ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 1190/2004)

 

 

26 Ιανουαρίου, 2006

 

 

[ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στής]

 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 29 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

ANTENNA ΛΙΜΙΤΕΔ,

Αιτήτρια,

 

- KAI -

 

ΑΡΧΗ ΡΑΔΙΟΤΗΛΕΟΡΑΣΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,

 

Καθ΄ης η Αίτηση.

 

- - - - - -

 

Λ. Παπαφιλίππου, για την Αιτήτρια.

 

Α. Ευαγγέλου,  για την Καθ΄ης η Αίτηση.

 

- - - - - -

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Η καθ΄ης η αίτηση Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (η Αρχή) εξέτασε, κατόπιν παραπόνου/καταγγελίας, πιθανές παραβάσεις από μέρους της αιτήτριας του άρθρου 30 του περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμου (Ν.7(1)/1998, όπως τροποποιήθηκε - ο Νόμος) των Κανονισμών 24(1)(α) και 25(3)(α) των περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Κανονισμών του 2000 (ΚΔΠ 10/2000 - οι Κανονισμοί) και των παραγράφων 1(1) και 13 Μέρους ΙΙ του Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας. Αφού η Λειτουργός της Αρχής που ανέλαβε τη διερεύνηση της υπόθεσης διαπίστωσε πιθανές παραβάσεις, στη συνεδρία της 5.2.2003, η Αρχή εξέτασε το πόρισμά της και αποφάσισε όπως η υπόθεση προωθηθεί με ενημέρωση της αιτήτριας και πρόσκλησή της να δηλώσει κατά πόσο επιθυμεί να είναι παρούσα κατά την εξέτασή της. Ακολούθως, η Αρχή, με επιστολή της, μερομηνίας 6.2.2003, έθεσε ενώπιον της αιτήτριας τις διερευνώμενες παραβάσεις, για οποιεσδήποτε εξηγήσεις και/ή παραστάσεις μέσα σε δέκα (10) μέρες και την κάλεσε όπως δηλώσει κατά πόσον επιθυμούσε να παρευρεθεί κατά την εξέταση της υπόθεσης. Στη συνέχεια, η αιτήτρια, με επιστολή του Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου, ημερομηνίας 13.3.2003, διαβίβασε τις απόψεις του Διευθυντή Ειδήσεων.

 

Η Αρχή μελέτησε, στις 29.8.2003, όλα τα ενώπιόν της στοιχεία, συμπεριλαμβανομένων των γραπτών εξηγήσεων της αιτήτριας, καθώς και βιντεοταινίας με το υπό εξέταση ρεπορτάζ και έκρινε ότι υπήρχαν παραβάσεις του άρθρου 30 του Νόμου και του Κανονισμού 24(1)(α) των Κανονισμών. Ακολούθως, η Αρχή, με επιστολή της, ημερομηνίας 5.9.2003, έστειλε την απόφασή της στην αιτήτρια και την κάλεσε, εάν το επιθυμούσε, όπως υποβάλει τις απόψεις της εγγράφως, μέσα σε δεκατέσσερις (14) μέρες, για σκοπούς  επιβολής κυρώσεων. Εις απάντηση, η αιτήτρια, με επιστολή του Προέδρου του Διοικητικού της Συμβουλίου, ημερομηνίας 8.9.2003, ζήτησε επιεική μεταχείριση αφού, κατά την άποψή της, το άρθρο 30 του Νόμου και ο Κανονισμός 24(1)(α) των Κανονισμών δε δημιουργούσαν αδίκημα.

 

Στις 10.9.2003, η Αρχή, αφού μελέτησε όλα τα ενώπιόν της στοιχεία, περιλαμβανομένων και των προφορικών εξηγήσεων των εκπροσώπων της αιτήτριας και της Αστυνομίας, καθώς επίσης του περιεχομένου της βιντεοκασέτας με το ρεπορτάζ, αποφάσισε όπως επιβάλει στην αιτήτρια το διοικητικό πρόστιμο των £4.000 για παράβαση του άρθρου 30 του Νόμου. Ενόψει του ότι επιβλήθηκε κύρωση για την παράβαση του πιο πάνω άρθρου, για την παράβαση του Κανονισμού 24(1)(α) δεν επιβλήθηκε οποιαδήποτε κύρωση. Ακολούθως, η Αρχή, με επιστολή της, ημερομηνίας 2.10.2003, έστειλε στην αιτήτρια την απόφασή της και την κάλεσε να εμβάσει το ποσό των £4.000.

 

Με επιστολή της, ημερομηνίας 15.12.2003, προς την Αρχή, η Επίτροπος Διοικήσεως αναφέρθηκε σε παράπονο που υπέβαλε η αιτήτρια εναντίον της Αρχής αναφορικά με την εν λόγω απόφασή της. Συγκεκριμένα, η αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι η απόφαση έπασχε από ακυρότητα γιατί το άρθρο 30 του Νόμου δε δημιουργεί αδίκημα για τους τηλεοπτικούς σταθμούς, ενώ, σύμφωνα με τον Κανονισμό 41 των Κανονισμών, η Αρχή δε μπορούσε να εξετάσει παράπονο ή καταγγελία του κοινού για το συγκεκριμένο θέμα. Στη συνέχεια, η Επίτροπος εξέθεσε τα προκαταρκτικά της συμπεράσματα, τα οποία έρχονταν σε συμφωνία με τους ισχυρισμούς της αιτήτριας και ζήτησε από την Αρχή όπως έχει τα σχόλια και τις απόψεις της.

 

Η Αρχή, με επιστολή της, ημερομηνίας 5.3.2004, προς την Επίτροπο Διοικήσεως, απέρριψε τα προκαταρκτικά συμπεράσματά της, αναφέροντας ότι η Αρχή έχει εξουσία να εξετάζει αυτεπάγγελτα και ανεξάρτητα από παράπονα του κοινού παραβάσεις, αν υποπέσει στην αντίληψή της ότι δεν έχουν τηρηθεί οι πρόνοιες του Νόμου και των Κανονισμών. Συνεπώς, από τη στιγμή που η εν λόγω παράβαση υπέπεσε στην αντίληψη της Αρχής, τότε ήταν υποχρεωμένη να την εξετάσει. Αναφορικά με τον ισχυρισμό ότι το άρθρο 30 δε δημιουργεί αδίκημα για τους ραδιοτηλεοπτικούς σταθμούς, η Αρχή επεσήμανε ότι η μέριμνα που έλαβε βασίστηκε, μεταξύ άλλων, στις πρόνοιες του άρθρου 26(1)(ε-στ) του Νόμου, σύμφωνα με τις οποίες οι εκπομπές κάθε αδειούχου σταθμού πρέπει να διέπονται από τις αρχές του σεβασμού της προσωπικότητας, της υπόληψης και του ιδιωτικού βίου του ατόμου και του σεβασμού των ιδεωδών της δημοκρατίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Εξάλλου, κατά την ακροαματική διαδικασία, δεν ηγέρθη από τον εκπρόσωπο του σταθμού το εν λόγω θέμα. Τέλος, η Αρχή επεσήμανε ότι η νομιμότητα των αποφάσεων της Ανεξάρτητης Αρχής Ραδιοτηλεόρασης, ελέγχεται μόνο από το Ανώτατο Δικαστήριο ενώ, σύμφωνα με τη Σύσταση του Συμβουλίου της Ευρώπης (Recommendation 2000-23), οι Ρυθμιστικές Αρχές δεν προβλέπεται να λαμβάνουν οποιεσδήποτε οδηγίες ή εντολές από οποιοδήποτε άλλο σώμα ή Αρχή.

 

Με νέα επιστολή της, ημερομηνίας 22.4.2004, προς την Αρχή, η Επίτροπος Διοικήσεως ανέφερε πως διατηρούσε τις προηγούμενές της απόψεις αναφορικά με το παράπονο του Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου της αιτήτριας, συμπληρώνοντας ότι έχει παράλληλη αρμοδιότητα με το Ανώτατο Δικαστήριο να εξετάζει την τήρηση, από μέρους της Αρχής, της προβλεπόμενης από το Νόμο διαδικασίας και τη συνέπεια της άσκησης των αρμοδιοτήτων της με τις πρόνοιες του Νόμου και να προβαίνει σε συστάσεις. Ωστόσο, κατέληξε ότι, παρόλο που έβρισκε δικαιολογημένους τους ισχυρισμούς του παραπονούμενου, "καθίσταται αδύνατη η υποβολή εισήγησης για διορθωτικά μέτρα".

 

Με επιστολή του, ημερομηνίας 29.4.2004, προς την Αρχή, ο Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της αιτήτριας, αναφερόμενος στην απόφαση της Αρχής, ημερομηνίας 10.9.2003, υπέβαλε αίτηση αναθεώρησης, ανάκλησης ή επανεξέτασης της υπόθεσης, υπό το φως των κατά τον ισχυρισμό του, νέων δεδομένων που προέκυπταν από την επιστολή της Επιτρόπου Διοικήσεως, ημερομηνίας 22.4.2004, ζήτησε δε να παραστεί κατά τη διαδικασία. Ταυτόχρονα, ο ίδιος Πρόεδρος, με επιστολή του ίδιας ημερομηνίας, προς την Αρχή, με κοινοποίηση στον Υπουργό Εσωτερικών, επισήμανε ότι η Αρχή παρέλειψε να απαντήσει στο αίτημά του, ημερομηνίας 29.4.2004, για αναθεώρηση ή ανάκληση της απόφασης της Αρχής με ημερομηνία 10.9.2003, παράλληλα δε ανέφερε ότι η Αρχή αγνοούσε απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, ημερομηνίας 13.3.2003, και παρέλειψε να εφαρμόσει τις απόψεις της Επιτρόπου. Ταυτόχρονα, ανέφερε ότι η Αρχή προωθούσε αγωγή για είσπραξη του επιβληθέντος προστίμου, ενέργεια που χαρακτήρισε ως κακόπιστη και ζήτησε εκ νέου να παραστεί στην εξέταση της υπόθεσης.

 

Εις απάντηση, με επιστολή της, ημερομηνίας 20.12.2004, προς τον Πρόεδρο του Διοικητικού Συμβουλίου της αιτήτριας, την οποία κοινοποίησε αργότερα και στον Υπουργό Εσωτερικών, η Αρχή επισήμανε ότι η νομιμότητα των αποφάσεών της, ελέγχεται μόνο από το Ανώτατο Δικαστήριο. Περαιτέρω, ανέφερε ότι οι απόψεις που εξέφρασε η Επίτροπος Διοικήσεως δεν υποχρέωναν την Αρχή σε καμία περίπτωση να αναθεωρήσει την απόφασή της. Σύμφωνα δε και με την ίδια την Επίτροπο, σκοπός των εν λόγω απόψεών της ήταν να προβληματίσουν την Αρχή. Αναφορικά με την αγωγή, ενημέρωσε την αιτήτρια ότι είχε το δικαίωμα, κατά νόμο, να λάβει δικαστικά μέτρα και να εισπράξει το οφειλόμενο ποσό ως αστικό χρέος οφειλόμενο προς τη Δημοκρατία. Περαιτέρω, η Αρχή επισήμανε ότι η απόφαση της 10.9.2003, δεν προσβλήθηκε στο Ανώτατο Δικαστήριο και, επομένως, παρέμενε σε ισχύ, αφού έφερε το τεκμήριο της νομιμότητας.

 

Με την προσφυγή η αιτήτρια ζητά την ακόλουθη θεραπεία:

 

"Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η άρνηση της καθ΄ης η αίτηση ημερομηνίας 20/12/2004 ν΄ αποφασίσει επί της ουσίας της γραπτής αίτησης της Αιτήτριας ημερ. 29/4/2004 για αναθεώρηση ή ανάκληση απόφασης της καθ΄ης η αίτηση ημερ. 10/9/2003 είναι άκυρη και αντισυνταγματική και παν το παραλειφθέν έπρεπε να είχε αποφασισθεί από την καθ΄ης η αίτηση."

 

Ο δικηγόρος της Αρχής προέβαλε την προδικαστική ένσταση ότι η απόφαση της Αρχής, ημερομηνίας 20.12.2004, δε συνιστά εκτελεστή διοικητική απόφαση και, επομένως, δε μπορεί να προσβληθεί με προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο. Συνιστά απλώς απόφαση επιβεβαιωτική και, επομένως, μη εκτελεστή, της απόφασης της Αρχής της 10.9.2003 η οποία είναι και η μόνη συνιστά εκτελεστή διοικητική απόφαση. Συνακόλουθα, η προσφυγή είναι και εκπρόθεσμη εφόσον, στην πραγματικότητα, αποβλέπει στην ακύρωση της απόφασης της 10.9.2003. Περαιτέρω, η άρνηση και/ή παράλειψη της Αρχής να αναθεωρήσει και/ή ανακαλέσει την απόφαση της 10.9.2003 δε συνιστά παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας προσβλητή με προσφυγή, καθότι ουδεμία νομική προς τούτο υποχρέωση υπείχε η Αρχή.

 

Οι εισηγήσεις του δικηγόρου της Αρχής με βρίσκουν απόλυτα σύμφωνο. Από τα γεγονότα που συνιστούν το υπόβαθρο της προσφυγής, όπως τα έχω παραθέσει, προκύπτει αβίαστα ότι δεν τέθηκαν, μετά τις 10.9.2003, ενώπιον της Αρχής οποιαδήποτε νέα ουσιώδη νομικά ή πραγματικά στοιχεία ώστε να εγείρεται θέμα νέας έρευνας και, συνακόλουθα, εκτελεστότητας της απόφασης της Αρχής της 20.12.2004. Με την επιστολή της 29.4.2004 η αιτήτρια ζήτησε από την Αρχή απλώς την αναθεώρηση και/ή ανάκληση της απόφασης της 10.9.2003 "υπό το φως των νέων δεδομένων που προκύπτουν από την επιστολή της Επιτρόπου Διοικήσεως ημερ. 22.4.2004". Από την επιστολή, όμως, αυτή δεν προκύπτει οποιοδήποτε νέο, και δη ουσιώδες, πραγματικό ή νομικό "δεδομένο". Ούτε οι θέσεις της Επιτρόπου Διοικήσεως, ούτε η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου σε σχέση με την εφαρμογή των απόψεών της, στις οποίες αναφέρθηκε ο Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της αιτήτριας στην επιστολή του προς την Αρχή, με κοινοποίηση προς τον Υπουργό Εσωτερικών, μπορούν να θεωρηθούν ότι συνιστούν νέο, και δη ουσιώδες, πραγματικό ή νομικό στοιχείο. Επομένως, η προσφυγή στρέφεται κατά μη εκτελεστής απόφασης, έναντι δε της εκτελεστής απόφασης της 10.9.2003 είναι, κατ΄ ανάγκη, εκπρόθεσμη.

 

Όσον αφορά, τέλος, το θέμα της κατ΄ ισχυρισμό παράλειψης οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας εκ μέρους της Αρχής, η εισήγηση του δικηγόρου της Αρχής με βρίσκει και πάλι σύμφωνο. Σύμφωνα με τη νομολογία, η άρνηση και/ή παράλειψη της Διοίκησης να αναθεωρήσει και/ή ανακαλέσει προηγούμενη εκτελεστή απόφασή της δε συνιστά παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας. (Βλ. Χ"Iωάννου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1992) 3 ΑΑΔ 482, σελ. 487).

 

Η προσφυγή απορρίπτεται ως μη παραδεκτή, με έξοδα εις βάρος της αιτήτριας.

 

 

Ρ. Γαβριηλίδης,

Δ.

 

 

 

/ΧΤΘ

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο