ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1168/2005)
10 Οκτωβρίου, 2006
[ΝΙΚΟΛΑЇΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΜΑΡΙΝΟΣ ΠΑΠΑΡΓΥΡΟΥ,
Αιτητής,
ΕΦΟΡΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΣΗΜΟΣ ΠΑΡΑΛΗΠΤΗΣ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
__________
Αχ. Κ. Αιμιλιανίδης, για τον Αιτητή.
Λ. Χριστοδουλίδου-Ζαννέτου(κα), Ανωτ. Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Γεν. Εισαγγελέα, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
_________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Στις 6.10.2003, εκδόθηκε από τον ΄Εφορο Εταιρειών (στο εξής «ο ΄Εφορος»), πιστοποιητικό εγγραφής Εμπορικής Επωνυμίας με το όνομα «Αυλόγυρος», με ιδιοκτήτη τον αιτητή στην παρούσα προσφυγή. Η επωνυμία αναφερόταν σε εστιατόρια. Λίγες μέρες αργότερα και συγκεκριμένα στις 22.10.2003, ο ΄Εφορος έλαβε επιστολή από τη δικηγόρο ελληνικής εταιρείας με το όνομα «Φουντ Σαπλάις - Εκμετάλλευση Χώρων Εστιάσεως Α.Ε.» με αίτημα τη διαγραφή της πιο πάνω εμπορικής επωνυμίας, καθότι το εμπορικό σήμα «Αυλόγυρος» χρησιμοποιείται από τους ίδιους. Επισυνάφθηκε αντίγραφο του πιστοποιητικού εγγραφής του σήματος στην Ελλάδα, αλλά και στην Κύπρο, το οποίο είχε γίνει αποδεκτό και εγγραφεί στις 7.3.2003. Ο ΄Εφορος κάλεσε με συστημένη επιστολή και τις δύο πλευρές για να εκθέσουν τις θέσεις τους σε συγκεκριμένη ημερομηνία. Ο αιτητής δεν παρουσιάστηκε και δόθηκε αναβολή.
΄Υστερα από αριθμό αναβολών τελικά το αίτημα της ελληνικής εταιρείας έγινε αποδεκτό και στις 10.8.2005 η εμπορική επωνυμία «Αυλόγυρος» διαγράφηκε από το μητρώο. Εναντίον της απόφασης αυτής του Εφόρου για διαγραφή της επωνυμίας ασκήθηκε η παρούσα προσφυγή.
Η δικαιοδοσία του Εφόρου να αποδέχεται προς εγγραφή εμπορική επωνυμία ή όνομα συνεταιρισμού πηγάζει τόσο από το άρθρο 55 του περί Ομορρύθμων και Ετερορρύθμων Εταιρειών και Εμπορικών Επωνυμιών Νόμου, Κεφ. 116, όσο και από το άρθρο 18 του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113.
Κατά την εγγραφή ονομάτων εταιρειών και επωνυμιών ο ΄Εφορος ακολουθεί τα κριτήρια που έχουν καθιερωθεί από τον ΄Εφορο Εταιρειών του Ηνωμένου Βασιλείου, μια και οι δικές μας νομοθετικές ρυθμίσεις είναι πανομοιότυπες με τις δικές τους. Η τηρούμενη πρακτική άντεξε και στη δικαστική βάσανο, αφού τα δικαστήρια του Ηνωμένου Βασιλείου την έκριναν σε σωρεία υποθέσεων ως ορθή.
Ένα από τα κριτήρια αυτά είναι ότι αν το προτεινόμενο όνομα περιλαμβάνει εγγεγραμμένο εμπορικό σήμα θα πρέπει να λαμβάνεται η συγκατάθεση του ιδιοκτήτη του, ενώ αίτηση για συγκεκριμένη επωνυμία θα απορρίπτεται αν μοιάζει με το όνομα υφιστάμενης εταιρείας (ως προς τα κριτήρια βλέπε Buckley on the Companies Acts, 13η ΄Εκδοση, σελ. 1207).
Η εφαρμογή του περί Εμπορικών Σημάτων Νόμου, Κεφ.268, επεκτάθηκε με τον τροποποιητικό νόμο, Ν.69/71 και στην εγγραφή, όχι μόνο εμπορικών σημάτων, αλλά και σημάτων υπηρεσιών. Στην τελευταία κατηγορία ανήκει και η αίτηση του ενδιαφερόμενου μέρους που αφορούσε σήμα υπηρεσιών στην κλάση 42, η οποία περιλαμβάνει υπηρεσίες που προσφέρονται για την ετοιμασία φαγητών ή ποτού για κατανάλωση.
Τα πιο πάνω απαντούν στο επιχείρημα του αιτητή περί την εμφιλοχώρηση πλάνης ότι η ελληνική εταιρεία «Φουντ Σαπλάις - Εκμετάλλευση Χώρων Εστιάσεως Α.Ε.» ήταν ιδιοκτήτης ή εγγεγραμμένος δικαιούχος του εμπορικού σήματος «Αυλόγυρος». ΄Οπως είναι φανερό, τα θέματα δεν μπορούν να διαχωριστούν, ούτως ώστε για την ίδια λέξη άλλος να είναι ο ιδιοκτήτης του εμπορικού σήματος και άλλος της εμπορικής επωνυμίας.
Στην παρούσα υπόθεση η ελληνική εταιρεία είχε ως εγγεγραμμένο σήμα στην Ελλάδα τη λέξη «Αυλόγυρος» από το Νιόβρη του 1997 σε παρόμοια κατηγορία. Στις 7.3.2003, εφτά περίπου μήνες πριν από την εγγραφή της εμπορικής επωνυμίας του αιτητή, το ενδιαφερόμενο μέρος ενέγραψε το σήμα υπηρεσιών «Αυλόγυρος» στην κλάση 42. Ο αιτητής πέτυχε εγγραφή της εμπορικής επωνυμίας «Αυλόγυρος» μόλις τον Οκτώβρη του 2003. Αμέσως μετά την εγγραφή της εμπορικής επωνυμίας του αιτητή, η ελληνική εταιρεία αντέδρασε και αποτάθηκε για διαγραφή της.
Ο αιτητής υποστηρίζει ότι είναι άσχετο αν το ενδιαφερόμενο μέρος έχει εγγεγραμμένο σήμα στην Ελλάδα ή αν το χρησιμοποιεί εκεί, διότι πρόκειται περί διαφορετικής χώρας. Η εισήγηση αυτή δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή λόγω, μεταξύ άλλων, των επικρατουσών σήμερα συνθηκών εμπορίου, αλλά και τις ειδικές σχέσεις Ελλάδας και Κύπρου. ΄Εχουμε ακόμα διεθνείς συμβάσεις, όπως η Διεθνής Σύμβαση Προστασίας της Βιομηχανικής Ιδιοκτησίας, σύμφωνα με την οποία κάθε συμβαλλόμενη χώρα προστατεύει τις επωνυμίες και τα σήματα άλλης συμβαλλόμενης χώρας. Μάλιστα ρητά στο άρθρο 8 της Σύμβασης του Παρισιού που κυρώθηκε με το Νόμο 66/83, η εμπορική επωνυμία προστατεύεται σε όλες τις συμβαλλόμενες χώρες, χωρίς υποχρέωση κατάθεσης ή καταχώρησής της, είτε αυτή αποτελεί, είτε όχι, μέρος εμπορικού σήματος. Σχετικά είναι τα άρθρα 6(δις) και 10 του Νόμου 66/83. Το άρθρο 6(δις) προνοεί ότι οι χώρες της ΄Ενωσης στις οποίες εφαρμόζεται η Σύμβαση αναλαμβάνουν να απορρίπτουν ή ακυρώνουν την καταχώρηση, αλλά και να απαγορεύουν τη χρησιμοποίηση ακόμα και αυτεπαγγέλτως εμπορικού σήματος που αποτελεί αναπαράσταση ή απομίμηση που μπορεί να δημιουργήσει σύγχιση άλλου σήματος που θεωρείται από την αρμόδια αρχή της χώρας καταχώρησης ότι είναι παγκοίνως γνωστό και ανήκει ήδη σε πρόσωπο δικαιούμενο να επικαλεστεί τη Συνθήκη, νοουμένου βέβαια ότι χρησιμοποιείται για τα ίδια ή παρόμοια προϊόντα.
Αυτό ισχύει στην παρούσα περίπτωση. Περαιτέρω, το ενδιαφερόμενο μέρος αποτάθηκε πρώτο στην Κύπρο για εγγραφή του σήματός του ενώ στην Ελλάδα το είχε εγγράψει έξι περίπου χρόνια προηγουμένως. Εν όψει των πιο πάνω ο ΄Εφορος αποφάσισε, ορθά κατά την άποψή μου, να ανακαλέσει την προηγούμενή του απόφαση για εγγραφή της εμπορικής επωνυμίας του αιτητή, η οποία αντίκειτο στο νόμο.
Το δικαίωμα ανάκλησης παράνομων διοικητικών πράξεων που υπάρχει στη διοίκηση έχει επιβεβαιωθεί από τη νομολογία μας. Η ανάκληση παράνομης διοικητικής πράξης πρέπει να γίνει σε εύλογο χρονικό διάστημα, όμως το κώλυμα του εύλογου χρόνου δεν μπορεί να προβληθεί όταν ο διοικούμενος με τις δικές του πράξεις ή παραλείψεις έχει συνεισφέρει στη δημιουργία της παράνομης πράξης. Στην παρούσα περίπτωση η ανάκληση της προηγούμενης πράξης έγινε άμεσα. Το ενδιαφερόμενο μέρος αποτάθηκε στον ΄Εφορο μέσα σε δύο εβδομάδες από την εγγραφή της επωνυμίας του αιτητή.
Ο αιτητής υποστηρίζει τέλος ότι κατά τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης δεν ελήφθη υπ΄ όψιν η κήρυξη σε πτώχευση και θέση υπό εκκαθάριση της ελληνικής εταιρείας. ΄Οπως ορθά παρατηρεί και η ευπαίδευτος συνήγορος των καθ΄ ων η αίτηση, η εκκαθάριση εταιρείας όπως και η κήρυξη σε πτώχευση ενός φυσικού προσώπου δεν του αποστερεί την ιδιοκτησία των περιουσιακών του στοιχείων, τα οποία περιέρχονται στο διαχειριστή της περιουσίας του ή στην Ελλάδα στο σύνδικο πτώχευσης. Συνεπώς, το γεγονός ότι η εταιρεία-ενδιαφερόμενο μέρος τελεί υπό εκκαθάριση, δεν ήταν κριτήριο το οποίο θα έπρεπε, ούτως ή άλλως, ο ΄Εφορος να λάβει υπ΄όψιν. Η εταιρεία του ενδιαφερόμενου μέρους δεν έπαυσε να υφίσταται. Απλώς τα περιουσιακά της στοιχεία έχουν περιέλθει στον σύνδικο πτώχευσης, ο οποίος και δικαιούται να λάβει όλα τα νόμιμα μέτρα για προστασία της περιουσίας της εταιρείας.
Εν όψει όλων των πιο πάνω η προσφυγή απορρίπτεται, με έξοδα εναντίον του αιτητή.
Φρ. Νικολαΐδης, Δ.
/ΜΔ