ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 832/2004)

 

10 Απριλίου, 2006

 

[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δικαστής.]

 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 146, 28 ΚΑΙ 29 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

PERATICA TRADING CO LTD

Αιτήτρια,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΤΟΥ

ΚΕΝΤΡΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΠΡΟΣΦΟΡΩΝ

Καθ΄Ου η Αίτηση.

 

_________

 

Μ. Κυπριανού, για την Αιτήτρια.

Ι. Τσιντίδου,  εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για το Καθ΄Ου η Αίτηση.

_________________

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Το ιστορικό της υπόθεσης αυτής ανάγεται στο 2000.  Τότε ήταν που το Τμήμα Κρατικών Αγορών και Προμηθειών ζήτησε προσφορές για την προμήθεια υφάσματος παραλλαγής rip-stop χειμερινό για τις ανάγκες της Εθνικής Φρουράς.  Υπέβαλαν προσφορά έξι προσφοροδότες, το Κεντρικό Συμβουλιο Προσφορών (ΚΣΠ) όμως, υιοθετώντας σχετική εισήγηση της Τεχνικής Επιτροπής, απεφάσισε:

 

"Ακύρωση της προσφοράς σύμφωνα με το άρθρο 22(4)(γ) των Κανονισμών, επειδή οι τιμές του μοναδικού προσφοροδότη που ανταποκρίνεται με τους όρους των εγγράφων του διαγωνισμού, εταιρεία Peratika Trading Co Ltd θεωρούνται πολύ ψηλές.  Προσφέρει USD 3,56 και USD 3,59 το τρεχούμενο μέτρο σε σχέση με την προηγούμενη τιμή κατακύρωσης......... USD 2,61 το τρεχούμενο μέτρο (αύξηση κατά 36,4% και 37,6% αντίστοιχα)."

 

 

 

Η Αιτήτρια καταχώρησε προσφυγή κατά της απόφασης αυτής (540/01,  Peratica Trading Co Ltd ν.Δημοκρατίας, 14.10.2002), η οποία ήταν επιτυχής καθ΄όσον, όπως απεφάνθη το Δικαστήριο:

 

"Δεν μπορεί να διακριβωθεί από τα στοιχεία που έχω ενώπιον μου αν πράγματι οι τιμές που πρόσφερε η αιτήτρια στον επίδικο διαγωνισμό στις οποίες περιλαμβάνονταν και οι δασμοί σύμφωνα με τους όρους του διαγωνισμού, ήταν πράγματι υπερβολικά ψηλές σε σύγκριση με τις τιμές που πρόσφεραν σε προηγούμενο διαγωνισμό.  Η διάκριση αυτή θα έπρεπε να επισημανθεί, και η διαφορά των τιμών να σημειωθεί με ακρίβεια, ώστε να δικαιολογείται η τελική κρίση του Συμβουλίου Προσφορών για την ακύρωση του διαγωνισμού."

 

 

 

Αφού μεσολάβησε προσφυγή κατά της παράλειψης του ΚΣΠ να επανεξετάσει, η οποία τελικά απεσύρθη εφ΄όσον το ΚΣΠ προέβη σε επανεξέταση, το ΚΣΠ απεφάσισε κατά την επανεξέταση:

 

"Ακύρωση του διαγωνισμού, σύμφωνα με τις πρόνοιες του κανονισμού 22(4)(γ), επειδή οι τιμές του μοναδικού προσφοροδότη που πληρεί τους όρους των εγγράφων του διαγωνισμού, Peratica Trading Co Ltd, είναι εξωπραγματικές σε σχέση με την προηγούμενη κατακύρωση, αφού λήφθηκε υπόψη και η αναγωγή των τιμών σε σχέση με το δασμολόγιο."

 

 

 

Όπως παρατηρεί και η Αιτήτρια, η αναφερόμενη αναγωγή των τιμών με βάση σχετικό πίνακα φαίνεται να καταδείκνυε την προσφορά της Αιτήτριας ως υψηλότερη κατά 24,9% της προηγούμενης κατακύρωσης.

 

Η Αιτήτρια εισηγείται και πάλι ότι η απόφαση για ακύρωση της προσφοράς ελήφθη υπό πλάνη χωρίς δέουσα έρευνα και είναι αναιτιολόγητη.  Εισηγείται συγκεκριμένα ο ευπαίδευτος συνήγορος της ότι η απλή σύγκριση που έκανε το ΚΣΠ των τιμών της προσφοράς της με την προηγούμενη κατακύρωση δεν συνιστά δέουσα έρευνα και αιτιολογία αφού δεν εξηγείται γιατί η προηγούμενη κατακύρωση να εκλαμβάνεται ως κριτήριο ούτε ποίο ποσοστό αύξησης και με βάση ποία κριτήρια μπορεί να θεωρείται εξωπραγματικό.  Και μάλιστα αφού δεν υπήρχαν στοιχεία της προηγούμενης κατακύρωσης που να επιτρέπουν έλεγχο του εύλογου της σύγκρισης της με αυτή.

 

Η ευπαίδευτη συνήγορος για τη Δημοκρατία παραπέμπει στα έγγραφα τα οποία είχε ενώπιον του το ΚΣΠ για να εισηγηθεί, επιχειρηματολογώντας σε έκταση, ότι από αυτά προκύπτει το επαρκές της έρευνας του ΚΣΠ και της αιτιολογίας της απόφασης του.

 

Ως προς το ένα θέμα που θέτει ο κ. Κυπριανού, δηλαδή την έλλειψη στοιχείων της προηγούμενης κατακύρωσης προσφοράς που να επέτρεπε σύγκριση της με την παρούσα, να παρατηρήσω ότι (ανεξάρτητα των όσων αναφέρει η ευπαίδευτη συνήγορος για τη Δημοκρατία για να καταδείξει ότι και οι δύο προσφορές είχαν τις ίδιες προδιαγραφές) στην πρώτη προσφυγή το θέμα δεν ήταν αυτό αλλά, με δεδομένη τη διαφορά τιμής μεταξύ των δύο ως μέτρο κρίσης, το νόμιμο της κρίσης του ΚΣΠ ότι η προσφορά ήταν πολύ ψηλή συγκριτικά με την προηγούμενη κατακύρωση εν όψει ιδιαίτερα του ότι δεν είχε γίνει επαρκής συσχετισμός της τιμής της προηγούμενης κατακύρωσης που ήταν χωρίς δασμό και της εν λόγω προσφοράς που ήταν με δασμό.  Η κρίση λοιπόν του Δικαστηρίου δεν αμφισβήτησε την ορθότητα της σύγκρισης με την προηγούμενη κατακύρωση ως έγκυρου μέτρου σύγκρισης, που δεν μπορεί τώρα να αμφισβητείται, αλλά το συσχετισμό των στοιχείων των δύο προσφορών.

 

Αυτό ήταν που επεσήμανε προς το ΚΣΠ και ο Γενικός Εισαγγελέας με την επιστολή του ημερομηνίας 30.10.2002 με την οποία, πληροφορώντας το για την ακυρωτική απόφαση, υπεδείκνυε ότι η σύγκριση δεν είχε λάβει υπ΄όψη ότι η τιμή της προσφοράς (USD3,56) ήταν με δασμό ενώ η τιμή της προηγούμενης κατακύρωσης (USD2,61) ήταν χωρίς δασμό, για να καταλήξει ότι η διαφορά του 36.4% που προέκυπτε ήταν πολύ ψηλή.  Αυτό είχε υπ΄όψη του και ο Γενικός Λογιστής ως Πρόεδρος του ΚΣΠ, όταν, με επιστολή του προς το Γενικό Εισαγγελέα ημερομηνίας 15.11.2002 παρατηρούσε ότι, ακόμα και αν ελαμβάνετο υπ΄όψη ότι ο δασμός 9,2% το 2001 (που θεώρησε ότι αφορούσε την προσφορά) αφαιρείτο, η τιμή που θα προέκυπτε (USD3,26) θα ήταν και πάλι υπερβολική αφού θα ήταν κατά 24,9% ψηλότερη της προηγούμενης κατακύρωσης.  Ακόλουθα, και ο Γενικός Εισαγγελέας με επιστολή του προς το ΚΣΠ ημερομηνίας 27.2.2003, υπέδειξε προς το ΚΣΠ ότι τα αναφερόμενα στην εν λόγω επιστολή θα έπρεπε να είχαν καταχωριστεί ως αιτιολογία στην απόφαση του ΚΣΠ και όχι να ελέγοντο εκ των υστέρων.  Την ανάγκη παροχής τέτοιας επαρκούς αιτιολογίας κατά την επανεξέταση επεσήμανε ο Γενικός Εισαγγελέας και σε επιστολή του προς το ΚΣΠ ημερομηνίας 5.9.2003.

 

Προχωρώ λοιπόν να εξετάσω το εύλογο της κρίσης του ΚΣΠ ότι η προσφορά της Αιτήτριας ήταν πολύ ψηλή σε σύγκριση με την προηγούμενη κατακύρωση ώστε να δικαιολογούσε ακύρωση του διαγωνισμού δυνάμει του Κανονισμού 24(4)(γ) των περί Προσφορών του Δημοσίου (Γενικοί) Κανονισμών του 1999 (ΚΔΠ 104/99), ο οποίος προνοεί:

 

"Όταν οι τιμές όλων των προφορών που πληρούν τους όρους και τις προδιαγραφές των εγγράφων του διαγωνισμού είναι εξωπραγματικές ή φαίνονται να είναι προϊόν προσυνεννόησης μεταξύ προσφοροδοτών, με αποτέλεσμα να καταστρατηγείται η έννοια του υγιούς ανταγωνισμού."

 

 

 

Ο κ. Κυπριανού για την Αιτήτρια, σχολιάζοντας τα στοιχεία στα οποία παραπέμπει η κα Τσιντίδου, παρατηρεί ότι με βάση αυτά τα ίδια προκύπτει πλάνη του ΚΣΠ κατά το ότι προσάρμοσε την τιμή της προσφοράς της Αιτήτριας με βάση το δασμό του 2001, μειώνοντας τη δηλαδή κατά 9,2%, ενώ η προσφορά είχε υποβληθεί το 2000 και θα έπρεπε να είχε μειωθεί κατά 10,1% που ήταν ο δασμός το 2000.  Αυτό είναι ορθό και αποκαλύπτει πλάνη η οποία δεν είναι δυνατό να λεχθεί από το Δικαστήριο ότι δεν επέδρασε στην κρίση του ΚΣΠ αφού το ύψος της προσφοράς της Αιτήτριας χωρίς το δασμό ήταν το ουσιαστικό στοιχείο κρίσης της για το αν η προσφορά ήταν υπερβολικά ψηλή.  Αν και, λοιπόν, το ΚΣΠ, συμμορφούμενο με την ακυρωτική απόφαση, ορθώς κατά την επανεξέταση προέβη σε προσαρμογή της προσφοράς της Αιτήτριας σε σχέση με το δασμό, η προσαρμογή αυτή ήταν πεπλανημένη αφού αναφέρετο σε δασμό έτους άλλου εκείνου που ήταν σχετικό.

 

Υπάρχει βεβαίως ακόμα και η ευρύτερη διάσταση του πράγματος που αφορά το κριτήριο του τι συνιστά "πολύ ψηλή" προσφορά ώστε να δικαιολογεί ακύρωση του διαγωνισμού.  Είτε το κριτήριο σύγκρισης είναι η τιμή της προηγούμενης κατακύρωσης, όπως φαίνεται να θεώρησε το ΚΣΠ, είτε μία αντικειμενική αντίληψη του τι συνιστά λογική τιμή με βάση όλα τα διαθέσιμα στοιχεία, δεν εξηγείται, με αναφορά σε αντικειμενικά δεδομένα, ποία θα ήσαν τα πλαίσια λογικής τιμής έξω από τα οποία η προσφορά θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως πολύ ψηλή, και μάλιστα, όπως εξήγησα, δοθέντος ότι η προηγούμενη κατακύρωση και η παρούσα προσφορά εκλαμβάνονται ως πανομοιότυπες.  Τέτοια δεδομένα θα μπορούσαν να είναι, μεταξύ άλλων, οι οποιεσδήποτε μεσολαβήσασες αυξήσεις των τιμών παραγωγής και προμήθειας, αυξήσεις των επιχειρησιακών κόστων και αυξήσεις στον πληθωρισμό.  Όχι όμως μόνο το ΚΣΠ δεν βασίσθηκε σε τέτοια στοιχεία που θα δικαιολογούσαν το εύλογο της κρίσης του αλλά και, όπως εύστοχα παρατηρεί ο κ. Κυπριανού, δεν έλαβε υπ΄όψη του ένα άλλο στοιχείο που διείπε το κατά πόσο η προσφορά ήταν πολύ ψηλή, ότι η προηγούμενη κατακύρωση στα USD2,61 είχε γίνει, όπως η ίδια η κα Τσιντίδου αναφέρει στην αγόρευσή της, έναντι μειωμένης τιμής λόγω αποκλίσεων του υφάσματος από τις προδιαγραφές.

 

Και μια τελευταία αλλά πιο θεμελιακή παρατήρηση.  Μπορεί κανείς να διερωτηθεί αν ο Κανονισμός 24(4)(γ) έχει εφαρμογή στην περίπτωση αυτή.  Η εντύπωση που μπορεί να έχει κάποιος είναι ότι μάλλον αφορά τη δυνατότητα ακύρωσης όπου οι τιμές όλων των προσφορών είναι τόσο εξωπραγματικές ώστε να δημιουργούν την εντύπωση μη γνήσιου διαγωνισμού εις βάρος του κράτους.  Δεν έχει όμως εγερθεί το θέμα και δεν θα με απασχολήσει περαιτέρω.

 

Ο κ. Κυπριανού εγείρει και θέμα κακής πίστης του ΚΣΠ, το οποίο πραγματεύεται στην απαντητική αγόρευση του, ουσιαστικά εισηγούμενος ότι το ιστορικό της υπόθεσης αποκαλύπτει προδιάθεση του ΚΣΠ κατά της Αιτήτριας.  Δεν έχει έρεισμα η εισήγηση αυτή.

 

Η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται.  Η Δημοκρατία θα καταβάλει £500 έξοδα στην Αιτήτρια.

 

 

 

                                                                   Δ. Χατζηχαμπής,

                                                                                  Δ.

 

 

 

 

/ΚΧ"Π


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο