία. Η ζωή του δεν φαίνεται να τέθηκε σε κίνδυνο ή ο ίδιος να υπέστη διωγμό. Απλώς έλαβε μέρος σε μια διαδήλωση κατά την οποία η αστυνομία χρησιμοποίησε δακρυγόνα αέρια, χωρίς ο ίδιος να πάθει οτιδήποτε. Ουδέποτε κτυπήθηκε κατά τη διάρκεια της πολιτικής του δραστηριότητας. Ανέφερε ότι απλώς όταν συνόδευσε τον αρχηγό του σε κάποιες πολιτικές συγκεντρώσεις, μετά τη συγκέντρωση, ορισμένοι οπαδοί του αντίπαλου κόμματος προσπάθησαν μερικές φορές, ανεπιτυχώς, να τον κτυπήσουν.

 

Θα ασχοληθώ τώρα με τα παράπονα του συνήγορου του αιτητή για το μεταφραστή. Κατ΄ αρχάς θα πρέπει να λεχθεί ότι σε κανένα στάδιο της διαδικασίας, δεν έγινε οποιαδήποτε αναφορά, ισχυρισμός ή παράπονο ότι ο μεταφραστής ήταν ανεπαρκής. Διερωτώμαι πού στηρίζεται ο ευπαίδευτος συνήγορος όταν αμφισβητεί, χωρίς κανένα απολύτως έρεισμα, όχι μόνο την επαγγελματική επάρκεια του μεταφραστή, αλλά και την ακεραιότητα, τόσο του ιδίου, όσο και των καθ΄ ων η αίτηση. Γιατί όταν αναρωτιέται σε ποια  πολιτική παράταξη ανήκει και ποια η ιδεολογία του και ποια είναι η υπαλληλική σχέση μεταξύ αυτού και της Υπηρεσίας Ασύλου, αφήνει υπονοούμενα για την ακεραιότητά του, τα οποία, ουδόλως υποστηρίζονται από το ενώπιόν μου υλικό. Τέτοια σχόλια είναι ανεπίτρεπτα γιατί θίγουν υπολήψεις χωρίς καμιά απολύτως τεκμηρίωση. Αυτή η προσέγγιση είναι, κατά τη γνώμη μου, εντελώς απαράδεκτη.

 

Για τους λόγους που εξηγήθηκαν πιο πάνω και τα επιχειρήματα περί έλλειψης αιτιολογίας και καταπάτησης των αρχών της ίσης μεταχείρισης, θα πρέπει να απορριφθούν. Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αρκούντως αιτιολογημένη. Ως προς την παραβίαση των αρχών της ίσης μεταχείρισης επειδή χρησιμοποιήθηκε μεταφραστής ο οποίος, κατ΄ ισχυρισμόν, δεν μιλούσε σε ικανοποιητικό βαθμό την αγγλική, με αποτέλεσμα μάλιστα να αλλοιωθεί, σε μεγάλο βαθμό, το περιεχόμενο της συνέντευξης του αιτητή, ισχύουν όσα είπαμε πιο πάνω. Ο ισχυρισμός ουδόλως τεκμηριώνεται.  Ως προς το επιχείρημα ότι δεν εξετάστηκε καθόλου το ενδεχόμενο παροχής στον αιτητή συμπληρωματικής προστασίας και/ή προσωρινής παραμονής για ανθρωπιστικούς λόγους, γεγονός που δείχνει κατά το συνήγορο του αιτητή ότι αντιμετωπίστηκε δυσμενώς ενάντια στις αρχές της φυσικής δικαιοσύνης και της ίσης μεταχείρισης, αρκεί η αναφορά στην προσβαλλόμενη απόφαση, όπου σαφώς αναλύονται οι λόγοι για τους οποίους ο αιτητής δεν μπορεί να τύχει καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας, όπως προβλέπεται στο άρθρο 19, όπως αυτό τροποποιήθηκε.

 

Ο αιτητής υποστηρίζει ακόμα ότι η απόφαση των καθ΄ων η αίτηση ελήφθη κατά παράβαση του άρθρου 14 (3), αφού η συνέντευξη πραγματοποιήθηκε πέραν των 78 ημερών από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης.

 

Η προθεσμία του άρθρου 14 (3) δεν ορίζεται στο νόμο ως ανατρεπτική.  Σύμφωνα με το άρθρο 11 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, Ν. 158(Ι)/99, οι προθεσμίες που τάσσονται για έκδοση μιας διοικητικής πράξης είναι ενδεικτικές, εκτός αν ορίζεται ρητά ότι είναι ανατρεπτικές. Διοικητική πράξη δεν μπορεί νόμιμα να εκδοθεί, αν από τη λήξη της προθεσμίας πέρασε υπέρμετρο χρονικό διάστημα που επιδρά ουσιαστικά στις νομικές ή πραγματικές προϋποθέσεις της έκδοσης της πράξης.

 

Η προβλεπόμενη προθεσμία του άρθρου 14 (3) σαφώς εξέπνευσε, αλλά οι νομικές ή πραγματικές προϋποθέσεις έκδοσης της πράξης, δεν φαίνεται να επηρεάστηκαν, ούτε η καθυστέρηση είχε οποιαδήποτε ουσιαστική επίδραση. Ούτε ο αιτητής ισχυρίζεται κάτι τέτοιο. Υποστηρίζει ότι απλά και μόνο η πάροδος της προνοουμένης προθεσμίας καθιστά την απόφαση άκυρη.

 

Ο αιτητής υποστηρίζει ακόμα ότι παρά το ότι η Αρχή έπρεπε να εκδώσει σύμφωνα με το άρθρο 18 (3) την απόφασή της μέσα σε ενενήντα μέρες από την ημερομηνία άσκησης της ιεραρχικής προσφυγής, την εξέδωσε μετά την πάροδο εννιά σχεδόν μηνών. Προφανώς ο ευπαίδευτος συνήγορός του δεν είχε υπ΄ όψιν του την τροποποίηση σύμφωνα με την οποία η προθεσμία που ετίθετο με το άρθρο 18 του Νόμου, καταργείτο. Σύμφωνα με το Νόμο σήμερα η άσκηση της διοικητικής προσφυγής διέπεται από το άρθρο 28 Ε.  Προθεσμία για έκδοση απόφασης από την Αναθεωρητική Αρχή προνοείται (βλέπε άρθρο 28 Η (1) του Νόμου) μόνο στις προσφυγές που γίνονται βάσει του άρθρου 28ΣΤ (1). Η παρούσα υπόθεση δεν είναι μια απ΄ αυτές.

 

Εν όψει όλων των πιο πάνω η προσφυγή απορρίπτεται, με έξοδα εναντίον του αιτητή.

 

Φρ. Νικολαΐδης, Δ.

 

 

/ΜΔ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο