ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση αρ. 1193/2004
8 Φεβρουαρίου, 2006
[Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στης]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ ΧΑΤΖΗΝΙΚΟΛΑ
Αιτήτρια,
- ν. -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΚΡΙΣΕΩΝ ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΩΝ ΚΑΙ/Η
ΑΡΧΗΓΟΥ ΕΘΝΙΚΗΣ ΦΡΟΥΡΑΣ
Καθών η αίτηση.
------------------
Σ. Οικονομίδης, για την αιτήτρια
Κ. Σταυρινός, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τους καθών η αίτηση
-----------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ: Με την προσφυγή αυτή η αιτήτρια ζητά δήλωση του δικαστηρίου με την οποία να κηρύσσεται άκυρη η απόφαση του Συμβουλίου Κρίσεων Αξιωματικών που της γνωστοποιήθηκε με επιστολή του Αρχηγού της Εθνικής Φρουράς ημερ. 25/11/04 και με την οποία απέρριψε το αίτημα της για να μειωθεί κατά δύο χρόνια ο ελάχιστος χρόνος παραμονής της στον βαθμό του Λοχαγού για να δικαιούται σε κρίση για σκοπούς προαγωγής.
Γεγονότα
Η αιτήτρια είναι πτυχιούχος της Νομικής του Πανεπιστημίου της Φιλίας των Λαών Μόσχας και μόνιμος Αξιωματικός Στρατού της Εθνικής Φρουράς στο Δικαστικό Σώμα, στο βαθμό του Λοχαγού. Είχε προσληφθεί απευθείας ως αξιωματικός του Στρατού με το βαθμό του Ανθυπολοχαγού στις 1/2/93 ως πτυχιούχος ανωτάτου εκπαιδευτικού ιδρύματος. Επικαλούμενη τις πρόνοιες της Κ.Δ.Π. 313/02, με σχετική αναφορά της ημερ. 17/9/02 στην οποία επισύναψε και φωτοαντίγραφο του πτυχίου της, το οποίο, όπως η ίδια ισχυρίστηκε, ήταν διάρκειας 6 χρόνων, ζήτησε όπως ο χρόνος υπηρεσίας της στο βαθμό του λοχαγού μειωθεί με τρόπο που να θεμελιώνει δικαίωμα κρίσης στις τακτικές κρίσεις του έτους 2003. Με νέα αναφορά της ημερ. 18/10/02 υπέβαλε και μεταφρασμένη και βεβαιωμένη από το αρμόδιο όργανο του Γραφείου Τύπου και Πληροφοριών της Δημοκρατίας, βεβαίωση του πανεπιστημίου Φιλίας και Λαών της Μόσχας. στην οποία αναφερόταν ότι «η περίοδος φοίτησης για απόκτηση της ειδικότητας «Δίκαιο» είναι έξι χρόνια». Η Διεύθυνση Δικαστικού του Γ.Ε.Ε.Φ.. στην οποία υπαγόταν η αιτήτρια, με Υπηρεσιακό Σημείωμά της ημερ. 16/4/03 διαβίβασε στην αιτήτρια επιστολή που είχε αποστείλει το Κυπριακό Συμβούλιο Αναγνώρισης Τίτλων Σπουδών (ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ.) (στο οποίο είχαν αποταθεί), στο Διευθυντή του Γ.Ε.Ε.Φ., και στην οποία επιστολή του, αναφερόταν ότι η αιτήτρια θα «πρέπει να υποβάλει αίτηση για αναγνώριση με βάση τις συγκεκριμένες διαδικασίες και συνοδευόμενη από όλα τα απαραίτητα δικαιολογητικά».
Η αιτήτρια με σχετική αναφορά της ημερ. 22/4/03 προς το Γ.Ε.Ε.Φ. ανάφερε, μεταξύ άλλων, ότι το πτυχίο της είναι ήδη επίσημα αναγνωρισμένο και με βάση αυτό είναι και επίσημα εγγεγραμμένη ως δικηγόρος και ως εκ τούτου δεν προτίθεται να αποταθεί στο ΚΥΣΑΤΣ για να ζητήσει την αναγνώριση του πτυχίου της αφού μια τέτοια ενέργεια είναι, όπως ανάφερε, «το λιγότερο άσχετη ή και αχρείαστη» για την περίπτωση της. Απέστειλε επίσης και σχετική βεβαίωση του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Δημοκρατίας ότι είχε εγγραφεί ως δικηγόρος.
Η εν λόγω αναφορά της αιτήτριας με τη συνημμένη σ' αυτή αλληλογραφία διαβιβάστηκε από το Γ.Ε.Ε.Φ. με σχετικό Υπηρεσιακό Σημείωμα ημερ. 22/4/03 στο 1ο Επιτελικό Γραφείο του Γ.Ε.Ε.Φ. για τις δικές τους ενέργειες λόγω, όπως αναφερόταν, «αποκλειστικής αρμοδιότητας».
Ο Αρχηγός του Γ.Ε.Ε.Φ. με σχετικό έγγραφο του προς την αιτήτρια ημερ. 25/11/04 την πληροφόρησε ότι το Συμβούλιο Κρίσεων Αξιωματικών, κατά την έκτακτη σύνοδο του για το έτος 2004, ασκώντας τις εξουσίες που του παρέχονται από τους περί Αξιωματικών του Στρατού της Δημοκρατίας (Διορισμοί, Ιεραρχία, Προαγωγές και Αφυπηρετήσεις) Κανονισμούς του 1990 έως 2003, εξέτασε το αίτημα της για κρίση και αποφάσισε ότι η περίπτωση της «δεν εμπίπτει στις πρόνοιες των συγκεκριμένων κανονισμών διότι για την απόκτηση του συγκεκριμένου καταληκτικού τίτλου σπουδών σε αναγνωρισμένα εκπαιδευτικά ιδρύματα ανώτατης εκπαίδευσης της Ελλάδος απαιτούνται 4 έτη φοίτησης». Έτσι ακολούθησε η παρούσα προσφυγή.
Εξέταση Νομικών Λόγων
Παρόλο ότι οι καθών η αίτηση είχαν εγείρει προδικαστική ένσταση ότι η αιτήτρια στερείται εννόμου συμφέροντος κατά το χρόνο εκδίκασης της υπόθεσης της λόγω ακύρωσης από το Ανώτατο Δικαστήριο της θέσης στην οποία υπηρετούσε όταν καταχώρησε την προσφυγή, τελικά και συγκεκριμένα κατά το στάδιο των διευκρινίσεων, ο ευπαίδευτος δικηγόρος των καθών η αίτηση απέσυρε αυτή αφού η αιτήτρια είχε στο μεταξύ αποκατασταθεί αναδρομικά στη θέση του Λοχαγού.
Με βάση τα πιο πάνω προχωρώ στην εξέταση των νομικών ισχυρισμών της αιτήτριας με τη σειρά που αυτοί αναπτύσσονται στη γραπτή της αγόρευση.
Με τον πρώτο λόγο γίνεται ισχυρισμός ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε από αναρμόδιο για τη συγκεκριμένη περίπτωση όργανο ή καθ' υπέρβαση και/ή κατάχρηση εξουσίας. Στήριξε ο ευπαίδευτος συνήγορος τον ισχυρισμό του στις παραγράφους (5) και (6) του Κανονισμού 27 των περί Αξιωματικών του Στρατού της Δημοκρατίας (Διορισμοί, Ιεραρχία, Προαγωγές και Αφυπηρετήσεις) Κανονισμών του 1990 (Κ.Δ.Π. 90/90 όπως τροποποιήθηκαν με την Κ.Δ.Π. 313/02), που έχουν ως εξής:
«(5) Κάθε αξιωματικός που δικαιούται κρίσης κατά την τακτική σύνοδο του Συμβουλίου Κρίσεων ή, αναλόγως της περιπτώσεως, του Ανωτάτου Συμβουλίου Κρίσεων λαμβάνει γνώση με διαταγή του Αρχηγού μέσα στο Νοέμβριο του προηγούμενου χρόνου.
(6) Κάθε Αξιωματικός που δικαιούται κρίσης σε έκτακτη σύνοδο του Συμβουλίου Κρίσεων ή, αναλόγως της περιπτώσεως, του Ανωτάτου Συμβουλίου Κρίσεων λαμβάνει γνώση με διαταγή του Αρχηγού αμέσως μετά την έκδοση της Διαταγής για σύγκληση του Συμβουλίου.»
Ισχυρίζεται ο συνήγορος της αιτήτριας ότι είναι ξεκάθαρο από τις πιο πάνω νομικές διατάξεις, πως το αν ένας Αξιωματικός δικαιούται ή όχι κρίσης σε τακτική ή έκτακτη σύνοδο του Συμβουλίου Κρίσεων, τούτο αποφασίζεται και είναι γνωστό, πριν από την οποιαδήποτε σύνοδο του Συμβουλίου Κρίσεων. Επομένως σύμφωνα με τους σχετικούς κανονισμούς δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να είναι το Συμβούλιο Κρίσεων το αρμόδιο όργανο για να αποφασίσει το αν ένας αξιωματικός δικαιούται ή όχι κρίσης σε τακτική ή έκτακτη σύνοδο του Συμβουλίου Κρίσεων, αλλά αρμόδιος είναι ο Αρχηγός της Εθνικής Φρουράς αφού αυτός πληροφορεί με διαταγή του τους δικαιούμενους σε κρίση αξιωματικούς και πουθενά στους σχετικούς κανονισμούς προβλέπεται ή καθορίζεται άλλο όργανο για τέτοια απόφαση. Περαιτέρω ισχυρίζεται ο συνήγορος ότι πουθενά στους σχετικούς κανονισμούς υπάρχει οποιαδήποτε πρόνοια από την οποία, έστω και έμμεσα, να συνάγεται ότι το Συμβούλιο Κρίσεων έχει οποιαδήποτε αρμοδιότητα να εξετάζει και το κατά πόσον ένας αξιωματικός δικαιούται ή όχι να κριθεί από αυτό. Η μόνη αρμοδιότητα του Συμβουλίου Κρίσεων είναι να κρίνει τους Αξιωματικούς προς τους οποίους ο Αρχηγός της Εθνικής Φρουράς γνωστοποίησε με διαταγή του την απόφαση ότι δικαιούται σε κρίση. Καταλήγει η πλευρά της αιτήτριας ότι το Συμβούλιο Κρίσεων Αξιωματικών ενήργησε στη συγκεκριμένη αυτή περίπτωση αναρμόδια και/ή καθ' υπέρβαση ή κατάχρηση εξουσίας.
Αντίθετα με την πιο πάνω θέση ο ευπαίδευτος δικηγόρος των καθών η αίτηση υποστηρίζει ότι αυτός που είναι αρμόδιος να επιλαμβάνεται των κρίσεων των αξιωματικών, δηλαδή το Συμβούλιο Κρίσεων Αξιωματικών, είναι και ο αρμόδιος να αποφασίσει το αν κάποιος αξιωματικός δικαιούται ή όχι κρίσης αφού τα δυο, δηλαδή «ποιος έχει δικαίωμα για κρίση» και η ίδια η «κρίση», είναι αλληλένδετα.
Εξέτασα τις αντίστοιχες θέσεις. Λαμβάνοντας υπόψη ότι η περίπτωση αυτή έχει ξεκινήσει με αίτημα της ίδιας της αιτήτριας για συντόμευση του χρόνου παραμονής της στη θέση Λοχαγού και δεν είναι περίπτωση που κάτω υπό κανονικές συνθήκες θα έπρεπε να ειδοποιηθεί η αιτήτρια από τον τον Αρχηγό Εθνικής Φρουράς, αρμόδιο για να αποφασίσει το αίτημα της ήταν το Συμβούλιο Κρίσεων Αξιωματικών, πράγμα που έπραξε όπως φαίνεται από τα σχετικά πρακτικά ημερ. 13/10/04. Με την προσβαλλόμενη επιστολή ημερ. 25/11/04 ο Αρχηγός της Εθνικής Φρουράς απλώς γνωστοποίησε στην αιτήτρια την απόφαση του Συμβουλίου Κρίσεων Αξιωματικών, το οποίο, με βάση τον Καν. 25 των βασικών Κανονισμών (Κ.Δ.Π. 90/90) ήταν το αρμόδιο όργανο να πάρει την απόφαση στο αίτημα της αιτήτριας το οποίο βασιζόταν στις πρόνοιες του Καν. 27, όπως τροποποιήθηκε με την Κ.Δ.Π. 313/02.
Με βάση τα πιο πάνω ο ισχυρισμός της αιτήτριας ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι παράνομη λόγω αναρμοδιότητας του οργάνου που έλαβε αυτή, δεν ευσταθεί.
Ο επόμενος λόγος που προβάλλεται από πλευράς της αιτήτριας είναι ότι η απόφαση λήφθηκε χωρίς τη δέουσα έρευνα ή υπό το κράτος πλάνης περί το νόμο ή τα πράγματα.
Ο σχετικός Κανονισμός στο οποίο στήριξε το αίτημα της η αιτήτρια διαλαμβάνει, στην έκταση που μας ενδιαφέρει, τα εξής:
«(2) Για τους Ανθυπολοχαγούς που προέρχονται από Ανώτατες Στρατιωτικές Σχολές, στις οποίες τα έτη φοίτησης είναι περισσότερα των ετών φοίτησης των Ανωτάτων Στρατιωτικών Σχολών, από τις οποίες αποφοιτούν Αξιωματικοί Όπλων του Στρατού Ξηράς, Μάχιμοι Αξιωματικοί του Ναυτικού ή Ιπτάμενοι Αξιωματικοί της Αεροπορίας, ο ελάχιστος χρόνος παραμονής που αναφέρεται στην υποπαράγραφο (α) της παραγράφου (1) του παρόντος Κανονισμού, μειώνεται κατά τόσα έτη, όσα τα προβλεπόμενα επιπλέον έτη φοίτησης. Σε καμία όμως περίπτωση ο ελάχιστος χρόνος παραμονής στο βαθμό αυτό δεν μπορεί να είναι μικρότερος από ένα έτος:
Νοείται ......................................................................................................
(3) Η πρόνοια της προηγούμενης παραγράφου ισχύει και για όσους διορίζονται στο Στρατό, σύμφωνα με τις διατάξεις των παρόντων Κανονισμών, απευθείας ως Αξιωματικοί με το βαθμό του Ανθυπολοχαγού, πτυχιούχους Ανώτατων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων, στα οποία τα έτη φοίτησης είναι περισσότερα των ετών φοίτησης των Ανώτατων Στρατιωτικών Σχολών, από τις οποίες αποφοιτούν Αξιωματικοί Όπλων του Στρατού Ξηράς, Μάχιμοι Αξιωματικοί του Ναυτικού ή Ιπτάμενοι Αξιωματικοί της Αεροπορίας, εφόσον το πτυχίο αποτελεί απαραίτητο προσόν για το διορισμό τους.»
Η πλευρά της αιτήτριας παρουσίασε σχετικό πιστοποιητικό από το εν λόγω πανεπιστήμιο ότι για απόκτηση του πτυχίου με ειδικότητα στο «Δίκαιο» η αιτήτρια φοίτησε στο πανεπιστήμιο από το 1982-1988. Περαιτέρω με το ίδιο πιστοποιητικό βεβαιωνόταν ότι «η περίοδος φοίτησης για απόκτηση της ειδικότητας «Δίκαιο» είναι έξι χρόνια». Είμαι της άποψης ότι η περαιτέρω εμπλοκή του θέματος με το ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. το οποίο εν πάση περιπτώσει απέφυγε να πάρει απόφαση επί του θέματος, καθώς επίσης και η σύγκριση των σπουδών της αιτήτριας με σπουδές άλλων Ανώτατων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων, όπως για παράδειγμα τέτοιων Ιδρυμάτων της Ελλάδας, έγιναν λόγω παρερμηνείας του σχετικού κανονισμού. Η παράγραφος (3) του Καν. 27 μιλά για τα κανονικά έτη φοίτησης για την απόκτηση του πτυχίου και εδώ υπάρχει η πιστοποίηση ότι η περίοδος απόκτησης τέτοιου πτυχίου ήταν εξαετής. Από τη στιγμή που το συγκεκριμένο πανεπιστήμιο, στο οποίο φοίτησε η αιτήτρια, πιστοποιούσε όχι απλώς ότι η συγκεκριμένη αιτήτρια φοίτησε για περίοδο 6 ετών αλλά και ότι η περίοδος σπουδών για απόκτηση του εν λόγω πτυχίου ήταν 6ετής, η αιτήτρια πρέπει να ικανοποιούσε τα κριτήρια που θέτει ο εν λόγω κανονισμός. Αν οι καθών η αίτηση είχαν αμφιβολία για τη γνησιότητα του εν λόγω πιστοποιητικού, έπρεπε να διεξάγουν έρευνα προς εκείνη την κατεύθυνση. Είμαι της άποψης ότι δεν ήταν περίπτωση που τίθετο θέμα αναγνώρισης του πτυχίου της ούτως ώστε να ζητηθεί η άποψη του Κ.Υ.Σ.Α.Τ.Σ., αφού το πτυχίο τούτο ήδη αναγνωρίστηκε (α) για σκοπούς εγγραφής της αιτήτριας ως δικηγόρου και (β) για σκοπούς της απευθείας πρόσληψης της στην Εθνική Φρουρά στο βαθμό του Ανθυπολοχαγού, σύμφωνα με τους προαναφερθέντες περί Αξιωματικών του Στρατού της Δημοκρατίας Κανονισμούς.
Με βάση τα πιο πάνω καταλήγω ότι η άρνηση των καθών η αίτηση να ικανοποιήσουν το αίτημα της αιτήτριας οφείλεται σε παρερμηνεία των προνοιών του σχετικού κανονισμού, δηλαδή του καν. 27(3) της Κ.Δ.Π. 313/02, κάτι που ισοδυναμεί με πλάνη περί το νόμο.
Ως αποτέλεσμα η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα υπέρ της αιτήτριας όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται με βάση το άρθρο 146.4(β) του Συντάγματος.
Μ. Φωτίου, Δ.
/ΚΑς