ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ANΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Υπόθεση Αρ. 339/2005)

12 Ιανουαρίου, 2006

 

[Γ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ/ΣΤΉΣ]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

HOSSEIN KHEIRABADI από το Ιραν

 

Αιτητής

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ

Καθ΄ων η αίτηση

 

-------------------------

 

Αντρη Ιωάννου για τον αιτητή.

Λουΐζα Χριστοδουλίδου-Ζαννέτου, Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας για τους καθ΄ ων η αίτηση.

 

--------------------

 

Α   Π  Ο  Φ  Α  Σ  Η

 

Ο αιτητής είναι Ιρανός υπήκοος.  Στις 7.12.02, με την είσοδό του από τα κατεχόμενα στην ελεύθερη  περιοχή, υπέβαλε αίτηση ασύλου.  Συμπλήρωσε το έντυπο προσωπικών δεδομένων και στις 11.12.03 διεξάχθηκε συνέντευξη από αρμόδιο λειτουργό.  Ετοιμάστηκε εισηγητική έκθεση, η Αρχή Προσφύγων απέρριψε την αίτηση και στις 24.2.04 χειρόγραφη επιστολή του αιτητή εξετάστηκε ως διοικητική προσφυγή. Δεν περιλάμβανε νέα στοιχεία, δεν κρίθηκε αναγκαίο να διεξαχθεί δεύτερη συνέντευξη, ετοιμάστηκε νέα έκθεση από αρμόδιο λειτουργό με αναφορά και στο περιεχόμενο της διοικητικής προσφυγής και η Αναθεωρητική Αρχή, για λόγους που κατέγραψε στην απόφασή της ημερομηνίας 11.1.05, την απέρριψε με την προσθήκη πως ο αιτητής δεν απέδειξε ούτε πως μπορούσε να τύχει του καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας  σύμφωνα με το άρθρο 19Α του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 (Ν. 6/Ι/00 όπως τροποποιήθηκε) (ο Νόμος) ούτε πως πληρούσε τις προϋποθέσεις για την παραχώρηση του καθεστώτος προσωρινής διαμονής.

 

Ως αντικείμενο της προσφυγής προσδιορίστηκε η απόρριψη της αίτησης ασύλου, εν τέλει, από την Αναθεωρητική Αρχή, αλλά με τη γραπτή αγόρευση του ο αιτητής επεκτάθηκε και στην κρίση περί τη συμπληρωματική  προστασία και την προσωρινή διαμονή.  Με τη γενική θέση πως ήταν αναιτιολόγητη και πως δεν εξετάστηκαν οι επιπτώσεις από την τρίχρονη απουσία του από το Ιράν.  Χωρίς όμως και να προτείνεται οτιδήποτε το συγκεκριμένο ως δυνάμενο να εντάξει την περίπτωση είτε στο άρθρο 19(1) είτε στο άρθρο 19Α του Νόμου, τα οποία απλώς αναφέρονται.  Και να ήταν παραδεκτή η εξέταση τέτοιου θέματος, αφού η προσφυγή αφορά στην απόρριψη της αίτησης ασύλου, το παράπονο απολήγει αβάσιμο η δε πρόσθετη επίκληση της παραγράφου 61 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων (το Εγχειρίδιο) που εκδόθηκε από το Γραφείο του Υπάτου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες (βλ. συναφώς το άρθρο 17(1)(β) του Νόμου), πέρα από οτιδήποτε άλλο, αφορά σε όσους «εγκαταλείπουν τη χώρα τους με παράνομο τρόπο ή παραμένουν στο εξωτερικό χωρίς άδεια», συσχετίζεται προς την αναγνώριση του καθεστώτος του πρόσφυγα και, πάντως, αναφέρεται σε ενδεχόμενα και σε προϋποθέσεις για τα οποία  δεν υπάρχει  η παραμικρή τεκμηρίωση.  Όπως θα δούμε και στη συνέχεια, ο αιτητής εγκατέλειψε νόμιμα τη χώρα του με τη χρήση διαβατηρίου το οποίο  εξακολουθεί να κατέχει και ο ισχυρισμός του πως, μετά τη συνέντευξη, δόθηκε στην οικογένειά του ένταλμα σύλληψης του απορρίφθηκε από την Αναθεωρητική Αρχή ως ατεκμηρίωτος.  Εύλογα θα έλεγα, αφού, όπως σημειώνεται στην απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής, ο προσφεύγων θα μπορούσε κάλλιστα να προσκομίσει το έγγραφο αυτό τεκμηριώνοντας το συγκεκριμένο ισχυρισμό του, πράγμα το οποίο δεν έπραξε.  Σημειώνω πως, σε σχέση με  αυτή την εκτίμηση της Αναθεωρητικής Αρχής δεν αναπτύχθηκαν επιχειρήματα και πως στη γραπτή αγόρευση για τον αιτητή προβάλλεται πλέον πως «μετά την αναχώρησή του οι αρχές τον αναζήτησαν στο σπίτι του» χωρίς και οτιδήποτε το οποίο, εν πάση περιπτώσει, να συσχετίζει το θέμα προς όσα θα μπορούσε να συνδεθούν προς το Νόμο, έστω και κατά την ανάλογη εφαρμογή της παραγράφου 61, όπως την επικαλείται.

 

Ο αιτητής γεννήθηκε το 1978 στο Ιράν.  Το αίτημά του υποστηρίχθηκε με αναφορά σε δυο περιστατικά, ως ακολούθως:  Το 1998, επειδή ήταν με μια φίλη του, αφού κτυπήθηκε λίγο και κρατήθηκε για δυο μέρες, μετά από ένα μήνα δικάστηκε και του επιβλήθηκε ποινή πενήντα μαστιγωμάτων, την οποία εξαγόρασε.  Το 1999, επειδή στο κατάστημά του άκουε κασέττες δυτικού τύπου, δεν του παραχωρήθηκε άδεια λειτουργίας και αναγκάστηκε να το κλείσει.  Εξαιτίας δε λογομαχίας με τις αρχές, κρατήθηκε για μια μέρα.  Περαιτέρω, πρόβαλε το γενικό ισχυρισμό πως του αφαιρέθηκε η άδεια του ως οδηγού λεωφορείου και πως δεν αφέθηκε να διευθύνει δική του επιχείρηση ενώ είχε το αναγκαίο κεφάλαιο.  Τελικά, στη διοικητική του προσφυγή, συνέδεσε τη στάση των αρχών  προς τον πατέρα του.  Όπως είχε αναφέρει και αρχικά, ο πατέρας του ήταν αστυνομικός στο προηγούμενο καθεστώς και κατά την επανάσταση, το 1979, συνελήφθη και κτυπήθηκε πριν αφεθεί ελεύθερος.  Yποστηρίζει ότι αυτή η σύνδεση ήταν ακριβώς η βαθύτερη αιτία της καταδίωξης που υφίστατο, την οποία όμως, όπως εισηγείται, παρέλειψαν να δούν η Αρχή Προσφύγων και η Αναθεωρητική Αρχή.  Είχε διαπιστωθεί πως δεν υπέπεσε σε αντιφάσεις και η αξιολόγηση έγινε υπό το δεδομένο των περιστατικών που ανέφερε αλλά ήταν λάθος η κατά απομόνωση εξέτασή τους.  Και ενώ δεν αντιμάχεται τη διαπίστωση, με παραπομπή στο άρθρο 41 του Εγχειριδίου, πως δεν ήταν ενταγμένος σε κάποια ιδιαίτερη φυλετική, θρησκευτική, εθνική, κοινωνική ή πολιτική ομάδα, αμφισβητεί την περαιτέρω εκτίμηση πως αυτά, «ήταν μεμονωμένα, χωρίς να έχουν ακολουθία ή να έχουν ως αποτέλεσμα  συστηματική δίωξη».  Όπως ήταν λάθος η κατά απομόνωση πρόσδοση σημασίας στο γεγονός ότι είχε διαβατήριο, το οποίο, εν πάση περιπτώσει εξασφάλισε, όπως εξήγησε, με την πληρωμή χρημάτων, ή στην απάντησή του κατά τη συνέντευξη πως δεν υπήρχε πρόβλημα επιστροφής του στη χώρα του και πως δεν γνώριζε τι θα του συνέβαινε αν επέστρεφε.  Τα περιστατικά, στο σύνολό τους, κάθε άλλο παρά έδειχναν πως αιτία της φυγής του από τη χώρα του ήταν, όπως κρίθηκε, τα κοινωνικά προβλήματα που όλοι οι Ιρανοί αντιμετωπίζουν.  Με παραπομπή σε μεγάλο αριθμό παραγράφων του Εγχειριδίου υποστηρίζει πως ορθή εξέταση της περίπτωσης, με δικαιοσύνη και κατανόηση και με γνώση των συνθηκών στο Ιράν που θα έπρεπε, εν πάση περιπτώσει, να συμπληρωθεί ενόψει των ιδιαίτερων ισχυρισμών που προβλήθηκαν, θα έπρεπε να οδηγήσει στο συμπέρασμα πως είχε γνήσιο φόβο και πως τουλάχιστον θα έπρεπε να του είχε δοθεί το ευεργέτημα της αμφιβολίας.  Όσον και αν αρχικώς, εξ αιτίας των τυποποιημένων ερωτήσεων που του υποβλήθηκαν, δεν μπόρεσε να συνδέσει τις συγκεκριμένες πράξεις δίωξής του προς τη θεμελιακή τους αιτία που ήταν ο δεσμός του πατέρα του με το προηγούμενο καθεστώς.

 

Δεν έχω ικανοποιηθεί ότι έχει στοιχειοθετηθεί λόγος ακυρότητας. Ούτε σε σχέση με την επάρκεια της αιτιολογίας, ιδίως επειδή, όπως εισηγείται ο αιτητής, η Αρχή Προσφύγων αναφέρθηκε ρητά μόνο στο περιστατικό με τις κασέτες δυτικού τύπου.  Η Αναθεωρητική Αρχή αναφέρθηκε πλέον και σε όλους τους υπόλοιπους ισχυρισμούς που προβλήθηκαν και ήταν σε συνάρτηση προς τη συνολική εικόνα, όπως εύλογα θεώρησε ότι τη σχημάτιζε το σύνολο, που κατέληξε στην απόφασή της.  Δεν είναι ορθό, λοιπόν, πως εξέτασε κατά απομόνωση τα περιστατικά.  Η κρίση πως ήταν μεμονωμένα εξυπακούει συσχετισμό τους και διαπίστωση, όπως στην έκθεση του Λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου, πως δεν είχαν αλληλουχία ούτε τεκμηρίωναν συστηματική δίωξη.  Ούτε πως στο ζήτημα του διαβατηρίου δόθηκε αυτοτελής βαρύτητα έξω από το συνολικό πλαίσιο.  Και δεν ήταν μόνο η κατοχή διαβατηρίου που συνυπολογίστηκε.  Ήταν και το γεγονός ότι χωρίς προφανή δυσκολία εγκατέλειψε τη χώρα του, με νόμιμο πλέον τρόπο, χρησιμοποιώντας το.  Γεγονός που δικαιολογημένα οδήγησε στη κρίση πως, ασφαλώς ενόψει και της φύσης των περιστατικών που ανέφερε, «ενισχύεται η άποψη ότι δεν παρουσίαζε κανένα ενδιαφέρον για τις Ιρανικές Αρχές».  Προς την οποία, εναρμονίζονται και οι δικές του απαντήσεις πως δεν υπήρχε πρόβλημα επιστροφής του και πως δεν γνώριζε τι συνέπειες θα είχε σε τέτοια περίπτωση.  Και αυτά, αφού σαφώς τα δεδομένα προσεγγίστηκαν και υπό το γενικό πλέον ισχυρισμό του αιτητή πως υφίστατο καταδίωξη, που εκδηλώθηκε με τα περιστατικά που ανέφερε, λόγω της σχέσης του πατέρα του με το προηγούμενο καθεστώς.  Δεν ήταν λανθασμένη η επισήμανση της Αναθεωρητική Αρχής πως δεν έκαμε εξ αρχής αυτή τη σύνδεση ο αιτητής.  Τα επιχειρήματά του δε, με αναφορά  στη φύση των ερωτήσεων στις οποίες κλήθηκε να απαντήσει,  δεν είναι πειστικά.  Ασφαλώς οι ερωτήσεις του παρείχαν τη δυνατότητα να αναφερθεί στο θέμα, όταν μάλιστα αυτό αποτελούσε, όπως τώρα ισχυρίζεται, τον πυρήνα της αίτησής του.  Επιπρόσθετα, ορθά επισημάνθηκε από την Αναθεωρητική Αρχή το γεγονός πως το περιστατικό με τον πατέρα του αιτητή είχε συμβεί 20 περίπου χρόνια προηγουμένως και σημειώνω την ανυπαρξία οποιωνδήποτε στοιχείων, τουλάχιστον για οτιδήποτε θα μπορούσε να δείξει συνέχεια και, εν τέλει, σύνδεση προς τα περιστατικά που επικαλείται ο αιτητής.

 

Καταλήγω πως εύλογα κρίθηκε πως δεν συνέτρεχαν στο πρόσωπο του αιτητή οι προϋποθέσεις του άρθρου 3(1) του Νόμου (βάσιμος φόβος καταδίωξής του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων) και πως νομίμως απορρίφθηκε η αίτησή του.

 

Η προσφυγή απορρίπτεται, με έξοδα.  Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.

 

Γ. Κωνσταντινιδης, Δ.

 

 

ΜΣι.C:\Documents and Settings\User\My Documents\2006\PART 4\Πρ339-05.doc

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο