ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 682/2004)
3 Οκτωβρίου 2006
[ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΝΙΚΟΣ ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ,
Αιτητής,
- ν. -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΡΙΑΣ ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ
ΤΜΗΜΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΜΕΡΙΜΝΑΣ ΑΝΑΠΗΡΩΝ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
---------------------------
Ο Αιτητής εμφανίζεται αυτοπροσώπως.
Λ. Ουστά, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
---------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Στις 7 Μαρτίου 2003 ο αιτητής, ηλικίας 53 ετών, υπέβαλε προς την Υπηρεσία Μέριμνας Αναπήρων, Τμήμα Εργασίας του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, αίτηση με τα απαιτούμενα έγγραφα για παροχή επιδόματος βαριάς αναπηρίας. Η αίτηση συνοδευόταν από τα απαιτούμενα έγγραφα. Ιατρική έκθεση ιδιώτη ορθοπεδικού χειρούργου, ημερ. 10 Φεβρουαρίου 2003, περιέγραφε διάφορες σωματικές βλάβες και παθήσεις του αιτητή, μεταξύ των οποίων και τις ακόλουθες: «Κάταγμα οσφυϊκού σπονδύλου Ο1-Ο2. Πάρεση των κάτω άκρων. Πτώσις των άκρων ποδών.» Ενδιαφέρει εδώ το πρόβλημα στη βάδιση, προερχόμενο από το κάταγμα στο σπόνδυλο.
Στις 5 Μαΐου 2003 το Ιατροσυμβούλιο σημείωσε την αναπηρία του αιτητή ως «Δυσκολία στη βάδιση συνεπεία τροχαίου ατυχήματος με κάταγμα Ο1-Ο2 σπονδύλων και στο παρόν στάδιο βαδίζει με νάρθηκες και με τη βοήθεια βακτηρίας». Γνωμάτευσε ότι εφόσον σε εκείνο το στάδιο ο αιτητής μπορούσε να βαδίζει χρησιμοποιώντας βακτηρία και νάρθηκες, δεν είχε ανάγκη συνεχούς και μόνιμης χρήσης αναπηρικού τροχοκαθίσματος.
Εργατικός Λειτουργός διαβίβασε τη γνωμάτευση στον υπεύθυνο της Υπηρεσίας με σημείωμα της, ημερ. 27 Αυγούστου 2003, με το οποίο εισηγείτο τη μη έγκριση του αιτήματος. Στις 28 Αυγούστου 2003 εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση με τις λέξεις «δεν εγκρίνεται», αφού διαγράφηκε η εναλλακτική λέξη «εγκρίνεται». Η απάντηση επίσημα δόθηκε στον αιτητή σχεδόν δέκα μήνες αργότερα, με επιστολή ημερ. 19 Μαΐου 2004.
Το Σχέδιο Παροχής Επιδόματος Βαριάς Κινητικής Αναπηρίας, το οποίο ορίζει τις προϋποθέσεις, προέβλεπε ότι:
«ΙΙΙ. Άτομο θα εμπίπτει στον πιο πάνω ορισμό αν έχει ανάγκη συνεχούς και μόνιμης χρήσης αναπηρικού τροχοκαθίσματος υπό την έννοια ότι δεν μπορεί να βαδίσει καθόλου ή ότι μπορεί να βαδίσει σε πολύ μικρές αποστάσεις σε ομαλό έδαφος με τη χρήση βοηθητικών μέσων όπως βακτηρίας, περπατούσας ή ειδικών στηριγμάτων στα πόδια.»
Ο αιτητής επισημαίνει στην προσφυγή του ότι στις 7 Απριλίου 2003 - ένα μήνα μετά την αίτηση για επίδομα - υπέβαλε προς την ίδια Υπηρεσία και αίτηση για αναπηρικό τροχοκάθισμα για το οποίο ίσχυε παρόμοιο κριτήριο:
1. Δικαιούχοι είναι άτομα με μόνιμη κινητική αναπηρία των κάτω άκρων, τα οποία δεν μπορούν να περπατήσουν ή μπορούν να περπατήσουν σε μικρές μόνο αποστάσεις σε ομαλό έδαφος, είτε με τη χρήση βοηθητικών μέσων ή οργάνων είτε χωρίς αυτά ή δεν γίνονται ανάπηροι λόγω προχωρημένης ηλικίας.»
Με σημείωμα, ημερ. 18 Δεκεμβρίου 2003, προς τον υπεύθυνο της Υπηρεσίας η ίδια Εργατικός Λειτουργός αναφέρθηκε στην αξιολόγηση που είχε γίνει από φυσιοθεραπεύτρια για την κατάσταση του αιτητή και εισηγήθηκε έγκριση του αιτήματος. Έγκριση δόθηκε την επομένη, με τον ίδιο συνοπτικό τρόπο.
Βλέπουμε λοιπόν ότι προχωρούσαν παράλληλα, στην ίδια Υπηρεσία, δύο όμοια στη βάση τους αιτήματα, υποβληθέντα με μικρή διαφορά χρόνου το ένα από το άλλο, τα οποία μάλιστα χειρίστηκε η ίδια λειτουργός. Η απόφαση και στα δύο εκδόθηκε ύστερα από πολλούς μήνες, πλέον των πέντε για το επίδομα και πλέον των οκτώ για το αναπηρικό τροχοκάθισμα, η δε πρώτη απόφαση, η αρνητική, γνωστοποιήθηκε περίπου πέντε μήνες μετά που λήφθηκε η δεύτερη, η θετική. Τα δύο αιτήματα θα έπρεπε να εξετάζονταν μαζί, υπό το φως του συνόλου των συγκεντρωθέντων στοιχείων. Αυτό καθίστατο αναγκαίο ώστε αφενός να αποφευχθεί το ενδεχόμενο λάθους ως προς τα πράγματα και αφετέρου για να μπορεί να αιτιολογηθεί επαρκώς η απόφαση. Επιβαλλόταν εξάλλου από τους κανόνες χρηστής διοίκησης και καλής πίστης, αφού έγκριση του αιτήματος για αναπηρικό τροχοκάθισμα δεν μπορούσε παρά να είχε ως αποτέλεσμα και έγκριση του αιτήματος για επίδομα.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται βάσει του Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος.
Γ.Κ. Νικολάου,
Δ.