ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2005) 4 ΑΑΔ 703

8 Σεπτεμβρίου, 2005

[ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 146, 23, 25, 26 ΚΑΙ 28 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

MARKETRENDS INSURANCE LTD,

Αιτητές,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΤΟΥ

ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,

Καθ' ου η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 71/2004)

 

Ασφαλιστικές Εργασίες ― Ο περί της Ασκήσεως Ασφαλιστικών Εργασιών και Άλλων Συναφών Θεμάτων Νόμος του 2002 (Ν.35(Ι)/02) ―Άρθρο 39(3)(α) και 39(4) του Νόμου ― Ερμηνεία ― Η απόρριψη αίτησης για χορήγηση άδειας άσκησης ασφαλιστικών εργασιών επικυρώθηκε στην κριθείσα περίπτωση ― Περιστάσεις.

Προσφυγή βάσει του άρθρου 146 του Συντάγματος ― Λόγοι ακυρώσεως ― Παραβίαση της αρχής της καλής πίστης, της χρηστής διοίκησης και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του ιδιώτη ― Δεν στοιχειοθετήθηκε στην κριθείσα περίπτωση.

Οι αιτητές προσέβαλαν την απόφαση του Υπουργού Οικονομικών με την οποία απορρίφθηκε η ιεραρχική προσφυγή τους εναντίον της απόφασης της Εφόρου Ασφαλίσεων να απορρίψει την αίτησή τους για χορήγηση άδειας άσκησης ασφαλιστικών εργασιών με βάση τον περί της Ασκήσεως Ασφαλιστικών Εργασιών και Άλλων Συναφών Θεμάτων Νόμο του 2002 (Ν.35(Ι)/2002).

Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:

1.  Οι δικηγόροι των αιτητών πρόβαλαν για να πλήξουν την εγκυρότητα της απόφασης που λήφθηκε από τον Υπουργό Οικονομικών επί της ιεραρχικής προσφυγής, πως δεν εξετάστηκαν όλα τα νομικά σημεία που εγέρθηκαν.

Η Έφορος ασχολήθηκε μόνο με το θέμα της ύπαρξης ή όχι «στενών δεσμών» και αρνήθηκε την έκδοση της επίδικης άδειας, ασκώντας τις εξουσίες που έχει με βάση το άρθρο 39 του Ν. 35(Ι)/2002.  Αφού παραπέμφθηκε η αίτηση σ' αυτήν από τον Υπουργό Οικονομικών για επανεξέταση με βάση το άρθρο 39(3)(α), οι ισχυρισμοί των δικηγόρων των αιτητών που πρόβαλαν στην ιεραρχική προσφυγή έπρεπε να περιοριστούν στο θέμα αυτό. Συνεπώς ορθά ο Υπουργός Οικονομικών, κατά την εξέταση της ιεραρχικής προσφυγής, περιορίστηκε μόνο στην εξέταση του λόγου για τον οποίο η Έφορος αποφάσισε να απορρίψει την αίτηση των αιτητών με βάση το άρθρο 39.

2.  Ισχυρίστηκαν επίσης οι αιτητές πως η επίδικη απόφαση λήφθηκε κατόπιν λανθασμένης ερμηνείας του άρθρου 39(3)(α) του Νόμου.  Υποστήριξαν τον ισχυρισμό τους αυτό αναφέροντας ότι η Έφορος πρόσθεσε λέξεις στο λεκτικό του άρθρου 39(3)(α) ώστε οι «στενοί δεσμοί» που αναφέρονται σ' αυτό να ερμηνευθούν ως «στενοί δεσμοί οικονομικής αλληλεξάρτησης.»

Η Έφορος, επανεξετάζοντας το θέμα της ύπαρξης «στενών δεσμών», κατέληξε ότι οι δεσμοί που έχει η εταιρεία των αιτητών με άλλες εταιρείες του Συγκροτήματος είναι τέτοιοι που οδήγησαν σε απορρόφηση της ρευστότητας της πρώτης από τις δεύτερες με αποτέλεσμα η πρώτη να αδυνατεί να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της έναντι των ασφαλισμένων σ' αυτή.

Στο εδάφιο (4) του άρθρου 39 καθορίζεται ποια κατάσταση εμπίπτει στην έννοια «στενοί δεσμοί» που αναφέρεται στο εδάφιο 3 του ίδιου άρθρου.

Δεν υπήρξε λανθασμένη ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 39(3)(α). Όπως ορθά διαπίστωσε ο Υπουργός Οικονομικών, επικυρώνοντας την απόφαση της Εφόρου, η ύπαρξη στενών δεσμών μεταξύ της εταιρείας των αιτητών και των εταιρειών του Συγκροτήματος εμποδίζει την Έφορο να πάρει τα μέτρα που κρίνει αναγκαία κατά την άσκηση εποπτείας και συνεπώς οι στενοί δεσμοί παρεμποδίζουν ή δυσχεραίνουν την αποτελεσματική άσκηση της εποπτείας που καθορίζει ο Νόμος.

3.  Οι δικηγόροι των αιτητών ισχυρίστηκαν ακολούθως πως η απόφαση της Εφόρου παραβιάζει την αρχή της καλής πίστης, την αρχή της χρηστής διοίκησης και την αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του ιδιώτη.

Αντικείμενο εξέτασης της προσφυγής είναι η απόφαση του Υπουργού Οικονομικών που λήφθηκε επί της ιεραρχικής προσφυγής, κατά πόσο δηλαδή ορθά η Έφορος αρνήθηκε την έκδοση της σχετικής άδειας με βάση το άρθρο 39. Για το λόγο αυτό οι πιο πάνω ισχυρισμοί δεν μπορούν να ευσταθήσουν στο πλαίσιο της προσφυγής αυτής. Ούτε και οι υπόλοιποι ισχυρισμοί που πρόβαλαν οι δικηγόροι των αιτητών ότι η Έφορος έλαβε υπόψη εξωγενείς παράγοντες και παραβίασε την αρχή της υπεροχής του δημόσιου συμφέροντος ευσταθούν.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

Προσφυγή.

Κ. Καλλής και Δ. Καλλής, για τους Aιτητές.

Δ. Κούσιου, για τον Kαθ' ου η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Με την προσφυγή προσβάλλεται η απόφαση του Υπουργού Οικονομικών ημερομηνίας 19.1.2004, με την οποία απορρίφθηκε η ιεραρχική προσφυγή των αιτητών εναντίον της απόφασης της Εφόρου Ασφαλίσεων ημερομηνίας 7.11.2003 να απορρίψει την αίτησή τους για χορήγηση άδειας άσκησης ασφαλιστικών εργασιών στη Δημοκρατία.

Οι αιτητές υπέβαλαν στην Έφορο Ασφαλίσεων αίτηση ημερομηνίας 20.2.2003 για χορήγηση άδειας άσκησης ασφαλιστικών εργασιών με βάση τον περί της Ασκήσεως Ασφαλιστικών Εργασιών και Άλλων Συναφών Θεμάτων Νόμο του 2002 (Ν.35(1)/2002).

Η αίτηση απορρίφθηκε και ασκήθηκε ιεραρχική προσφυγή εναντίον της απορριπτικής απόφασης. Ο Υπουργός Οικονομικών που εξέτασε την ιεραρχική προσφυγή αποφάσισε να παραπέμψει την αίτηση στην Έφορο Ασφαλίσεων για επανεξέταση του θέματος με βάση το άρθρο 39(3)(α) του Νόμου, το οποίο αποτέλεσε μέρος της αιτιολογίας για απόρριψη της αίτησης. Το παραθέτω:

«(3) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις των εδαφίων (1) και (2) του άρθρου αυτού, ο Έφορος δύναται να απορρίψει την αίτηση για χορήγηση άδειας ασκήσεως ασφαλιστικών εργασιών όταν -

(α) Υπάρχουν στενοί δεσμοί μεταξύ της αιτήτριας κυπριακής ασφαλιστικής εταιρείας ή αλλοδαπής ασφαλιστικής επιχείρησης και άλλων φυσικών ή νομικών προσώπων και ο Έφορος κρίνει ότι οι δεσμοί αυτοί παρεμποδίζουν ή δυσχεραίνουν την αποτελεσματική άσκηση εποπτείας.»

Η Έφορος κατά την επανεξέταση περιορίστηκε, ως ήταν η απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, στην εξέταση του θέματος κατά πόσο, λόγω της ύπαρξης στενών δεσμών μεταξύ των αιτητών και άλλων νομικών ή φυσικών προσώπων, παρεμποδίζετο ή δυσχεραίνετο η αποτελεσματική άσκηση εποπτείας. Αφού προέβηκε σε έλεγχο των λογαριασμών και καταστάσεων που υποβλήθηκαν από τους αιτητές, τους ανέφερε με επιστολή της ημερομηνίας 8.7.2003 τα ακόλουθα:

«Για τους λόγους που αναφέρω πιο κάτω, έχω αποφασίσει ότι δεν μπορώ να προχωρήσω προς το παρόν στην έκδοση άδειας διεξαγωγής ασφαλιστικών εργασιών στην εταιρεία σας δυνάμει του άρθρου 39(3)(α) του Νόμου 35(1)/2002, καθότι εξακολουθούν να υπάρχουν «στενοί δεσμοί» οικονομικής αλληλεξάρτησης μεταξύ των εταιρειών του Συγκροτήματος της εταιρείας σας και της μητρικής σας εταιρείας, MFS, οι οποίοι είναι όχι μόνο πολύπλοκοι, αλλά και επιζήμιοι για την εταιρεία σας.  Άλλωστε αυτοί συνέτειναν στο να απολέσει η εταιρεία σας την αναγκαία ρευστότητά της και να μην μπορεί να ανταποκρίνεται επαρκώς στις υποχρεώσεις της έναντι των ασφαλισμένων της.»

Τους ανέφερε περαιτέρω πως αν δεν απαντούσαν μέχρι τις 14.7.2003 σε σχέση με την άμεση ενίσχυση της κεφαλαιουχικής τους βάσης, θα οριστικοποιούσε την απόφασή της να μη χορηγήσει νέα άδεια.

Ακολούθησε η επιστολή της Εφόρου ημερομηνίας 7.11.2003 προς τους αιτητές, στην οποία αναφέρθηκαν οι λόγοι για τους οποίους οριστικοποίησε την απόφασή της για απόρριψη της αίτησής τους για χορήγηση άδειας άσκησης ασφαλιστικών εργασιών με βάση το άρθρο 39(3)(α) του Νόμου λόγω της ύπαρξης στενών δεσμών που εμποδίζουν την αποτελεσματική άσκηση εποπτείας.  Επιστήθηκε η προσοχή τους στη μη διεξαγωγή νέων εργασιών και  στη μη ανανέωση των υφιστάμενων ασφαλιστηρίων, καθώς και στην εξακολούθηση όλων των υποχρεώσεων τους που προκύπτουν από τα συναφθέντα ασφαλιστήρια.

Οι αιτητές υπέβαλαν εναντίον της απόφασης αυτής ιεραρχική προσφυγή με βάση το άρθρο 43 του Νόμου.

Ο Υπουργός Οικονομικών με απόφασή του ημερομηνίας 19.1.2004, αφού έκρινε ότι η απόφαση της Εφόρου ήταν ορθή, απέρριψε την ιεραρχική προσφυγή αναφέροντας τα πιο κάτω:

«Ενόσω, λόγω των στενών δεσμών και των αποτελεσμάτων τους, όπως αυτά αναλύονται συνοπτικά πιο πάνω και εκτενέστερα στις επιστολές της Εφόρου ημερ. 8.7.2003 και 7.11.2003, εξακολουθούν να υπάρχουν οι οικονομικές διασυνδέσεις και καταστάσεις που έχουν περιγραφεί, χωρίς να υπάρχει δυνατότητα διαφοροποίησης των περιουσιακών τους στοιχείων, ώστε να διασφαλίζεται ότι η ΜΙ θα καταστεί μια δρώσα, βιώσιμη και ανεξάρτητη οικονομική μονάδα προς όφελος των συμφερόντων των ασφαλισμένων, το γεγονός αυτό παρεμποδίζει ή δυσχεραίνει την άσκηση αποτελεσματικής εποπτείας από τον Έφορο επί της ΜΙ.

Ενόσω η ΜΙ δε φαίνεται να λειτουργεί ως ανεξάρτητη οικονομική μονάδα, έτσι ώστε να μπορεί να ασκείται επ' αυτής η εποπτεία που καθορίζει ο Νόμος, και εφόσον λόγω της ύπαρξης στενών δεσμών δεν μπορεί να πάρει τα μέτρα που ο Έφορος κρίνει αναγκαία κατά την άσκηση της εποπτικής του αρμοδιότητας και εξουσίας προς όφελος των ασφαλισμένων, τότε καταλήγω στο συμπέρασμα ότι οι στενοί δεσμοί παρεμποδίζουν ή δυσχεραίνουν την αποτελεσματική άσκηση της προβλεπόμενης από το Νόμο εποπτείας από τον Έφορο επί της ΜΙ.

Με βάση όλα τα πιο πάνω αναφερόμενα και έχοντας υπόψη μου το σύνολο των γεγονότων, και σύμφωνα με το άρθρο 43 του Νόμου, απορρίπτω την προσφυγή της ΜΙ κατά της απόφασης της Εφόρου ημερομηνίας 7.11.2003 και επικυρώνω την εν λόγω απόφασή της.»

Οι δικηγόροι των αιτητών πρόβαλαν για να πλήξουν την εγκυρότητα της απόφασης που λήφθηκε από τον Υπουργό Οικονομικών επί της ιεραρχικής προσφυγής, πως δεν εξετάστηκαν όλα τα νομικά σημεία που εγέρθηκαν.

Όπως φαίνεται στα γεγονότα που παρέθεσα πιο πάνω, η Έφορος ασχολήθηκε μόνο με το θέμα της ύπαρξης ή όχι «στενών δεσμών» και αρνήθηκε την έκδοση της επίδικης άδειας, ασκώντας τις εξουσίες που έχει με βάση το άρθρο 39. Αφού παραπέμφθηκε η αίτηση σ' αυτήν από τον Υπουργό Οικονομικών για επανεξέταση με βάση το άρθρο 39(3)(α), οι ισχυρισμοί των δικηγόρων των αιτητών που πρόβαλαν στην ιεραρχική προσφυγή έπρεπε να περιοριστούν στο θέμα αυτό. Συνεπώς έχω τη γνώμη ότι ορθά ο Υπουργός Οικονομικών, κατά την εξέταση της ιεραρχικής προσφυγής, περιορίστηκε μόνο στην εξέταση του λόγου για τον οποίο η Έφορος αποφάσισε να απορρίψει την αίτηση των αιτητών με βάση το άρθρο 39.

Ισχυρίστηκαν οι αιτητές πως η επίδικη απόφαση λήφθηκε κατόπιν λανθασμένης ερμηνείας του άρθρου 39(3)(α) του Νόμου.  Υποστήριξαν τον ισχυρισμό τους αυτό αναφέροντας ότι η Έφορος πρόσθεσε λέξεις στο λεκτικό του άρθρου 39(3)(α) ώστε οι «στενοί δεσμοί» που αναφέρονται σ' αυτό να ερμηνευθούν ως «στενοί δεσμοί οικονομικής αλληλεξάρτησης.»

Η Έφορος, επανεξετάζοντας το θέμα της ύπαρξης «στενών δεσμών», κατέληξε ότι οι δεσμοί που έχει η εταιρεία των αιτητών με άλλες εταιρείες του Συγκροτήματος είναι τέτοιοι που οδήγησαν σε απορρόφηση της ρευστότητας της πρώτης από τις δεύτερες με αποτέλεσμα η πρώτη να αδυνατεί να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της έναντι των ασφαλισμένων σ' αυτή.

Στο εδάφιο (4) του άρθρου 39 καθορίζεται ποια κατάσταση εμπίπτει στην έννοια «στενοί δεσμοί» που αναφέρεται στο εδάφιο 3 του ίδιου άρθρου και το οποίο παρέθεσα πιο πάνω.

«(4) «Στενοί δεσμοί», κατά την έννοια του προηγούμενου εδαφίου, λογίζεται η κατάσταση κατά την οποία δύο ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα συνδέονται μέσω -

(α) Συμμετοχής, δηλαδή της άμεσης, ή δι' ενός δεσμού ελέγχου κατοχής του είκοσι επί τοις εκατόν (20%) ή άνω των δικαιωμάτων ψήφου ή του κεφαλαίου μιας επιχείρησης. ή

(β) δεσμού ελέγχου, δηλαδή μέσω της σχέσης που υπάρχει μεταξύ μιας μητρικής εταιρείας και μιας θυγατρικής εταιρείας, κατά την έννοια του άρθρου 148 του περί Εταιρειών Νόμου ή μιας παρεμφερούς σχέσης μεταξύ οποιουδήποτε φυσικού ή νομικού προσώπου και μιας εταιρείας. κάθε θυγατρική εταιρεία μιας άλλης θυγατρικής εταιρείας λογίζεται και αυτή ως θυγατρική της μητρικής εταιρείας.

Στενοί δεσμοί μεταξύ δύο ή περισσότερων φυσικών ή νομικών προσώπων δημιουργούνται επίσης και από μια κατάσταση κατά την οποία τα πρόσωπα αυτά συνδέονται μονίμως με το ίδιο πρόσωπο, δια δεσμού ελέγχου.»

Δε θεωρώ ότι υπήρξε λανθασμένη ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 39(3)(α). Όπως ορθά διαπίστωσε ο Υπουργός Οικονομικών, επικυρώνοντας την απόφαση της Εφόρου, η ύπαρξη στενών δεσμών μεταξύ της εταιρείας των αιτητών και των εταιρειών του Συγκροτήματος εμποδίζει την Έφορο να πάρει τα μέτρα που κρίνει αναγκαία κατά την άσκηση εποπτείας και συνεπώς οι στενοί δεσμοί παρεμποδίζουν ή δυσχεραίνουν την αποτελεσματική άσκηση της εποπτείας που καθορίζει ο Νόμος.

Οι δικηγόροι των αιτητών ισχυρίστηκαν ακολούθως πως η απόφαση της Εφόρου παραβιάζει την αρχή της καλής πίστης, την αρχή της χρηστής διοίκησης και την αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του ιδιώτη.

Αντικείμενο εξέτασης της προσφυγής είναι η απόφαση του Υπουργού Οικονομικών που λήφθηκε επί της ιεραρχικής προσφυγής, κατά πόσο δηλαδή ορθά η Έφορος αρνήθηκε την έκδοση της σχετικής άδειας με βάση το άρθρο 39. Για το λόγο αυτό οι πιο πάνω ισχυρισμοί δεν μπορούν να ευσταθήσουν στο πλαίσιο της προσφυγής αυτής. Ούτε και οι υπόλοιποι ισχυρισμοί που πρόβαλαν οι δικηγόροι των αιτητών ότι η Έφορος έλαβε υπόψη εξωγενείς παράγοντες και παραβίασε την αρχή της υπεροχής του δημόσιου συμφέροντος ευσταθούν.

Για τους λόγους αυτούς η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα εναντίον των αιτητών.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο