ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ANΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1218/05)
15 Νοεμβρίου, 2006
[Γ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΕΡΟΣ
Αιτητής
ν.
ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ
ΜΕΣΩ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ
Καθ' ων η αίτηση
Α. Παστελλίδης για Ι. Φράγκο για αιτητή.
Κ. Σταυρινός, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ' ων η αίτηση
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Το Ιατρικό Συμβούλιο των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων, στις 14.3.00, έκρινε πως ο αιτητής, εξ αιτίας καρδιακού νοσήματος και διαβήτη, είναι ικανός για ελαφρά εργασία και στις 14.4.00 εγκρίθηκε η καταβολή σ' αυτόν σύνταξης ανικανότητας για ποσοστό 75%. Ενόψει και νέας γνωμάτευσης του Ιατρικού Συμβουλίου και ερευνών που διεξάχθηκαν, επιβεβαιώθηκαν τα ίδια και η χορήγηση της σύνταξης συνεχίστηκε. Η προσφυγή αφορά στην απόφαση που γνωστοποιήθηκε στον αιτητή με επιστολή ημερομηνίας 21.7.05, σύμφωνα με την οποία «η σύνταξη αυτή τερματίζεται από 31/05/2005 γιατί: ΕΙΣΤΕ ΙΚΑΝΟΣ ΓΙΑ ΕΡΓΑΣΙΑ».
Αυτή η απόφαση λήφθηκε χωρίς να είχε υποβληθεί ο αιτητής σε νέα ιατρική εξέταση και δεν ήταν το αποτέλεσμα κάποιας εξέλιξης σε σχέση με την κατάσταση της υγείας του. Έρεισμά της ήταν τα συμπεράσματα ενόψει του παραδεκτού γεγονότος ότι ο αιτητής, από το 2003, εργοδοτείτο από την εταιρεία Μ. FRANGOS GENERAL ΜΟΤΟR ENTERPRISES LTD, σε σχέση με τον οποίο λήφθηκαν καταθέσεις από το Διευθυντή και από τον ίδιο τον αιτητή. Οι δυο καταθέσεις συνέκλιναν ως ακολούθως: Ο Διευθυντής της εταιρείας είναι πολύ καλός φίλος του αιτητή και θέλησε να τον βοηθήσει. Είχε προηγούμενη πείρα στις αγοραπωλησίες αυτοκινήτων, με τις οποίες ασχολείται η εταιρεία και του πρόσφερε μερική απασχόληση. Συνήθως παρέμενε στο χώρο της εργασίας από τις 8.00 ή 9.00 π.μ. μέχρι το μεσημέρι και μια ώρα τα απογεύματα. Εν τούτοις δεν υπέκειτο σε αυστηρό ωράριο και πάντως η υπηρεσία του ήταν βοηθητική, ακριβώς ενόψει της κατάστασης της υγείας του. Υπήρχαν άλλοι πωλητές και η εταιρεία δεν θα μπορούσε καν να τον απασχολήσει σε κανονικό ωράριο με κανονικό μισθό. Για τις υπηρεσίες του καταβαλλόταν το τυπικό ποσό των £100 μηνιαίως και η εργοδότησή του κυρίως στόχευε στην κάποια απασχόλησή του, όπως την είχαν συστήσει και οι γιατροί.
Η Επιθεωρήτρια που ασχολήθηκε με την περίπτωση, προσέγγισε με δυσπιστία τις δυο καταθέσεις. Όχι κατ' επίκληση άλλων στοιχείων προς άλλες κατευθύνσεις. Αναφέρθηκε σε τρία πρόσωπα που γνώριζαν, όπως σημειώνει, ότι «απασχολείται κανονικό ωράριο» ή ότι «απασχολείται εκεί», τα οποία όμως αρνήθηκαν να δώσουν κατάθεση ώστε να υπήρχε η μαρτυρία τους ως στοιχείο προς αξιολόγηση. Αυτό δε πέραν από το ότι όσα σημειώθηκαν γι' αυτούς δεν προσθέτουν ουσιαστικά οτιδήποτε στην εικόνα. Επίσης αναφέρθηκε σε εκτιμήσεις της, προδήλως ασύνδετες προς όσα ενδιέφεραν, πως «μάλλον παράνομα» ο αιτητής ασχολείτο με αγοραπωλησίες αυτοκινήτων πριν τερματιστεί η υπηρεσία του ως αστυνομικού για λόγους υγείας, πριν από χρόνια. Κατέληξε η Επιθεωρήτρια με την επισήμανση αντιφάσεων που διέκρινε στις δυο καταθέσεις αναφορικά με το ωράριο και τα ακριβή καθήκοντα του αιτητή. Το τελικό συμπέρασμα, στο οποίο προφανώς στηρίχτηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, ήταν πως «από την έρευνα φαίνεται ότι ο ασφαλισμένος απασχολείται κανονικά». Και αυτό, υπό την προσέγγιση πως «το ύψος των απολαβών του δεν μπορέσαμε να το εξασφαλίσουμε» αφού η εταιρεία δεν είχε υποβάλει φορολογικές δηλώσεις, όπως εξήγησε, επειδή δεν εργοδοτούσε μόνιμο λογιστή. Προφανώς απορρίπτοντας έτσι ως αναληθή την κατευθείαν αναφορά του αιτητή και του Διευθυντή σε £100 όπως και τις σχετικές αποδείξεις πληρωμής που προσκομίστηκαν.
Ο αιτητής αμφισβητεί πως υπήρχαν αντιφάσεις στις δυο καταθέσεις αλλά, περαιτέρω, καταλογίζει στους καθ' ων η αίτηση πλάνη περί το Νόμο, συνακόλουθη ελλιπή έρευνα και, τελικά, έλλειψη αιτιολογίας που θα καθιστούσε δυνατό το δικαστικό έλεγχο. Οι καθ' ων η αίτηση θεωρούν πως τα συμπεράσματα που εξάχθηκαν ήταν ευλόγως επιτρεπτά, πως ο αιτητής «εκτελεί κάτι περισσότερο από ελαφρά εργασία», πως η αιτιολογία της απόφασης προκύπτει από το φάκελο και πως, αφού η εκτίμηση των γεγονότων ανήκει στη διοίκηση, δεν δικαιολογείται παρέμβαση του Δικαστηρίου. Επισημαίνουν συναφώς και την καταληκτική παράγραφο του σημειώματος της Επιθεωρήτριας με την οποία σύστηνε, εφόσον η περίπτωση θα αγόταν ενώπιον Δικαστηρίου, να κληθεί ως μάρτυρας κάποιος Γ. Ιωάννου. Χωρίς, όμως, και να χρησιμοποιεί η ίδια οτιδήποτε από την κατάθεσή του ως βάση για διαπιστώσεις σε σχέση με τη φύση της απασχόλησης, το ωράριο και το μισθό του αιτητή, τον οποίο η επιθεωρήτρια ως το τέλος θεωρεί, όπως έχω σημειώσει, ανεξακρίβωτο, αν και αναφέρθηκε ο Γ. Ιωάννου σ' αυτά. Όπως προκύπτει, η κατάθεση του Γ. Ιωάννου δεν λήφθηκε από την Επιθεωρήτρια. Είχε διαβιβασθεί από το Τμήμα Πλεονασμού προς το οποίο ο Γ. Ιωάννου υπέβαλε αίτηση. Ήταν υπάλληλος των εργοδοτών του αιτητή και ισχυριζόταν πως αντικαταστάθηκε από αυτόν και άλλο πρόσωπο. Αναφέρεται σε μισθό του αιτητή μεγαλύτερο από το δικό του που ήταν £600 μηνιαίως αλλά και σε κανονικό ωράριό του αλλά αυτά χωρίς να προκύπτει η πηγή της γνώσης του, πολύ λιγότερο αφού ο ίδιος είχε πριν από τρία χρόνια «αντικατασταθεί». Για όσα αφορούν δε στην περίοδο που συνέχιζε να είναι και ο ίδιος στην υπηρεσία των εργοδοτών, πρόβαλε το διαφορετικό, όπως τον κατανοώ, ισχυρισμό πως ο αιτητής «εκαθόταν στο γραφείο και σχεδόν δεν πρόσφερε τίποτε εκτός των πιο πάνω που αναφέρω».
Το θέμα συζητήθηκε από τις δυο πλευρές με αναφορά στο άρθρο 38(5) του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου του 1980 (Ν. 41/80 όπως τροποποιήθηκε). Το παραθέτω:
«Δια τους σκοπούς της παραγράφου (β) του εδαφίου (1) και του εδαφίου (2), ανίκανος προς εργασίαν θεωρείται ο ησφαλισμένος όταν λόγω ειδικής νόσου ή σωματικής ή πνευματικής αναπηρίας μεταγενεστέρας της ασφαλίσεώς του, ή προγενεστέρας η οποία επεδεινώθη ουσιωδώς μετά την ασφάλισίν του, δεν δύναται να κερδίζη δι' εργασίας την οποία ευλόγως αναμένεται να εκτελή λαμβανομένων υπ' όψιν των δυνάμεων, των δεξιοτήτων, της μορφώσεως και της συνήθους επαγγελματικής απασχολήσεώς του, πέραν του ενός τρίτου, ή αν πρόκειται για ασφαλισμένο ηλικίας μεταξύ εξήντα και εξήντα τριών ετών πέραν του ενός δευτέρου, του ποσού το οποίον συνήθως κερδίζει εις την αυτήν περιφέρειαν και επαγγελματικήν κατηγορίαν σωματικώς και πνευματικώς υγιής άνθρωπος της αυτής μορφώσεως:
Νοείται ότι εν ουδεμιά περιπτώσει η σχετική ημερομηνία δύναται να είναι προγενεστέρα της ημερομηνίας ενάρξεως της ισχύος του παρόντος εδαφίου».
Συνεπώς, το γεγονός ότι ο αιτητής εργαζόταν δεν είναι αφ' εαυτού αποφασιστικής σημασίας. Είναι εγγενής στον ορισμό η κάποια ικανότητα για εργασία και το έχουμε από τη γνωμάτευση του Ιατρικού Συμβουλίου πως ο αιτητής ήταν ικανός για ελαφρά εργασία. Στην παρόμοια από ορισμένες απόψεις περίπτωση της υπόθεσης Σωτήριος Κυπριανού ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφυγή 19/05 ημερομηνίας 20.9.06 ο Αρτέμης, Δ., έκρινε πως στην απουσία ιατρικής διαπίστωσης πως η κατάσταση της υγείας του αιτητή άλλαξε, η απόφαση πως ήταν πλέον ικανός ενώ υπήρχε μόνο η σημείωση «ανέφερε ότι εργάζεται και πάλιν στις οικοδομές» ήταν άκυρη αφού δεν υπήρχε «εύρημα επί του ουσιαστικού κριτηρίου ότι η ικανότητα του ασφαλισμένου να κερδίζει δεν είναι πέραν του 1/3 που θα κέρδιζε υπό κανονικές συνθήκες υγιές άτομο στην ίδια εργασία».
Εν προκειμένω, η κρίση πως ο αιτητής είναι ικανός για εργασία στηρίχτηκε, αποκλειστικά, στην εκτίμηση πως εργαζόταν κανονικά. Θεωρώ πως και στο βαθμό που η ικανότητα θα μπορούσε να συνάγεται, παρά την απουσία διαπίστωσης ότι η κατάσταση της υγείας του ασφαλισμένου βελτιώθηκε, από τη φύση και τις συνθήκες της εργασίας που πράγματι ασκεί, στοιχειοθετείται λόγος ακυρότητας. Αυτός συνίσταται στην παράλειψη διεξαγωγής της οφειλόμενης στην περίπτωση έρευνας αναφορικά με τη φύση της εργασίας του αιτητή, ιδιαίτερα αν ήταν πράγματι ελαφρά. Δεν αναφέρομαι στο μισθό που δηλώθηκε γιατί προφανώς δεν θεωρήθηκε πως το ύψος του, για το οποίο δεν έγιναν δεχτές οι δηλώσεις του αιτητή και του Διευθυντή των εργοδοτών του, ήταν στοιχείο ουσιώδες. Εξ ου και λήφθηκε η απόφαση ενώ αυτός ο μισθός, όπως αναφέρθηκε, παρέμεινε ανεξακρίβωτος. Όσα θεωρήθηκαν ως αντιφάσεις δεν μπορούν να πληρώσουν το κενό και δεν είναι καν αναγκαίο να σχολιάσω τις σχετικές παρατηρήσεις. Θα σημείωνα όμως πως εφόσον επρόκειτο να προσλάβουν αποφασιστική σημασία θα έπρεπε να αναλαμβανόταν και επ' αυτών περαιτέρω έρευνα. Ιδιαίτερα αφού δεν αφορούν στον πυρήνα των ισχυρισμών αλλά στο κατά πόσο ο αιτητής ήταν κυρίως σε εξωτερική εργασία που απασχολείτο ή στο γραφείο για αγοραπωλησίες. Ή στο κατά πόσο ο αιτητής εργαζόταν κάποτε τα απογεύματα ή όλα τα απογεύματα. Ενώ, παράλληλα, δεν διερευνήθηκε πως γινόταν αναφορά σε ωράριο που τέλειωνε στις 12.00 και πως η απογευματινή εργασία ήταν μιας ώρας. Εν πάση περιπτώσει, χωρίς κρίση αναφορικά με το αν, ούτως ή άλλως, η όποια εργασία του ήταν «ελαφρά» ή όχι. Καταλήγω πως τα δεδομένα δεν πρόσφεραν υπόβαθρο για κρίση ως η επίμαχη αφού, χωρίς έρευνα προς τις κατευθύνσεις που σημείωσα, υπάρχει το ενδεχόμενο πλάνης.
Η προσφυγή επιτυγχάνει, με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται.
Γ. Κωνσταντινίδης, Δ.
ΜΣι.