ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπóθεση Αρ. 1094/2004)
23 Μαρτίου, 2006
[ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στής]
BABA MUHAMMAD,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ,
2. ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΥ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ,
3. ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ,
Καθ΄ων η Αίτηση.
Γ. Ερωτοκρίτου και Λ. Σαρρής, για τον Αιτητή.
Γ. Χατζηχάννα (κα), για τους Καθ΄ων η Αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Στις 8.9.2004 ο αιτητής υπέβαλε αίτηση για άσυλο.
Ο αιτητής, τόσο κατά την υποβολή του πιο πάνω αιτήματος όσο και κατά την υποβολή άλλης αίτησης άδειας προσωρινής διαμονής, δήλωσε την οδό Ευριπίδου αρ. 11, Διαμέρισμα 5, κτίριο Βαρωσιώτη, στη Λευκωσία, ως τον τόπο διαμονής του και ως διεύθυνση του.
Στις 14.1.2004 κλήθηκε με επιστολή από αρμόδιο λειτουργό να προσέλθει για συνέντευξη, στις 16.2.2004, στην Υπηρεσία Ασύλου του Υπουργείου Εσωτερικών.
Η πιο πάνω επιστολή/κλήση δεν επιδόθηκε στον αιτητή. Στην ένορκη δήλωση του επιδότη που είναι κατατεθειμένη στο διοικητικό φάκελο, αναφέρεται ότι κατά την επίσκεψη του στην πιο πάνω διεύθυνση που δήλωσε ως τόπο διαμονής του ο αιτητής, ο τελευταίος δεν κατοικούσε εκεί, γιατί εν τω μεταξύ είχε μετακομίσει. Παρά τα πιο πάνω γεγονότα, ο επιδότης, έχοντας υπόψη το κινητό τηλέφωνο του αιτητή το οποίο είχε δώσει στην Υπηρεσία Ασύλου, επικοινώνησε μαζί του. Ο αιτητής όμως δεν συνεργάστηκε μαζί του δηλώνοντας του, προφανώς εσκεμμένα, ότι δεν γνωρίζει τη διεύθυνση που εκείνη την ημέρα διέμενε. Είναι δεδομένο ότι ο αιτητής όταν μετακόμισε από τη διεύθυνση που δήλωσε, την οδό Ευριπίδου, δεν γνωστοποίησε τη νέα διεύθυνση του στο κατά τόπο κλιμάκιο Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως ως είχε υποχρέωση από το νόμο και ως εκ τούτου η Υπηρεσία Ασύλου να μην γνωρίζει τη νέα διεύθυνση του.
Η Υπηρεσία Ασύλου, έχοντας υπόψη τα πιο πάνω γεγονότα, αποφάσισε, κατ' εφαρμογή των άρθρων 8(3)(β) και 16Α(1) του περί Προσφύγων Νόμου (Ν. 6(1)/2000), να κλείσει το φάκελο του αιτητή. Η Υπηρεσία Ασύλου απέστειλε σχετική επιστολή στον αιτητή στις 27.5.2004.
Εναντίον αυτής της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ο αιτητής καταχώρησε την παρούσα προσφυγή.
Ο δικηγόρος του αιτητή αμφισβητεί τα γεγονότα όπως έχουν παρουσιαστεί πιο πάνω και ισχυρίζεται στην αγόρευση του ότι οι ισχυρισμοί, κατ' αυτόν, ότι ο αιτητής δεν ανευρίσκετο στη διεύθυνση που δήλωσε, είναι αναληθείς. Αμφισβητεί δηλαδή, το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης του επιδότη. Όπως ακόμα αμφισβητεί το τηλεφώνημα του επιδότη προς τον αιτητή. Ο δικηγόρος του αιτητή, στη γραπτή του αγόρευση, στηριζόμενος στα, κατ' ισχυρισμό του, αληθή γεγονότα, προβάλλει ως λόγους ακυρότητας την έλλειψη δέουσας έρευνας της αρμόδιας αρχής και κατ' ακολουθία παραβίαση του κανόνα της φυσικής δικαιοσύνης, αφού ο αιτητής δεν ακούστηκε.
Οι ισχυρισμοί του δικηγόρου του αιτητή ως προς τα γεγονότα, παραμένουν μετέωροι και αναπόδεικτοι. Σύμφωνα με τη νομολογία δεν είναι δυνατή η αλλοίωση των γεγονότων που φαίνονται στο διοικητικό φάκελο της υπόθεσης με την αγόρευση του δικηγόρου του αιτητή. Οι ισχυρισμοί του είναι εκτός των άλλων αναπόδεικτοι.
Το άρθρο 8 του Νόμου έχει ως εξής:-
«8.(1) Χορηγείται από το Διευθυντή άδεια προσωρινής διαμονής σε αιτητή, ο οποίος εισέρχεται στη Δημοκρατία, όπως αναφέρεται στο άρθρο 7, η οποία θα ισχύει για τη χρονική περίοδο από την ημερομηνία εισόδου του αιτητή στη Δημοκρατία μέχρι την ημερομηνία έκδοσης της τελικής απόφασης αναφορικά με την αίτησή του για αναγνώρισή του ως πρόσφυγα.
(2) Ο τόπος διαμονής αιτητή, στον οποίο χορηγείται άδεια προσωρινής διαμονής δυνάμει του εδαφίου (1), καθορίζεται στην άδεια και ο αιτητής υποχρεούται, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εξέτασης της αίτησής του να παραμείνει στον τόπο αυτό.
(3)(α) Ο αιτητής, σε περίπτωση αλλαγής του τόπου διαμονής του υποχρεούται να ενημερώνει αμέσως τα κατά τόπο αρμόδια Κλιμάκια Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως της Αστυνομίας, τα οποία οφείλουν να ενημερώνουν αμέσως την Υπηρεσία Ασύλου και το Διευθυντή για την αλλαγή αυτή.
(β) Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης του αιτητή με την πιο πάνω υποχρέωση, εφαρμόζονται οι πρόνοιες του άρθρου 16Α.»
Και το άρθρο 16Α(1):-
«16Α.(1) Ο Προϊστάμενος κλείνει το φάκελο και διακόπτει τη διαδικασία εξέτασης της αίτησης, με απόφασή του, η οποία καταχωρείται στο φάκελο σε περίπτωση που-
(α) Ο αιτητής δεν συμμορφώνεται με τις υποχρεώσεις που προκύπτουν από το άρθρο 8 του παρόντος Νόμου.»
Με βάση τα γεγονότα, όπως αυτά ήταν γνωστά στην αρμόδια αρχή και περιέχονται στο διοικητικό φάκελο, η Υπηρεσία Ασύλου ενεργώντας ορθά και νόμιμα, με βάση τα άρθρο 8(1)(2)(3 α και β) και 16Α(1)(α), αποφάσισε το κλείσιμο του φακέλου του αιτητή. Η Υπηρεσία Ασύλου δικαιολογημένα και εξ υπαιτιότητος του αιτητή κατέληξε στο κλείσιμο του φακέλου με αποτέλεσμα να θεωρηθεί παράνομος μετανάστης.
Οι ισχυρισμοί του δικηγόρου του αιτητή για μη δέουσα έρευνα, και πλάνη και για μη επαρκή αιτιολογία της επίδικης απόφασης κρίνονται ανεδαφικοί και απορρίπτονται. Η καθ' ης η αίτηση, όπως εξάγεται από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου προέβη σε επαρκή έρευνα και αιτιολόγησε την απόφαση της. Η αιτιολογία συμπληρώνεται από το περιεχόμενο του φακέλου.
Κατ' ακολουθία η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του αιτητή όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή.
Η επίδικη απόφαση επικυρώνεται.
(Υπ.) Μ. Κρονίδης, Δ.
/ΕΠσ