ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση Αρ. 1114/2004
[ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ/στής]
ΠΑΥΛΟΣ ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΕΟΥΣ,
Αιτητής,
ν.
ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΥΔΑΤΟΠΡΟΜΗΘΕΙΑΣ ΛΑΡΝΑΚΑΣ,
Καθ΄ου η αίτηση.
- - - - - - -
Μ. Καλλιγέρου, για τον αιτητή
Μ. Κυριακίδης, για τον καθ΄ου η αίτηση.
Καμμία εμφάνιση, για ΕΜ.
Με την προσφυγή προσβάλλεται η προαγωγή του Αναστάση Αναστάση (ΕΜ) στη θέση Ανώτερου Γραφέα (Α8 - Α9) στο Συμβούλιο Υδατοπρομήθειας Λάρνακας.
Η επίδικη θέση είναι θέση προαγωγής. Οι υποψήφιοι για αυτήν ήταν πέντε, μεταξύ αυτών ο αιτητής και το ΕΜ.
Το Συμβούλιο κάλεσε τους υποψηφίους σε προφορική εξέταση. Τόσο ο αιτητής όσο και το ΕΜ αξιολογήθηκαν με το χαρακτηρισμό «καλός».
Ακολούθως μελέτησε την αξία, τα προσόντα και την αρχαιότητα των υποψηφίων. Έκρινε ότι καταλληλότερος υποψήφιος για προαγωγή στην επίδικη θέση είναι ο Αναστάσης Αναστάση παρά το γεγονός ότι υστερεί ως προς την αρχαιότητα, επειδή υπερέχει σημαντικά ως προς την αξία και για τους λόγους που αναφέρονται στη σύσταση του Διευθυντή, στην οποία θα αναφερθώ στη συνέχεια.
Η δικηγόρος του αιτητή πρόβαλε νομικούς ισχυρισμούς όσο αφορά την ουσία της προσφυγής καθώς και αναφορικά με τη νομιμότητα της σύνθεσης του Συμβουλίου.
Θα εξετάσω πρώτα τον ισχυρισμό τον σχετικό με τη σύνθεση του Συμβουλίου.
Προβλήθηκε ο ισχυρισμός ότι έπασχε η σύνθεση του Συμβουλίου στη συνεδρία του ημερομηνίας 27.7.04 γιατί συμμετείχε στη διεξαγωγή των προσωπικών συνεντεύξεων ο Γενικός Διευθυντής. Είναι η θέση της δικηγόρου του αιτητή πως ο τελευταίος, αντίθετα με τους Κανονισμούς, συμμετείχε με ερωτήσεις του στις συνεντεύξεις, καθώς και ότι δεν αναφέρεται στα πρακτικά ότι αποχώρησε πριν τη συζήτηση και λήψη απόφασης. Συνεπώς, κατέληξε ότι η σύνθεση του Συμβουλίου ήταν παράνομη.
Ο ισχυρισμός αυτός δεν προβλήθηκε προηγουμένως, παρά μόνο στη γραπτή απάντηση του αιτητή. Η σύνθεση του οργάνου όμως είναι θέμα δημόσιας τάξης που εξετάζεται και αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο.
Στα πρακτικά της συνεδρίας του Συμβουλίου της 27.7.04, αναφέρεται ότι συμφωνήθηκαν ομόφωνα από το Συμβούλιο τα διαδικαστικά θέματα αναφορικά με τη διεξαγωγή της προφορικής εξέτασης. Ο Διευθυντής θα παρουσίαζε στα μέλη τα προσωπικά στοιχεία και τα ακαδημαϊκά προσόντα των υποψηφίων καθώς και τον τομέα απασχόλησης τους στην υπηρεσία. Συμφωνήθηκε ότι το συντονισμό και την όλη κατεύθυνση της εξέτασης θα είχε ο πρόεδρος και οι ερωτήσεις θα υποβάλλονταν πρώτα από τον ίδιο και στη συνέχεια διαδοχικά από τα μέλη και το Διευθυντή που είχαν το δικαίωμα να υποβάλουν μια ή περισσότερες ερωτήσεις ή και να μην υποβάλουν ερώτηση.
Η δικηγόρος του αιτητή πρόβαλε ότι στον Κανονισμό 20 (ΚΔΠ 111/96) στον οποίο ρυθμίζεται η διαδικασία για την πλήρωση θέσεων προαγωγής δεν αναφέρεται κατά πόσο ο Διευθυντής δύναται ή πρέπει να συμμετέχει στην προφορική εξέταση.
Στο άρθρο 21(2) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν.158(1)/99) καθορίζεται:
«Δε συνιστά κακή σύνθεση του οργάνου η παρουσία στη συνεδρία του συλλογικού διοικητικού οργάνου αρμόδιων υπηρεσιακών ή άλλων προσώπων με σκοπό την παροχή κατατοπιστικών πληροφοριών ή την προσαγωγή στοιχείων, εφόσον αυτοί αποχωρήσουν πριν από τη διαβούλευση για λήψη της απόφασης.»
Η παρουσία του Διευθυντή στην εν λόγω συνεδρία για να παρουσιάσει τα προσωπικά στοιχεία των υποψηφίων ήταν νόμιμη, με βάση το άρθρο 21(2), αφού αυτός είχε αποχωρήσει από τη συνεδρία μετά το τέλος της προφορικής εξέτασης πριν από τη συζήτηση για τη λήψη απόφασης: όπως αναγράφεται στα πρακτικά της συνεδρίας ημερομηνίας 14.9.04, ο Πρόεδρος κάλεσε το Διευθυντή να επιστρέψει στη συνεδρία, μετά που λήφθηκε η επίδικη απόφαση.
Πράγματι, στον Κανονισμό 20 δεν προβλέπεται η συμμετοχή του Διευθυντή στη διεξαγωγή της προφορικής εξέτασης. Στον Κανονισμό 19(6), στον οποίο ρυθμίζεται η διαδικασία για την πλήρωση θέσεων πρώτου διορισμού και προαγωγής, αναφέρεται ότι κατά την προφορική εξέταση των υποψηφίων, το Συμβούλιο μπορεί να βοηθείται από λειτουργό ή λειτουργούς που λόγω των ειδικών τους γνώσεων είναι σε θέση να βοηθήσουν.
Θεωρώ την παρουσία του Διευθυντή στη συνεδρία νόμιμη με βάση το άρθρο 21(2) του Ν. 158(1)/99. Όσο αφορά τη συμμετοχή του στην προφορική εξέταση, δεν προκύπτει από τα πρακτικά αν ο Διευθυντής όντως προέβηκε σε υποβολή ερωτήσεων, αφού είχε δικαίωμα να μην υποβάλει ερωτήσεις, ώστε να ασχοληθώ με περαιτέρω εξέταση του ισχυρισμού αυτού. Ο σχετικός ισχυρισμός απορρίπτεται.
Θα προχωρήσω στη συνέχεια να εξετάσω τους ισχυρισμούς που αφορούν την ουσία της προσφυγής.
Αναφέρθηκε η δικηγόρος του αιτητή στις υπηρεσιακές εκθέσεις των ετών 1997, 1998 και 1999, οι οποίες ετοιμάστηκαν αναδρομικά αφού ακυρώθηκαν οι αρχικές. Άφησε αιχμές στο αμερόληπτο της ομάδας αξιολόγησης χωρίς να προβάλει κάποιο λόγο με αναφορά στις σχέσεις των αξιολογούντων με τον αιτητή. Θίγει την «ισοπεδωτική βαθμολόγηση» όπως αποκαλεί την αξιολόγηση σε όλα τα στοιχεία για τα εν λόγω έτη με το χαρακτηρισμό «ικανοποιητικά» ενώ αναφέρθηκε στο έτος 1996, για το οποίο ο αιτητής βαθμολογήθηκε σε τέσσερα στοιχεία με «πολύ ικανοποιητικά».
Η δικηγόρος του αιτητή ανέφερε ότι όταν υπέδειξε στην ένσταση που υπέβαλε εκ μέρους του αιτητή εναντίον των υπηρεσιακών εκθέσεων των ετών 1997, 1998 και 1999 ότι υπήρχε προκατάληψη της ομάδας αξιολόγησης, η τελευταία απάντησε υπερασπιζόμενη την αμεροληψία της ότι «για να δοθεί ένα τέλος στο όλο σήριαλ εξαντλώντας κάθε όριο επιείκειας βαθμολογούμε τον γραφέα Παύλο Θεμιστοκλέους σε όλα τα σημεία ως ικανοποιητικά και τον κρίνουμε προακτέο για τα έτη 1997, 1998 και 1999». Είναι η θέση της ότι η φράση «για να δοθεί ένα τέλος στο όλο σήριαλ» δείχνει την προκατάληψη της ομάδας αξιολόγησης και το Δικαστήριο πρέπει να κρίνει άκυρες τις αξιολογήσεις των εν λόγω υπηρεσιακών εκθέσεων.
Οι ίδιοι ισχυρισμοί προβλήθηκαν και στην προσφυγή Παύλος Θεμιστοκλέους ν. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λάρνακας, Υπόθεση αρ. 337/04, ημερομηνίας 7.9.06, που άσκησε ο αιτητής και αφορούσε άλλη διαδικασία προαγωγής στη θέση Ανώτερου Γραφέα.
Συμφωνώ με όσα λέχθηκαν στην υπόθεση εκείνη (σελ. 7 της απόφασης) και καταλήγω στο ίδιο συμπέρασμα πως δεν έχει τεκμηριωθεί προκατάληψη της ομάδας αξιολόγησης.
Η δικηγόρος του αιτητή πρόβαλε ισχυρισμούς που αφορούν την αξιολόγηση του αιτητή για το έτος 2000 οι οποίοι, κατά την άποψή της, οδηγούν σε ακύρωση την υπηρεσιακή έκθεση του έτους αυτού, η οποία λήφθηκε υπόψη κατά την επίδικη διαδικασία. Πρόβαλε ότι ενώ ο αιτητής βαθμολογήθηκε «ικανοποιητικά» σε όλα τα στοιχεία, κρίθηκε ως «ακατάλληλος για προαγωγή». Υποβλήθηκε ένσταση από τον τότε δικηγόρο του αιτητή, η οποία είχε ως αποτέλεσμα τη χειροτέρευση της αξιολόγησης του αιτητή. Βαθμολογήθηκε με «μη ικανοποιητικά» στο στοιχείο «απόδοση» και «συνεργασία/σχέσεις» και « δεν αξιολογήθηκε» στο στοιχείο «συμπεριφορά προς τους πολίτες». Είναι η θέση της πως η θέση του διοικουμένου δεν μπορεί να καθίσταται δυσμενέστερη μετά από ένστασή του κατά της νομιμότητας μιας διοικητικής πράξης.
Η συζήτηση αυτή που γίνεται από τη δικηγόρο του αιτητή είναι νομίζω αχρείαστη. Με την παραγνώριση της έκθεσης του 2000, όπως προτείνει, θα εξακολουθεί το ΕΜ να υπερέχει ως προς την αξία. Συνεπώς οι ισχυρισμοί της φαίνονται χωρίς σημασία.
Όσο αφορά τους ισχυρισμούς της για την υπηρεσιακή έκθεση του έτους 2001, ότι κατόπιν ένστασης ο αιτητής βαθμολογήθηκε «ικανοποιητικά» σε όλα τα στοιχεία, «παντελώς ισοπεδωτικά», αφήνοντας αιχμές για προκατάληψη της ομάδας αξιολόγησης, παραπέμπω σε όσα λέχθηκαν για τις εκθέσεις των ετών 1997, 1998 και 1999. Δεν έχει στοιχειοθετηθεί λόγος ακυρότητας και ο σχετικός ισχυρισμός απορρίπτεται.
Ακολούθως ισχυρίστηκε η δικηγόρος του αιτητή ότι οι καθ΄ων η αίτηση υπέπεσαν σε πλάνη ως προς την αρχαιότητα των υποψηφίων, αφού έλαβαν υπόψη την ημερομηνία διορισμού τους στο Συμβούλιο. Στην ουσία, όμως, αυτό που λήφθηκε υπόψη ήταν η ημερομηνία πρόσληψης, αφού μετά ακολούθησε διορισμός. Η δικηγόρος υπέβαλε ότι έπρεπε να ληφθεί υπόψη η ημερομηνία προαγωγής τους στην κατεχόμενη θέση Γραφέα. Είναι η θέση της ότι η πλάνη αυτή είναι ουσιώδης.
Δέχομαι ότι υπήρξε πλάνη. Δεν τη θεωρώ όμως ουσιώδη ώστε να οδηγήσει σε ακύρωση την επίδικη προαγωγή. Το Συμβούλιο διαπίστωσε ότι το ΕΜ υστερούσε ως προς την αρχαιότητα έναντι όλων των υποψηφίων. Αυτό που υπερίσχυσε ήταν η υπεροχή του ως προς την αξία. Συνεπώς η αρχαιότητα του αιτητή έναντι του ΕΜ σε επτά χρόνια με βάση την προαγωγή του στην κατεχόμενη θέση και όχι σε τρία με βάση την ημερομηνία πρόσληψής του δε θα άλλαζε την κατάσταση.
Υπήρξε τέλος ισχυρισμός ότι ανεπίτρεπτα ο Διευθυντής θεώρησε ότι με το προσόν που κατείχε το ΕΜ «Level 3 Certificate in Accounting» θα βοηθούσε την υπηρεσία «να βελτιώσει την ποιότητα εργασίας, επενδύοντας στην πλέον εξελιγμένη τεχνολογία στον τομέα του λογιστηρίου». Επεσήμανε η δικηγόρος του αιτητή ότι το προσόν αυτό του ΕΜ προσμέτρησε ως απαραίτητο προσόν για να καταστεί προσοντούχος για προαγωγή σύμφωνα με το σχέδιο υπηρεσίας. Είναι η θέση της ότι λανθασμένα ο Διευθυντής και στη συνέχεια το Συμβούλιο που υιοθέτησε τη σύσταση θεώρησε ότι το προσόν αυτό καθιστούσε το ΕΜ καταλληλότερο να ασκήσει τα καθήκοντα της θέσης. Πράγματι ο Διευθυντής ανεπίτρεπτα ξεχώρισε το προσόν αυτό που καθιστούσε το ΕΜ ως προσοντούχο δίνοντας του υπέρτερη σημασία. Η διαπίστωσή του ότι το ΕΜ υπερτερεί ως προς την επαγγελματική αξία, όπως προκύπτει από τις υπηρεσιακές εκθέσεις παραμένει ισχυρή ανεξάρτητα από την ανεπίτρεπτη υπεροχή που δόθηκε στο εν λόγω προσόν του ΕΜ. Το ίδιο ισχυρή για τον ίδιο λόγο θεωρώ ότι είναι και η απόφαση του Συμβουλίου.
Για τους λόγους που εξήγησα, οι ισχυρισμοί που προβλήθηκαν από τη δικηγόρο του αιτητή απορρίπτονται.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του αιτητή.
Π. Αρτέμης, Δ.
/Χ.Π.