ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                                                                                    Υπόθεση Αρ. 1055/2004

 

23 Μαϊου, 2006

 

[ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 146, 28, 29 ΚΑΙ 35 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΠΕΤΡΟΣ ΣΤΑΥΡΟΥ,

Αιτητής,

 

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

  1. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ,
  2. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ,

Καθ΄ων η αίτηση.

- - - - - - -

Χ. Χαραλαμπίδης, για τον αιτητή

Α. Μαρκουλλή, για τους καθ΄ων η αίτηση.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Π. ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.  Με την προσφυγή του ο αιτητής ζητά την πιο κάτω θεραπεία:

 

«Απόφαση του Δικαστηρίου ότι η διοικητική πράξη των Καθ΄ων η αίτηση που περιέχεται στην επιστολή των ημερομηνίας 2.9.2004 με την οποία οι Καθ΄ων η αίτηση γνωστοποίησαν τον τερματισμό καταβολής της σύνταξης ανικανότητας στον Αιτητή είναι άκυρη και/ή ακυρώσιμη και/ή ότι η προσβαλλόμενη διοικητική πράξη και οι απορρέουσες εξ αυτής διοικητικές ενέργειες στερούνται οποιουδήποτε νομικού αποτελέσματος.»

 

Μετά από αίτηση που υπέβαλε ο αιτητής στις 17.12.96, που συνοδευόταν από σχετική ιατρική έκθεση και στην οποία δήλωνε ότι για λόγους υγείας τερμάτισε την απασχόλησή του από 13.2.96, στις 17.12.97 εξετάστηκε από Ιατρικό Συμβούλιο που τον έκρινε ανίκανο για το επάγγελμά του για 6 μήνες και με εισήγηση όπως ακολούθως επανεξεταστεί.  Η αίτηση του εγκρίθηκε σε ποσοστό 75% από 1.1.97.  Μετά από διάφορες εξετάσεις, κατά τις οποίες η ανικανότητα του επιβεβαιωνόταν καθώς και το ότι εξακολουθούσε να μην εργάζεται, στις 28.5.01 το Ιατρικό Συμβούλιο γνωμοδότησε και πάλιν ότι ήταν ανίκανος για το επάγγελμα του οινοποιού και «ικανός για εργασία μη βαρειάς χειρωνακτικής φύσης και περιορισμένου ωραρίου» (Παράρτημα 8 στην Ένσταση).

 

Στις 12.8.04 έγινε νέα διερεύνηση σχετικά με την απασχόληση του αιτητή, με την οποία διαπιστώθηκε πως από 7.6.04 απασχολείτο σε περίπτερο, το οποίο προφανώς λειτούργησε με την γυναίκα του και σύμφωνα με κατάθεση που έδωσε ο ίδιος, εργαζόταν 8-9 ώρες καθημερινά στο περίπτερο και κατά τις υπόλοιπες ώρες εργαζόταν η σύζυγός του, όταν τελείωνε άλλη εργασία, στην οποία απασχολείτο.  Μετά απ΄αυτή τη διερεύνηση η πληρωμή της σύνταξης ανικανότητας στον αιτητή τερματίστηκε από 1.7.04, όπως αναφέρεται σε επιστολή που του απεστάλη από το Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων ημερομηνίας 2.9.04 «γιατί μετά από επιτόπια διερεύνηση διαπιστώθηκε ότι εργάζεστε».

 

Ο αιτητής υπέβαλε ένσταση και ζήτησε αναθεώρηση της απόφασης, στην οποία του δόθηκε η απάντηση πως τέτοια αναθεώρηση δεν μπορούσε να γίνει.  Στις 4.11.04 ο αιτητής απεύθυνε επιστολή στον Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων διαμαρτυρόμενος και ενιστάμενος στην απόφαση του Τμήματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων, ισχυριζόμενος, μεταξύ άλλων, ότι η μερική απασχόληση του σε οικογενειακή επιχείρηση δεν συνιστούσε ουσιαστικά άσκηση εργασίας και αναφέροντας ότι τα εισοδήματα του περιπτέρου ήταν πολύ περιορισμένα, που ούτε ικανοποιητικό μισθό δεν εξασφάλιζαν στη σύζυγό του.

 

Επειδή η ένσταση και το αίτημα του αιτητή δεν ικανοποιήθηκαν, αυτός καταχώρησε την παρούσα προσφυγή, με την οποία ζητά την ακύρωση της απόφασης τερματισμού πληρωμής σύνταξης ανικανότητας, προβάλλοντας μεταξύ άλλων ως λόγους ακυρότητας την έλλειψη δέουσας έρευνας και την κατ΄ακολουθία έκδοση απόφασης βασισμένης σε πλάνη αναφορικά με τα γεγονότα και το Νόμο.  Επιπρόσθετα, προβάλλεται  ο λόγος έλλειψης αιτιολογίας.

 

Με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 38(5) των περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμων του 1980 - 1999, ανίκανος  προς εργασία θεωρείται εκείνος που λόγω υγείας ή αναπηρείας «δεν δύναται να κερδίζη δι΄εργασίας την οποίαν ευλόγως αναμένεται να εκτελή, λαμβανομένων υπ΄όψιν των δυνάμεων, των δεξιοτήτων, της μορφώσεως και της συνήθους επαγγελματικής απασχολήσεως του, πέραν του ενός τρίτου . . . του ποσού το οποίον συνήθως κερδίζει εις την αυτήν περιφέρειαν και επαγγελματικήν κατηγορίαν σωματικώς και πνευματικώς υγιής άνθρωπος της αυτής μορφώσεως.»

 

Από την πιο πάνω πρόνοια είναι προφανές πως το ουσιαστικό κριτήριο είναι η ικανότητα του ασφαλισμένου  να κερδίζει ή όχι πέραν του 1/3 που θα κέρδιζε υπό κανονικές συνθήκες υγιές άτομο στην ίδια εργασία.

 

  Όπως ανέφερα πιο πάνω, ο  αιτητής κρίθηκε ανίκανος κατά 75%. 

 

Το άρθρο 75(1) του Νόμου δίδει το δικαίωμα στον εξεταστή απαιτήσεων να αναθεωρεί απόφαση που εξέδωσε για οποιαδήποτε απαίτηση αν ικανοποιηθεί, μεταξύ άλλων, ότι «από της ημερομηνίας της εκδόσεως της αποφάσεως επήλθε μεταβολή σχετική προς τας περιστάσεις της περιπτώσεως, και αναλόγως να εγκρίνη ή να απορρίψη την απαίτησιν ή πριν ή προβή εις τοιαύτην έγκρισιν ή απόρριψιν, να παραπέμψη την απαίτησιν εις ειδικόν ιατρόν ή Ιατρικό Συμβούλιον» (άρθρο 75(1)(β)).

 

Στην παρούσα περίπτωση δεν παραπέμφθηκε ο αιτητής σε γιατρό ή Ιατρικό Συμβούλιο, αλλά προφανώς κρίθηκε ότι υπήρξε «μεταβολή σχετικά προς τα περιστάσεις της περιπτώσεως» του και ελήφθη κατ΄ακολουθία η επίδικη απόφαση.

 

Κάτω από τις συνθήκες, κρίνω πως η εισήγηση του αιτητή για έλλλειψη δέουσας έρευνας ευσταθεί.  Βασικός παράγων, όπως ήδη επεσήμανα,  ήταν η ικανότητα ή όχι του αιτητή να κερδίζει πέραν του 1/3, όπως καθορίζεται στο άρθρο 38(5) του Νόμου, κάτι το οποίο ουδόλως διερευνήθηκε.  Θεωρήθηκε ότι η εργασία του και η παρουσία του στο περίπτερο της οικογένειας ήταν αφ΄εαυτών ουσιαστικός  παράγων για να κριθεί ότι επήλθε μεταβολή των περιστάσεων που δικαιολογούσε τη διακοπή της πληρωμής της σύνταξης ανικανότητας.  Επισημαίνω πως ο αιτητής δεν είχε κριθεί από το Ιατρικό Συμβούλιο καθ΄ολοκληρία ανίκανος να εργάζεται ή να κερδίζει οποιοδήποτε ποσό.  Θεωρήθηκε ανίκανος κατά 75% και ικανός να εκτελεί μη βαρειά χειρωνακτική εργασία.  Στην παρούσα περίπτωση ούτε καν διερευνήθηκε αν η εργασία του και η παρουσία του στο περίπτερο συνεπαγόταν την εκτέλεση βαρειάς χειρωνακτικής εργασίας, ή οποιασδήποτε χειρωνακτικής εργασίας.  Η εισήγηση στη γραπτή αγόρευση των καθ΄ων η αίτηση πως η εργασία στο περίπτερο εξυπακούεται ότι συνεπαγόταν τέτοιου είδους εργασία, είναι εντελώς αυθαίρετη.

 

 Η παράλειψη των καθ΄ων η αίτηση να εξετάσουν το είδος της εργασίας του αιτητή στο περίπτερο, που προφανώς θα μπορούσε να ήταν και απλή παρουσία εκεί, η παραγνώριση της ιατρικής γνωμάτευσης που αφήνει ανοικτή τη δυνατότητα κάποιας εργασίας από τον αιτητή, η παράλειψη έρευνας για διαπίστωση των εισοδημάτων του αιτητή από τέτοια εργασία στο περίπτερο και η μη ιατρική επανεξέταση του για να κριθεί κατά πόσο είχε αλλάξει η ικανότητα του προς εργασία, αποδεικνύουν την έλλειψη της δέουσας έρευνας που κατέληξε σε απόφαση πεπλανημένη, τόσο επί του Νόμου όσο και των γεγονότων.

 

Περαιτέρω, θα ήθελα να παρατηρήσω ότι με βάση το άρθρο 75(3), απαιτείται όπως ο εξεταστής απαιτήσεων, όταν απορρίπτει απαίτηση, στη γνωστοποίηση που αποστέλλει στον αιτητή  να περιγράφει και «το αιτιολογικόν της απόφασης».  Στην παρούσα περίπτωση η μόνη αναφορά στο γεγονός ότι ο αιτητής εργάζεται δεν συνιστά νόμιμη αιτιολογία, εν όψει των πιο πάνω παρατηρήσεων μου.

 

Σχετικές με τα πιο πάνω, είναι και οι αποφάσεις στις υποθέσεις Βασιλείου ν. Δημοκρατίας, Υπ. Αρ. 893/99, ημερ. 30.1.01 και  Καραολή ν. Δημοκρατίας, Υπ. Αρ. 426/2000, ημερ. 13.12.01, όπου εγέρθηκαν παρόμοια θέματα,

 

Κάτω από το φως των πιο πάνω η προσφυγή επιτυγχάνει και η επίδικη διοικητική απόφαση ακυρώνεται με έξοδα υπέρ του αιτητή.

 

 

 

                                                                   Π. Αρτέμης, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

/Χ.Π.

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο