ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Δεν έχει εντοπιστεί νομοθεσία ή απόφαση ή δικονομικός θεσμός στον οποίο να κάνει αναφορά η απόφαση αυτή
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 835/2003)
29 Μαΐου, 2006
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ/στής]
Αναφορικά με το Άρθρο 146 του Συντάγματος
1. ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ
2. ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΑΒΒΑ
3. ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΡΗΤΙΚΟΣ
4. ΑΝΔΡΕΑΣ ΣΥΜΕΟΥ
5. ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΑΝΩΛΗ
Αιτητές
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ/Η ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ
2. ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ
Καθ' ων η αίτηση
Α.Σ. Αγγελίδης για τους αιτητές.
Α. Χριστοφόρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄ για τους καθ' ων η αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Στις 31.10.02 διεξάχθηκαν γραπτές εξετάσεις προαγωγής στο Επαγγελματικό Μέρος για το βαθμό του Υπαστυνόμου. Συμμετέσχαν σ' αυτές 116 λοχίες της Αστυνομίας και στις Εβδομαδιαίες Διαταγές της 20.11.03 δημοσιεύθηκαν τα ονόματα των επιτυχόντων. Καταγγελίες που υποβλήθηκαν οδήγησαν στη διεξαγωγή έρευνας, αποτέλεσμα της οποίας ήταν η διαπίστωση του Αρχηγού της Αστυνομίας πως, σε ορισμένες περιπτώσεις, η βαθμολογία στις συγκεντρωτικές καταστάσεις, στη βάση των οποίων καθορίστηκαν οι επιτυχόντες, αναγραφόταν βαθμολογία ψηλότερη από εκείνη που έφεραν τα ίδια τα γραπτά. Σ' αυτή την κατηγορία περιλαμβάνονταν οι αιτητές Ε. Χαραλάμπους, Ι. Σάββα και Α. Μανώλη. Σε σχέση με τους αιτητές Α. Συμεού και Π. Κρητικό δεν επισημάνθηκε, όπως προκύπτει, τέτοια αναντιστοιχία. Ήταν, όμως, οι δυο αναφορικά με τους οποίους υποβλήθηκε η καταγγελία και ο Αρχηγός διαπίστωσε ότι υπήρχαν διαφορές στη βαθμολογία των γραπτών τους και «ως εκ τούτου απαιτείτο να γίνει προσεκτικότερος έλεγχος όλων των γραπτών των μελών της Αστυνομίας που συμμετείχαν στις εξετάσεις». Έγινε τελικά μόνο δειγματοληπτικός έλεγχος που περιλάμβανε τα γραπτά των δυο τελευταίων αιτητών και, όπως θα δούμε στη συνέχεια, αναβαθμολόγηση των γραπτών τους «με βάση τα πρότυπα των απαντήσεων». Επομένως, ο Αρχηγός δεν αποδέχτηκε στην περίπτωσή τους τη βαθμολογία που έφεραν τα γραπτά τους. Για να εξηγήσει, όμως, στο τέλος πως η απόφασή του για την «ακύρωση των αποτελεσμάτων για τις εξετάσεις του Επαγγελματικού Μέρους» και για εκείνους της πρώτης κατηγορίας και για τους υπόλοιπους δυο, γινόταν «αφού η έρευνα υπέδειξε με πραγματικά και αδιαμφισβήτητα στοιχεία ότι με βάση τις πραγματικές βαθμολογίες που αναγράφονταν επί των γραπτών τους, θεωρούνταν αποτυχόντες». Ο Αρχηγός αναφέρθηκε σε δυνατότητα αίτησης για αναθεώρηση των γραπτών και οι πέντε από τους επηρεαζόμενους πράγματι υπέβαλαν τέτοια αίτηση, μάλιστα με επιτυχή κατάληξη για τους τρεις από αυτούς. Οι υπόλοιποι πέντε, οι αιτητές δηλαδή, άσκησαν την παρούσα προσφυγή.
Δεν έχουν εγερθεί ζητήματα σε σχέση με τη διατύπωση των δυο θεραπειών στην προσφυγή. Η ουσία είναι πως, στην πραγματικότητα, τίθεται υπό έλεγχο η εν τέλει κατάταξη των αιτητών στους αποτυχόντες και σημειώνω πως και οι αιτητές, παρά τις κάποιες αρχικές αμφισβητήσεις τους, δέχτηκαν πως αυτό θα μπορούσε να είναι το αποτέλεσμα απόφασης του Αρχηγού της Αστυνομίας, λαμβανομένης όμως μετά από επαρκή έρευνα όλων των παραμέτρων στη βάση όλων των ουσιωδών στοιχείων.
Συζητήθηκε η πορεία που ακολουθήθηκε από την ημέρα των εξετάσεων, η αρχική βαθμολογία των γραπτών με εισηγήσεις αναφορικά με τον τρόπο της διαμόρφωσής της, η μεταγενέστερη βαθμολογία των γραπτών των δυο από τους αιτητές και, εν τέλει, η κατάταξη ως προς τους υπόλοιπους τρεις, με αναφορά στη διαφορά που επισημάνθηκε μεταξύ της βαθμολογίας στα γραπτά και αυτής στις συγκεντρωτικές καταστάσεις. Εύλογα θα έλεγα αφού στην περίπτωση των τριών για τους οποίους διαπιστώθηκε η αναντιστοιχία κρίθηκε πως το αποτέλεσμα θα έπρεπε να το καθορίσει η βαθμολογία του γραπτού τους μετά την «ολοκλήρωση του έργου του εξεταστικού σώματος» το οποίο, όπως σημειώνεται στο πρακτικό του Αρχηγού, διεξήγαγε τις εξετάσεις. Και στην περίπτωση των άλλων δυο το αποτέλεσμα θα έπρεπε να το καθορίσει όχι η βαθμολογία που έφεραν τα γραπτά αλλά εκείνη που προέκυπτε από την αναβαθμολόγησή τους. Παρεμβάλλω εδώ πως, όπως ορθά υποδεικνύουν οι καθ' ων η αίτηση, από τη σύγκριση των γραπτών με τις συγκεντρωτικές καταστάσεις προέκυπτε ζήτημα αλλοίωσης των βαθμολογιών και στην περίπτωση του Α. Συμεού, στην οποία όμως δεν αναφέρθηκε ο Αρχηγός.
Έλεγξα όλα τα δεδομένα όπως αυτά περιλαμβάνονται στο διοικητικό φάκελο και σημειώνω από την αρχή τη χαλαρότητα μέχρι σημείου παραγνώρισης ρητών κανονιστικών διατάξεων που χαρακτήριζε την προσέγγιση του σοβαρού, βεβαίως, ζητήματος των εξετάσεων προαγωγής στην Αστυνομία. Θα περιοριστώ στα πιο ουσιώδη, παρακάμπτοντας ως δευτερεύοντα εν τέλει όσα προκύπτουν ως διαφορές στα σημειώματα που υποβλήθηκαν στον Αρχηγό αλλά και αναφορικά με τη δική του αιτιολόγηση της απόφασης στην οποία άχθηκε. Ακόμα και το γεγονός πως, μετά και το τέλος της έρευνας, δεν κατέστη δυνατό να εξακριβωθεί ποιος και με ποιο κίνητρο, σκόπιμα ή από λάθος, μετέφερε λανθασμένη βαθμολογία στις συγκεντρωτικές καταστάσεις, έξω ακόμα και από την αναφερθείσα ως πρακτική, που και αυτή δεν προκύπτει ότι είχε θεσμικό έρεισμα, να προστίθενται βαθμοί στα γραπτά όταν ήταν μικρή η διαφορά από τη βάση.
Ο Κανονισμός 16 των περί Αστυνομίας (Προαγωγές) Κανονισμών του 1989 (ΚΔΠ 52/89) καθορίζει ποιοι θεωρούνται ως επιτυχόντες. Δεν είναι ανάγκη να μεταφέρω τις λεπτομέρειες του. Δεν τίθεται ζήτημα άσκησης κάποιας διακριτικής ευχέρειας από οποιονδήποτε. Επιτυγχάνουν όσοι εξασφαλίζουν την προβλεπόμενη ελάχιστη βαθμολογία στα γραπτά τους. Η εξέταση διεξάγεται, σύμφωνα με τον Κανονισμό 13, «από αρμόδιο εξεταστικό σώμα που ο Υπουργός θα επέλεγε και όριζε ύστερα από διαβούλευση του με τον Αρχηγό». Θα μπορούσε να λεχθεί πως, κατά συνέπεια, ο καθορισμός των θεμάτων και η βαθμολογία των γραπτών είναι έργο του εξεταστικού σώματος αλλά η Αστυνομική Διάταξη Αρ. 4/7 ρύθμιζε περαιτέρω το θέμα. Το εξεταστικό σώμα θα επιλέγει τις ερωτήσεις (§3) αλλά δεν θα διορθώνει ή βαθμολογεί το ίδιο τα γραπτά. Αυτό το έργο ανατίθεται σε ομάδα από αξιωματικούς που επιλέγονται από το εξεταστικό σώμα. Αυτή η ομάδα θα διορθώνει και βαθμολογεί τα γραπτά, όμως «στην παρουσία και εποπτεία των μελών του εξεταστικού σώματος» (§7). Δεν έχει συζητηθεί οτιδήποτε σε σχέση με τη Διάταξη 4/7, την οποία και ο Αρχηγός αναφέρει στο πρακτικό του και θα προχωρήσω με την καταγραφή των χειρισμών που έγιναν.
Ορίστηκε αρμοδίως το εξεταστικό σώμα. Αυτό θα αποτελείτο από τον Ανώτερο Αστυνόμο Γ. Παναγιώτου, τον Ανώτερο Αστυνόμο Αιμ. Κοκκινόφτα και τον Αναπληρωτή Αστυνόμο Α΄ Α. Παφίτη. Πρακτικά από το εξεταστικό σώμα σε σχέση με οτιδήποτε αφορούσε στην εξέταση δεν υπάρχουν στο διοικητικό φάκελο αλλά δεν έχει αμφισβητηθεί πως οι ερωτήσεις που θα υποβάλλονταν συντάχθηκαν από αυτό. Προς αυτή την κατεύθυνση συνηγορεί και η επιστολή του Α. Παφίτη προς τον Αρχηγό, ημερομηνίας 11.6.03, στο πλαίσιο της έρευνας που διεξάχθηκε. Από αυτό όμως το έγγραφο, όπως και από την επιστολή του Γ. Παναγιώτου προς τον Αρχηγό, ημερομηνίας 9.6.03, προκύπτει πως με αυτό εξαντλήθηκε και η εμπλοκή του εξεταστικού σώματος στο ζήτημα. Αναφέρει ο Α. Παφίτης:
«Από την ημέρα αυτή (εννοείται της ετοιμασίας των εξεταστικών δοκιμίων) λόγω και της μεταθέσεως μου στην Επαρχία Λευκωσίας, δεν είχα καμιά επαφή με την όλη διαδικασία διόρθωσης και βαθμολόγησης των γραπτών».
Και ο Γ. Παναγιώτου:
«Είναι γεγονός ότι λόγω φόρτου εργασίας και άλλων ειλημμένων υποχρεώσεων η Επιτροπή, τουλάχιστον εγώ προσωπικά ως εμπλεκόμενος στις ενταξιακές συνομιλίες και επιφορτισμένος με την ετοιμασία μελετών/κανονισμών και συμφωνιών σε θέματα απορρέοντα από το Σχέδιο ΑΝΑΝ, δεν ήταν παρούσα, ούτε στην αποκωδικοποίηση των γραπτών ούτε στην βαθμολόγηση/αναβαθμολόγηση των υποψηφίων.
Περιπλέον κατά τον έλεγχο των καταστάσεων των επιτυχόντων/αποτυχόντων η Επιτροπή και πάλιν λόγω ελλείψεως χρόνου σε καμία ανασκόπηση/αναθεώρηση γραπτών έχει προβεί.»
Τα γραπτά φέρουν διάφορους βαθμούς. Σε ορισμένες περιπτώσεις διορθωμένους. Ποιος έκαμε τη βαθμολογία δεν φαίνεται πουθενά. Υπέβαλα συναφώς ερωτήσεις και οι καθ' ων η αίτηση έθεσαν ενώπιόν μου επεξηγηματικό έγγραφο. Το κατά πόσο ένα τέτοιο έγγραφο, ετοιμασμένο εκ των υστέρων, θα ήταν επιτρεπτό να πληρώσει οποιοδήποτε κενό, είναι θέμα. Ούτως ή άλλως, όμως, επιβεβαιώνει τη μη τήρηση των Κανονισμών αλλά και της Αστυνομικής Διάταξης Αρ. 4/7 στην οποία αναφέρεται. Αναφέρει πως «η Επιτροπή Εξετάσεων δεν προβαίνει η ίδια σε βαθμολόγηση των γραπτών, αλλά μέλος της επιβλέπει τη διόρθωσή τους» και καταγράφει ονόματα αξιωματικών που προέβησαν στη βαθμολόγηση. Το κατά πόσο αυτοί οι αξιωματικοί ορίστηκαν από το εξεταστικό σώμα ή το κατά πόσο μέλος του εξεταστικού σώματος πράγματι επέβλεψε, δεν προκύπτει από πουθενά. Αλλά και αυτό δεν θα ήταν αρκετό. Και υπό την ελαστικότερη ρύθμιση της Διάταξης 4/7, όπως σημείωσα, η διόρθωση και η βαθμολογία των γραπτών πρέπει να γίνεται «στην παρουσία και εποπτεία των μελών του Εξεταστικού Σώματος». Όλων δηλαδή.
Δικαίως θορυβήθηκε ο Αρχηγός της Αστυνομίας και σημειώνω και το γεγονός πως, στην προσπάθεια να τεθούν τα πράγματα σε τάξη, δεν εισάκουσε και εισηγήσεις για μη ενέργεια επειδή η Αστυνομία θα εκτίθετο σε δυσμενή σχόλια. Δεν είδε όμως την πιο πάνω ευρύτερη διάσταση των πραγμάτων. Έκρινε τους μεν ως αποτυχόντες με γνώμονα τη βαθμολογία τους στα γραπτά, ενώ, όπως προκύπτει, αυτή η βαθμολογία δεν ήταν το αποτέλεσμα λειτουργίας σύμφωνης προς τους Κανονισμούς. Τους άλλους δε δυο, αντιφατικά πλέον, με γνώμονα όχι εκείνη τη βαθμολογία αλλά τη βαθμολογία που έκαμαν άλλοι εκ των υστέρων, στην περίπτωση μάλιστα του Κρητικού δυο διαφορετικοί αξιωματικοί, με διαφορετικά αποτελέσματα, χωρίς αυτοί να ήταν, όπως φαίνεται και από το ίδιο το επεξηγηματικό έγγραφο που κατατέθηκε, μέλη του εξεταστικού σώματος ή έστω της ομάδας στην οποία αναφέρεται ότι ανατέθηκε η διόρθωση ή η βαθμολόγηση.
Κάτω από το σύνολο των δεδομένων δεν θα μπορούσε να παραμείνει η δημοσίευση στις Εβδομαδιαίες Διαταγές, με αναφερόμενους σ' αυτές τους αιτητές ως επιτυχόντες. Από την άλλη, όμως, λανθασμένα οι αιτητές περιλήφθηκαν στους αποτυχόντες. Τα γραπτά τους υπάρχουν. Απομένει η έγκυρη βαθμολογία τους που θα καθορίσει αν οι απαντήσεις σ' αυτά ήταν του απαιτούμενου επιπέδου.
Η προσβαλλόμενη απόφαση στην έκταση που θεωρεί τους αιτητές ως αποτυχόντες, ακυρώνεται. Οι αιτητές πρόβαλαν γενικούς ισχυρισμούς που αναδείκνυαν την ύπαρξη ευρύτερου προβλήματος αλλά τα ιδιαίτερα, στη βάση των οποίων προέκυψαν τα δεδομένα που, κατά την κρίση μου, οδηγούν στην πιο πάνω λύση, προέκυψαν από παρατηρήσεις μου μετά και από επανάνοιγμα της υπόθεσης. Είναι δίκαιο να επιδικάσω υπέρ των αιτητών το ένα δεύτερο των εξόδων της προσφυγής.
Γ. Κωνσταντινίδης, Δ.
ΜΣι.