ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 177/2005)
7 Μαρτίου 2006
[ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
SHAH SORDER (BABUL),
Αιτητής,
- ν. -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
---------------------------
Ν. Νικολαΐδης, για τον Αιτητή.
Μ. Σπηλιωτοπούλου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
---------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Την 1 Δεκεμβρίου 2003 ο αιτητής, υπήκοος της Μπαγκλαντές, παρουσιάστηκε ενώπιον της αρμόδιας Αρχής και υπέβαλε αίτηση για πολιτικό άσυλο. Προέβαλε ως λόγο το φόβο για ποινικές διώξεις με ψευδείς κατηγορίες εναντίον του επειδή διετέλεσε ενεργό μέλος πολιτικού κόμματος, αντιπάλου του κυβερνώντος κόμματος. Ισχυρίστηκε ότι εγκατέλειψε τη χώρα του με πλοίο στις 12 Νοεμβρίου 2003 και ότι στην Κύπρο αφίχθη κατά την ημερομηνία που υπέβαλε την αίτηση.
Αργότερα όμως, κατά τη συνέντευξη η οποία διεξήχθη από λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, ο αιτητής ανέφερε ότι είχε φύγει από τη χώρα του στις 27 Νοεμβρίου 2003. Περιέγραψε τη διαδρομή που ακολούθησε, λέγοντας πως πρώτα μετέβη στην Ινδία από όπου πήρε πλοίο το οποίο στις 13 Δεκεμβρίου 2003 τον μετέφερε στο βόρειο, τουρκοκρατούμενο μέρος της Κύπρου και από εκεί εν συνεχεία ήρθε με ταξί στις ελεύθερες περιοχές. Εξήγησε πως το διαβατήριο του το είχε παραδώσει σε κάποιο αντιπρόσωπο από τον οποίο δεν το πήρε πίσω. Διευκρίνισε πως το πραγματικό του όνομα ήταν Shazahan Shorder και όχι, όπως είχε αρχικά σημειωθεί στην αίτηση, Shah Sorder. Προέκυψε όμως από έρευνα, την οποία διεξήγαγε η Υπηρεσία Ασύλου, ότι στην πραγματικότητα ο αιτητής είχε κατά πρώτον αφιχθεί στην Κύπρο στις 18 Μαρτίου 2003 νόμιμα, παρουσιάζοντας διαβατήριο με το όνομα «Babul».
Στις 17 Αυγούστου 2004 η Υπηρεσία Ασύλου απέρριψε το αίτημα. Ο αιτητής άσκησε εμπρόθεσμα διοικητική προσφυγή. Στις 16 Νοεμβρίου 2004 η Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων την απέρριψε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, και γνωστοποίησε το αποτέλεσμα στον αιτητή, στις 6 Δεκεμβρίου 2004 με συστημένη επιστολή. Θεώρησε, όπως το ίδιο προηγουμένως και η Υπηρεσία Ασύλου, ότι ο αιτητής ήταν αναξιόπιστος. Κατέγραψε πρώτα τις εξής αντιφάσεις τις οποίες είχε επισημάνει η Υπηρεσία Ασύλου:
«Στην αίτηση του προσφεύγοντα αναγράφεται διαφορετικό όνομα από το διαβατήριο του ενώ ερωτηθείς στη συνέντευξη ισχυρίστηκε ότι το πραγματικό όνομα του είναι το ψευδές (ερυθρά 34 (1Χ), 15 Υπ. Ασ.).
Ο προσφεύγων εισήλθε στην Κύπρο νόμιμα, (Ερυθρό 13 Υπ. Ασ.) ενώ στην αίτηση και στη συνέντευξη ισχυρίστηκε ότι εισήλθε παράνομα κατά το Νοέμβριο ή Δεκέμβριο του 2003. (ερυθρό 34 και 33 Υπ. Ασ.)
Οι γνώσεις του σχετικά με το κόμμα στο οποίο ισχυρίζεται ότι ήταν μέλος και συνεπεία αυτού του γεγονότος υπέστη δίωξη, ήταν μηδαμινές. (ερυθρό 28 (3Χ) Υπ. Ασ.)
Ο προσφεύγων δήλωσε ότι έφθασε στην Κύπρο 15 μέρες μετά την αναχώρηση του από το Bangladesh και στη συνέχεια δήλωσε ότι το ταξίδι διήρκησε 23 μέρες. Ερωτηθείς για την πιο πάνω αντίφαση, δήλωσε ότι δεν κατάλαβε. (ερυθρό ..)»
Έπειτα, η Αναθεωρητική Αρχή πρόσθεσε και δύο άλλες αντιφάσεις τις οποίες διαπίστωσε η ίδια:
«1. Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης ερωτηθείς για τις υποθέσεις που εκκρεμούν εναντίον του, δεν έδωσε οποιαδήποτε στοιχεία και οι απαντήσεις του προσφεύγοντα ήταν ασαφείς και αόριστες. (Ερυθρό 30 και 29 Υπ. Ασ.)
2. Από το 2001 που ο ίδιος ισχυρίζεται ότι είχε προβλήματα μέχρι που αποφάσισε να φύγει, πέρασαν δύο χρόνια χωρίς να υποστεί οποιαδήποτε δίωξη. (Ερυθρό 29 Υπ. Ασ.)»
Εν συνεχεία η Αναθεωρητική Αρχή ανέφερε τα εξής σε σχέση με τους λόγους τους οποίους ο αιτητής προέβαλε, μέσω του δικηγόρου του, για προώθηση της διοικητικής προσφυγής:
«Αναφορικά με τον πρώτο λόγο του προσφεύγοντα ότι η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου είναι λανθασμένη και ότι έχει εγκαταλείψει τη χώρα του για λόγους που σχετίζονται με βάσιμους και δικαιολογημένους φόβους δίωξης και ότι έχει ανάγκη διεθνούς προστασίας είναι ανυπόστατος. Ο προσφεύγων κρίθηκε αναξιόπιστος για τον πυρήνα του αιτήματος του από την Υπηρεσία Ασύλου. Δεν έχει στοιχειώδεις γνώσεις για το κόμμα του και έδωσε ψευδή στοιχεία ως προς την ταυτότητα του κι υπέπεσε σε αντιφάσεις ως προς το αίτημα του.
Αναφορικά με τον δεύτερο λόγο του προσφεύγοντα ότι η ζωή του απειλείται λόγω των πολιτικών του πεποιθήσεων και τη συμμετοχή του σε συγκεκριμένο πολιτικό κόμμα της χώρας του είναι ανυπόστατος. Ο προσφεύγων δεν έδωσε στοιχειώδης πληροφορίες για το κόμμα στο οποίο ισχυρίζεται ότι ανήκει. Διαπιστώνω από την μελέτη του φακέλου, ότι για τους ισχυρισμούς του προσφεύγοντα τόσο στην αίτηση του όσο και στη συνέντευξη του έγινε εκτενής ανάλυση ως προς την αξιοπιστία τους, καθώς και ως προς την υπαγωγή τους σύμφωνα με τον ορισμό του πρόσφυγα και του καθεστώτος της συμπληρωματικής προστασίας (άρθρα 3 και 19 του Περί Προσφύγων Νόμου 2000-2004) και ορθά κρίθηκε αναξιόπιστος.»
Με την παρούσα προσφυγή προβάλλεται (α) ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε χωρίς δέουσα έρευνα και επομένως υπό καθεστώς πλάνης• (β) ότι δεν είναι αιτιολογημένη• (γ) ότι λήφθηκε καθ΄ υπέρβαση ή κατάχρηση εξουσίας• (δ) ότι λήφθηκε κατά παράβαση νόμων, διεθνών συμβάσεων και διαφόρων Άρθρων του Συντάγματος• (ε) ότι χρησιμοποιήθηκαν λανθασμένα κριτήρια και (ζ) ότι λήφθηκε κατά παράβαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης.
Ο αιτητής παραπονείται πρώτα απ΄ όλα ότι δεν του δόθηκε η ευκαιρία να εκθέσει τις απόψεις του. Όμως στη διοικητική προσφυγή διατύπωσε, μέσω δικηγόρου, τις θέσεις και τις απόψεις του όπως ο ίδιος επιθυμούσε, ήδη γνωρίζοντας τα δεδομένα στους διάφορους τομείς που είχαν απασχολήσει κατά τη συνέντευξη την οποία διεξήγαγε η Υπηρεσία Ασύλου. Ένα από τα επιμέρους παράπονα του, στο οποίο νομίζω πως χρειάζεται ειδική αναφορά, έχει σχέση με το διαβατήριο του. Λέγει ότι δεν του αποκαλύφθηκε ότι η αρμόδια Αρχή γνώριζε για το διαβατήριο του με σφραγίδες εισόδου στην Κύπρο. Αυτό όμως δεν είναι ορθό. Αναφορά στο διαβατήριο του με σφραγίδες εισόδου περιλαμβανόταν στη δοθείσα σ΄ αυτόν αιτιολογία της απορριπτικής απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου. Και ήταν βέβαια προφανή τα επακόλουθα.
Έπειτα ο αιτητής παραπονείται ότι οι απαντήσεις του στις ερωτήσεις που του υποβλήθηκαν κατά τη συνέντευξη παρερμηνεύτηκαν ή δεν αξιολογήθηκαν ορθά, ότι εκεί όπου αμφισβητείτο η γνησιότητα εγγράφων τα οποία παρουσίασε δεν του ζητήθηκαν περαιτέρω στοιχεία, πρωτότυπα ή διευκρινίσεις και ότι τελικά η Αναθεωρητική Αρχή, το ίδιο όπως και η Υπηρεσία Ασύλου, στηρίχθηκε σε λανθασμένες πληροφορίες τις οποίες δεν είχε δώσει ο ίδιος.
Σε τέτοιου είδους περιπτώσεις, η συγκέντρωση στοιχείων - τα οποία συχνά προέρχονται κυρίως από τον ίδιο τον αιτούντα - η διακρίβωση, η αξιολόγηση και η στάθμιση τους, με αναφορά σε διάφορους σχετικούς παράγοντες, αποτελεί έργο πολύπλοκο αλλά και λεπτό και, πάντως, ιδιαίτερα δύσκολο. Είμαι ικανοποιημένος ότι στην παρούσα περίπτωση η Υπηρεσία Ασύλου και ύστερα η Αναθεωρητική Αρχή προχώρησαν επαρκώς τόσο σε έκταση όσο και σε βάθος προς διακρίβωση των όσων χρειάζονταν για διεκπεραίωση του έργου τους. Θα μπορούσαν ίσως να προχωρούσαν προς κάποιες κατευθύνσεις ακόμα περισσότερο - π.χ. σε σχέση με τα προσκομισθέντα έγγραφα - αλλά οι περιστάσεις δεν το καθιστούσαν απαραίτητο. Τα δεδομένα, όπως αυτά είχαν διαμορφωθεί, παρείχαν ασφαλές έδαφος για τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης. Οι αντιφάσεις στις οποίες ο αιτητής είχε περιπέσει, συνέθεταν μια αδέξια κατασκευή που δεν μπορούσε να είχε σχέση με την πραγματικότητα και που δεν μπορούσε να εξηγηθεί από κάποιο φόβο ή ανησυχία του χωρίς να αναιρείται η ουσία της εκδοχής του για ανάγκη προστασίας από διωγμό. Κατά την άποψη μου, η περίπτωση του αιτητή εξετάστηκε από κάθε πτυχή με τρόπο ορθό και δίκαιο. Δεν διέκρινα οποιαδήποτε παράβαση του Συντάγματος, διεθνούς σύμβασης ή νόμου. Είναι νομίζω προφανές πως πρόκειται για άλλη μια περίπτωση μετανάστη από μακρινή χώρα που αναζητά ένα καλύτερο οικονομικό μέλλον στον ευρωπαϊκό χώρο.
Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται βάσει του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.
Γ.Κ. Νικολάου,
Δ.