ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπóθεση Αρ. 800/2004)
26 Σεπτεμβρίου, 2006
[ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΔΡΟΥΣΙΩΤΗΣ,
Αιτητής,
ν.
ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΕΜΠΟΡΙΑΣ ΚΥΠΡΙΑΚΩΝ ΠΑΤΑΤΩΝ,
Καθ΄ου η Αίτηση.
Π. Κλεοβούλου, για τον Αιτητή.
Α. Παπαχαραλάμπους, για το Καθ΄ου η Αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Ο αιτητής ήταν υπάλληλος του καθ' ου η αίτηση, Συμβουλίου Εμπορίας Κυπριακών Πατατών (το Συμβούλιο) από το 1971. Από την 1.1.1994 βρισκόταν στην ψηλότερη μισθοδοτική κλίμακα, Α12, και ήταν ο ανώτερος στην ιεραρχία λειτουργός, μετά το Γενικό Διευθυντή.
Με απόφαση του Συμβουλίου, ημερ. 4.1.2002, ο αιτητής τέθηκε σε αναγκαστική αφυπηρέτηση, ως αποτέλεσμα πειθαρχικής δίωξης που ασκήθηκε εναντίον του από το Συμβούλιο.
Ο αιτητής, εναντίον της πιο πάνω απόφασης, καταχώρησε την προσφυγή αρ. 286/2002. Η προσφυγή εκδικάσθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο το οποίο στις 10.12.2002 εξέδωσε την απόφαση του. (Βλέπε: Κυριάκος Δρουσιώτης ν. Συμβουλίου Εμπορίας Κυπριακών Πατατών, Προσφ. Αρ. 286/2002, ημερ. 10.12.2002). Με την απόφαση αυτή η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώθηκε για τους πιο κάτω λόγους:-
(α) Μετά την περάτωση της ακροαματικής διαδικασίας στην πειθαρχική δίκη ο Πρόεδρος προέβη σε αξιολόγηση της μαρτυρίας και όχι το Πειθαρχικό Συμβούλιο ως έπρεπε.
(β) Εκδόθηκε η απόφαση στις 20.12.2001 χωρίς να προηγηθεί οποιαδήποτε σύσκεψη των μελών του πειθαρχικού συμβουλίου για να συζητηθεί και να εκφραστούν οι απόψεις των μελών για την τελική απόφαση.
(γ) Η επίδικη απόφαση ήταν αναιτιολόγητη.
Περαιτέρω το Ανώτατο Δικαστήριο στην απόφαση του ανέφερε ότι στην πειθαρχική δίκη που διεξήγαγαν οι καθ' ων η αίτηση ισχύουν οι κανόνες της φυσικής δικαιοσύνης και της χρηστής διαδικασίας. Αναφέρεται στην απόφαση:-
«Οι δικηγόροι συμφωνούν πως σε συλλογική σύμβαση που υπεγράφη από το Συμβούλιο και τις συνδικαλιστικές οργανώσεις των υπαλλήλων του προβλέπεται ότι σε περίπτωση πειθαρχικής δίωξης εναντίον τους θα εφαρμόζονται οι αντίστοιχες διατάξεις στον περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμο του 1990. Νομίζω πως η πρόνοια αυτή της συλλογικής σύμβασης δεν μπορεί να εφαρμόζεται στον τομέα του δημοσίου δικαίου, εκτός και αν έχει προσλάβει τη μορφή κανονισμού, και κάτι τέτοιο δεν μου έχει λεχθεί. Ισχύουν όμως στο ζήτημα που εξετάζουμε οι κανόνες της φυσικής δικαιοσύνης και χρηστής διαδικασίας.»
Ενόψει της ακυρωτικής αυτής απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου το Συμβούλιο που συνεδρίασε στις 13.12.2002, με σκοπό την επανεξέταση, απεφάσισε επανάληψη της πειθαρχικής διαδικασίας εναντίον του αιτητή. Την ίδια απόφαση έλαβε και στις 28.3.2003 μετά που συζήτησε το θέμα με τον Υπουργό Εμπορίου και αφού έλαβε νομική συμβουλή από το νομικό του σύμβουλο.
Στις 24.10.2003 το Συμβούλιο διόρισε με απόφαση του, κατήγορο τον δικηγόρο κ. Ντορτζή. Στις 25.11.2003 το Συμβούλιο ομόφωνα ενέκρινε το κατηγορητήριο και διόρισε τα μέλη του Πειθαρχικού Συμβουλίου. Όρισε δε ως ημερομηνία εκδίκασης της υπόθεσης την 15.12.2003 και αποφάσισε να ενημερώσει τον αιτητή.
Στις 15.12.2003 το Συμβούλιο, κατόπιν επιστολής του δικηγόρου του αιτητή, ανέβαλε την έναρξη της πειθαρχικής δίκης στις 9.1.2004. Το Συμβούλιο ενημέρωσε σχετικά τον αιτητή και το δικηγόρο του εφιστώντας την προσοχή τους ότι σε περίπτωση μη εμφάνισης του αιτητή και του δικηγόρου του η διαδικασία θα προχωρούσε στην απουσία του. Επίσης αποφασίστηκε να κληθούν οι μάρτυρες κατηγορίας να καταθέσουν στις 9 και στις 13.1.2004.
Στις 9.1.2004 άρχισε η ακροαματική διαδικασία ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου στην απουσία του αιτητή, ο οποίος αρνήθηκε να εμφανιστεί στη διαδικασία. Σχετικά, δια του δικηγόρου, απέστειλε στις 15.12.2003 την ακόλουθη επιστολή:-
«Έχω εντολή από τον πελάτη μου Κυριάκο Δρουσιώτη, στη συνέχεια και σε απάντηση της με ημερομηνία 26/11/2003 επιστολής σας, να αναφερθώ στα εξής:
Ο πελάτης μου έχει αρνηθεί και αρνείται και τώρα όλες τις κατηγορίες του κατηγορητηρίου, πρόσθετα δε δηλώνει και πάλι ότι θεωρεί τόσον την αρχική πειθαρχική διαδικασία όσον και την κατά την επανεξέταση της, συνεπεία της ακυρωτικής απόφασης ημερ. 10/12/2002 στην προσφυγή του με αριθμό 286/02, καθ' ολοκληρία μη νόμιμη, ως αντίθετη στους σχετικούς Νόμους, Κανονισμούς, το Σύνταγμα και το Ευρωπαϊκό κεκτημένο, η δε παρούσα επιστολή του αποτελεί και το τέλος της «συμμετοχής» του στην επανεξέταση.
Επιφυλάσσω όλα τα δικαιώματα του πελάτη μου.»
Η πειθαρχική διαδικασία συνεχίστηκε στις 13.1.2004, 19.1.2004, 26.1.2004 και στις 18.3.2004.
Στις 12.5.2004 το Συμβούλιο αφού έκρινε και πάλι ένοχο τον αιτητή και στις δέκα κατηγορίες που αντιμετώπιζε, αποφάσισε ομόφωνα να επιβάλει στον αιτητή εκ νέου την πειθαρχική ποινή της αναγκαστικής αφυπηρέτησης.
Με πέντε συνολικά λόγους ο αιτητής ζητά ακύρωση της επίδικης απόφασης. Πρώτον ότι η πειθαρχική διαδικασία πάσχει εξ' υπαρχής. Δεύτερο ότι παραβιάστηκε η αρχή της φυσικής δικαιοσύνης. Τρίτο ότι παραβιάσθηκε η αρχή της καλής πίστης και ότι υπήρξε υπέρβαση εξουσίας. Τέταρτο ότι η επίδικη απόφαση είναι αναιτιολόγητη και πέμπτο ότι παραβιάστηκαν οι αρχές της επανεξέτασης.
Ο δικηγόρος του αιτητή ισχυρίζεται ότι η όλη διαδικασία της πειθαρχικής δίωξης του αιτητή πάσχει γιατί δεν ακολουθήθηκαν οι σχετικές πρόνοιες της συλλογικής σύμβασης που παρέπεμπαν σε αναλογική εφαρμογή των διατάξεων του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου και εναλλακτικά ότι αφού δεν υπάρχουν σχετικοί Κανονισμοί δεν είναι δυνατό να προσαφθούν πειθαρχικές κατηγορίες εναντίον του αιτητή.
Δεν συμφωνώ με τις θέσεις αυτές του αιτητή. Ήδη στην απόφαση στην προσφυγή 286/2002 Κυριάκος Δρουσιώτης (πιο πάνω), το Ανώτατο Δικαστήριο ανέφερε, όπως στο απόσπασμα που παρέθεσα στην αρχή της απόφασης αυτής, ότι με την μη ύπαρξη κανονισμού δεν είναι δυνατό να εφαρμοσθεί στο πεδίο του δημοσίου δικαίου η πρόνοια της συλλογικής σύμβασης και επομένως εφαρμόζονται οι αρχές της φυσικής δικαιοσύνης και της χρηστής διαδικασίας. Οι θέσεις αυτές του Αρτεμίδη, Δ. (όπως ήταν τότε) είναι ορθές και τις υιοθετώ. Εξάλλου, δυνάμει του άρθρου 19 του περί Ερμηνείας Νόμου, Κεφ. 1, εφόσον υπάρχει εξουσία διορισμού η εξουσία αυτή περιλαμβάνει και εξουσία παύσης. Ο σχετικός ισχυρισμός του αιτητή ότι το Συμβούλιο εστερείτο εξουσίας να προχωρήσει σε πειθαρχική δίωξη και παύσης του, κρίνεται ως ανεδαφικός.
Περαιτέρω ο αιτητής ισχυρίζεται ότι υπήρξε παραβίαση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης από το Πειθαρχικό Συμβούλιο. Διατείνεται ο αιτητής ότι τα μέλη του Πειθαρχικού Συμβουλίου είναι και μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου με συνέπεια η συμμετοχή τους να είναι παράνομη και άκυρη. Έχω μελετήσει τα πρακτικά που περιέχονται στο φάκελο καθώς και όσα αναφέρονται στην αγόρευση του δικηγόρου του αιτητή. Με βάση τα πραγματικά περιστατικά το Συμβούλιο, συμμορφούμενο με το δεδικασμένο, αποφάσισε την επανάληψη της πειθαρχικής διαδικασίας, διόρισε κατηγόρους, και μετά το Πειθαρχικό Συμβούλιο το οποίο και απάγγειλε τις κατηγορίες. Το Πειθαρχικό Συμβούλιο ενημέρωσε τον αιτητή για τις κατηγορίες και την ημερομηνία έναρξης της ακροαματικής διαδικασίας. Ο αιτητής αρνήθηκε να παρουσιαστεί και υπερασπιστεί και το Πειθαρχικό Συμβούλιο συνέχισε νόμιμα τη διαδικασία η οποία κατέληξε στην απόφαση για αναγκαστική αφυπηρέτηση του αιτητή. Δεν έχω παρατηρήσει οποιαδήποτε παραβίαση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης και έτσι ο σχετικός λόγος απορρίπτεται.
Ακόμα, ο αιτητής ισχυρίζεται ότι υπήρξε υπέρβαση εξουσίας και παραβίαση των αρχών της χρηστής διοίκησης. Ο αιτητής ισχυρίζεται τα ίδια περίπου που ισχυρίζεται στον προηγούμενο λόγο ακύρωσης. Διατείνεται ότι το Συμβούλιο καθυστέρησε σκόπιμα την επανεξέταση της υπόθεσης για να επέλθει ούτως ή άλλως η αφυπηρέτηση του αιτητή.
Ο λόγος αυτός ούτε ευσταθεί αλλά ούτε και έχει στοιχειοθετηθεί. Η επανεξέταση της υπόθεσης του αιτητή, μετά την ακυρωτική απόφαση, αποφασίστηκε μέσα σε εύλογο χρόνο με την επανάληψη της πειθαρχικής διαδικασίας, η οποία περατώθηκε, υπό τις περιστάσεις, μέσα σε προβλεπτό και εύλογο χρόνο.
Ακόμα ο αιτητής ισχυρίζεται ότι η επίδικη απόφαση είναι αναιτιολόγητη και ότι η πειθαρχική δίωξη του είναι τιμωρητικό μέτρο. Ο δικηγόρος του αιτητή στην αγόρευση του δεν αναλύει τους ισχυρισμούς του. Εν πάση περιπτώσει η επίδικη απόφαση είναι επαρκώς αιτιολογημένη. Μετά τη λήξη της ακροαματικής διαδικασίας κάθε μέλος του Πειθαρχικού Συμβουλίου εξέφρασε και ανέλυσε τη θέση του και αφού συζήτησαν κατέληξαν ομόφωνα στην καταδικαστική για τον αιτητή αιτιολογημένη απόφαση τους.
Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι υπήρξε παραβίαση των αρχών της επανεξέτασης. Ο δικηγόρος του αιτητή ισχυρίζεται ότι με βάση τις αρχές της επανεξέτασης δεν ήταν νόμιμο να συντάξουν νέο κατηγορητήριο και να εξετάσουν τους ίδιους μάρτυρες για δεύτερη φορά. Δεν συμφωνώ με τις θέσεις του αιτητή. Δεν συνετάχθη νέο κατηγορητήριο. Οι ίδιες κατηγορίες απαγγέλθηκαν εναντίον του αιτητή. Το ότι δε έγινε νέα ακροαματική διαδικασία ακριβώς με αυτό τηρήθηκαν οι αρχές της επανεξέτασης.
Τέλος, ο αιτητής ισχυρίζεται ότι υπήρξε κακή σύνθεση του οργάνου κατά τις συνεδρίες. Προβάλλει ισχυρισμούς για απουσία μελών του Συμβουλίου την πρώτη και δεύτερη συνεδρία στις οποίες αποφασίστηκε η επανεξέταση της υπόθεσης. Ο αιτητής δεν αναφέρεται σε συγκεκριμένα δεδομένα και γεγονότα που να καταρρίπτουν το, δια της νομολογίας, τεθέν τεκμήριο της νομιμότητας.
Έχω καταλήξει ότι δεν ευσταθεί κανένας λόγος ακυρότητας που προβάλλει ο αιτητής.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
Η επίδικη απόφαση επικυρώνεται.
(Υπ.) Μ. Κρονίδης, Δ.
/ΕΠσ