ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2005) 4 ΑΑΔ 587
22 Ιουλίου, 2005
[ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ ΦΙΛΙΠΠΟΥ,
Αιτητής,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ,
ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 435/2003)
Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο ― Λόγοι ακυρώσεως ― Η απαίτηση να προσδιορίζονται στα νομικά σημεία του δικογράφου της προσφυγής ― Συνέπειες από τον μη προσδιορισμό τους στην κριθείσα περίπτωση.
Διοικητική Πράξη ― Εκτελεστή σε αντιδιαστολή προς πράξη εντός του πεδίου του ιδιωτικού δικαίου.
Διοικητική Πράξη ― Ανάκληση ― Δήλωση ενώπιον του Δικαστηρίου περί του εν μέρει εσφαλμένου της επίδικης απόφασης δεν συνιστούσε ανάκληση στην κριθείσα περίπτωση.
Αστυνομική Δύναμη Κύπρου ― Ανώτεροι Αξιωματικοί ― Υπερωριακή απασχόληση ― Οι περί Αστυνομίας (Γενικοί) Κανονισμοί του 1989 (Κ.Δ.Π. 51/89) ― Καν. 17(2)(γ) ― Ερμηνεία.
Συνταγματικό Δίκαιο ― Αρχή της ισότητας ― Κατά πόσο δημιουργείται οποιαδήποτε δυσμενής διάκριση εις βάρος των Ανώτερων Αξιωματικών της Αστυνομίας από το περιεχόμενο της ρύθμισης του Καν. 17(2)(γ) των περί Αστυνομίας (Γενικών) Κανονισμών του 1989 (Κ.Δ.Π. 51/89).
[Πέραν των ανωτέρω τίτλων η απόφαση του Δικαστηρίου διαβάζεται ως σύνολο.]
Η προσφυγή επιτυγχάνει μερικώς με το ήμισυ των εξόδων.
Προσφυγή.
Γ. Παπαθεοδώρου, για τον Αιτητή.
Μ. Φλωρέντζος, Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Η προαφυπηρετική άδεια του αιτητή, ο οποίος κατείχε το βαθμό Βοηθού Αρχηγού Αστυνομίας, άρχιζε στις 15 Μαρτίου 2003. Λίγο πιο πριν, στις 7 Μαρτίου 2003, ο αιτητής απέστειλε στον Αρχηγό την ακόλουθη επιστολή, με την οποία έθετε, για πρώτη φορά, θέμα μη αποζημιωθείσας υπερωριακής απασχόλησης του από το 1990 μέχρι το 1997. Έγραψε τα εξής:
« ΘΕΜΑ:- Υ π ε ρ ω ρ ί ε ς
Αναφορικά με το πιο πάνω θέμα σας πληροφορώ τα κάτωθι:-
Όπως γνωρίζετε στις 15.3.2003, αναχωρώ με προαφυπηρετική άδεια απουσίας. Κατόπιν τούτου, όπως είναι φυσικό, ξεχώρισα τα προσωπικά μου αντικείμενα για να τα μεταφέρω από το γραφείο στη οικία μου. Κατά την διαλογή των διαφόρων αντικειμένων, βρήκα εντός κάποιου φακέλλου που έχω αρχειοθετημένα διάφορα αντίγραφα εκθέσεων/καταθέσεων μου πέντε κάρτες για υπερωριακή απασχόληση μου σε διάφορα Τμήματα/Κλάδους, οι οποίες φαίνεται να έχουν παραπέσει εντός του συγκεκριμένου φακέλλου κατόπιν μετακίνησης μου από ΑΔΕΛ/σίας στην ΜΜΑΔ. Να σημειωθεί ότι από τις 1023 ώρες που φαίνονται καταχωρημένες οι 991 είναι πιστοποιημένες και υπογεγραμμένες από τους εκάστοτε προϊστάμενους μου, Αστυνομικούς Διευθυντές ή από τους Βοηθούς Αστυνομικούς Διευθυντές.
Εν όψει των πιο πάνω αιτούμαι όπως μου παραχωρηθούν υπερωρίες για τις εναπομείναντες ημέρες μέχρι της έναρξης της προαφυπηρετικής μου άδειας, για τις υπόλοιπες δε ώρες, τύχω της ανάλογης αποζημίωσης.
Τελειώνοντας κ. Αρχηγέ θα ήθελα να σας τονίσω με πάσα ειλικρίνεια ότι πραγματικά οι υπό αναφορά κάρτες υπερωριών έχουν όπως ανάφερα πιο πάνω παραπέσει, και πιστεύω ότι είναι άδικο να μην αποζημιωθώ. Φωτοαντίγραφα των καρτών επισυνάπτονται.»
Το θέμα ανατέθηκε για έλεγχο σε άλλο Βοηθό Αρχηγό ο οποίος διεξήλθε τα σχετικά δελτία και προέβη σε διάφορες επισημάνσεις, το αποτέλεσμα των οποίων ήταν πως, για τους λόγους που λεπτομερώς εξήγησε, δεν οφειλόταν ο,τιδήποτε στον αιτητή.
Ο Αρχηγός απέρριψε λοιπόν το αίτημα. Με επιστολή, ημερ. 17 Μαρτίου 2003, ανέφερε στον αιτητή ότι: (α) σύμφωνα με τον Καν. 17(2)(γ) των περί Αστυνομίας (Γενικών) Κανονισμών του 1989 (Κ.Δ.Π. 51/89), ερμηνευομένου υπό το φως των παραγράφων 2(δ) και (3) όπως και του Καν. 18 αλλά και του Καν. 8(2) των περί Δημόσιας Υπηρεσίας (Χορηγία Αδειών) Κανονισμών του 1988 (Κ.Δ.Π. 122/88), οι Ανώτεροι Αξιωματικοί εξαιρούνται από το καθορισμένο ωράριο εργασίας το οποίο προνοείται από τον Καν. 17(2)(γ) και, επομένως, από την 1 Iανουαρίου 1992 που προήχθη στο βαθμό Αστυνόμου Β΄, έπαυσε να έχει δικαίωμα για υπερωρίες· και (β) δεν τεκμηριωνόταν, εν πάση περιπτώσει, οποιαδήποτε οφειλή.
Με την προσφυγή του ο αιτητής προέβαλε ότι δεν διεξήχθη δέουσα έρευνα προς διακρίβωση της πραγματικής κατάστασης· ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν συνάδει με τις αρχές της χρηστής διοίκησης· ότι δεν είναι αιτιολογημένη· ότι εσφαλμένα ερμηνεύτηκε ο Κανονισμός 17(2)(γ)· ότι αν ορθά ερμηνεύτηκε τότε αντίκειται στην αρχή της ισότητας η οποία διασφαλίζεται από το Άρθρο 28 του Συντάγματος επειδή δημιουργεί αδικαιολόγητη διάκριση μεταξύ των Ανώτερων Αξιωματικών και των άλλων μελών της Αστυνομικής Δύναμης. Με τις αγορεύσεις η συζήτηση επεκτάθηκε και σε δύο άλλα ζητήματα. Εκφράστηκε από πλευράς του αιτητή η άποψη ότι ο Καν. 17(2)(γ) είναι αντίθετος με το Άρθρο 10.2 του Συντάγματος - σύμφωνα με το οποίο «Ουδείς εξαναγκάζεται εις εκτέλεσιν αναγκαστικής ή υποχρεωτικής εργασίας» - διότι «προέβλεψε-επέβαλε αναγκαστική υποχρεωτική εργασία επί 24 ώρου βάσεως και μάλιστα χωρίς αποζημίωση - αμοιβή» και ότι, επιπλέον, είναι αντίθετος με το άρθρο 7(α) και (δ) του περί των Διεθνών Συμφώνων (Οικονομικά, Κοινωνικά και Πολιτιστικά Δικαιώματα και Αστικά και Πολιτικά Δικαιώματα) (Κυρωτικός) Νόμου του 1969 (Ν. 14/69) που αφορά μεταξύ άλλων το μισθό, τις ώρες εργασίας και την ανάπαυση. Αυτά όμως δεν προσδιορίστηκαν στα νομικά σημεία της προσφυγής. Θα επιδέχοντο, κατά την άποψη μου, σύντομης απάντησης αλλά η δικονομική τάξη δεν επιτρέπει εξέταση τους.
Στο στάδιο των διευκρινίσεων ζήτησα να πληροφορηθώ κατά πόσο υπήρχαν στο Λογιστήριο ή σε άλλα αρχεία της Αστυνομίας περαιτέρω έγγραφα τα οποία να ενδιέφεραν. Στις 8 Μαρτίου 2005 οι συνήγοροι προέβησαν σε κοινή δήλωση ότι για την περίοδο πριν από την 1 Ιανουαρίου 1992 παρέμεναν οφειλόμενες στον αιτητή 222 ώρες ενώ για την περίοδο μετά την 1 Ιανουαρίου 1992 παρέμενε το ζήτημα ερμηνείας του Καν. 17(2)(γ) και του Καν. 18.
Παραθέτω τις πρόνοιες των Καν. 17(2) και (3) και 18(1) και (5), στους οποίους επικεντρώθηκε η προσοχή κατά τη συζήτηση:
«17.-(1) ...............................................................................................
...............................................................................................
(2) (α) Η κανονική καθημερινή περίοδος καθήκοντος (περιλαμβανομένης της περιόδου αναψυχής που αναφέρεται στην υποπαράγραφο (β)) μέλους της Δύναμης θα είναι διάρκειας 6 ωρών, εκτός αν ο Αρχηγός της Αστυνομίας ήθελε ορίσει διαφορετικά, και η κανονική εβδομαδιαία περίοδος θα είναι διάρκειας 42 ωρών και επιπρόσθετα οποιοσδήποτε χρόνος αναλίσκεται για παρουσία στο καθορισμένο για καθήκον μέρος πριν την έναρξη της περιόδου καθήκοντος:
Νοείται ότι η περίοδος "καθηκόντων σκοπού ή φρουρού" δε θα υπερβαίνει τις 4 ώρες σε κάθε περίοδο καθήκοντος.
(β) Όταν η κανονική περίοδος καθήκοντος εκτελείται σε μια φάση καθήκοντος, κανονικά θα επιτρέπεται διάλειμμα 30 λεπτών.
(γ) Η παράγραφος 2(α) του παρόντα Κανονισμού δεν ισχύει για μέλος της Δύναμης:
(ι) Το οποίο είναι Ανώτερος Αξιωματικός, ή
(ιι) το οποίο ασχολείται σε καθήκοντα που έχουν ειδικά εξαιρεθεί από τον Αρχηγό.
(δ) Ανεξάρτητα από οτιδήποτε περιέχεται στον παρόντα Κανονισμό, κάθε μέλος της Δύναμης που κανονικά εντέλλεται ή εφόσο το καθήκον του επιβάλλει να το πράξει, θα απαιτείται να εκτελεί οποιοδήποτε καθήκον σχετικό με λειτούργημά του οπουδήποτε και, εκτός αν βρίσκεται με άδεια, θα εκτελεί υπηρεσία όχι μικρότερη των 42 ωρών την εβδομάδα. Ανώτεροι Αξιωματικοί θα έχουν 24ωρη ευθύνη.
(3) (α) Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντα Κανονισμού, όταν μέλος της Δύναμης για το οποίο ισχύει η πιο πάνω παράγραφος (2) παραμένει σε καθήκον μετά το πέρας της φάσης του καθήκοντος ή ανακαλείται σε υπηρεσία μεταξύ δύο φάσεων καθήκοντος, θα χορηγείται σ' αυτό υπερωριακό επίδομα ή ανάλογος χρόνος ανάπαυσης, όπως στην περίπτωση των μελών της Δημόσιας Υπηρεσίας.»
«18.-(1) Σε όλα τα μέλη της Δύναμης χορηγείται, εφόσο το επιτρέπουν οι υπηρεσιακές ανάγκες, κατόπιν υπηρεσίας για επτά διαδοχικές ημέρες, μια ημέρα ανάπαυσης, εκτός αν ο Αρχηγός της Αστυνομίας ήθελε ορίσει διαφορετικά. Όταν η ημέρα ανάπαυσης τυγχάνει να είναι Σάββατο η αμέσως επόμενη Κυριακή χορηγείται επίσης ως ημεραργία.
.........................
(5) Η άδεια ανάπαυσης αποτελεί δικαίωμα και σε περίπτωση που λόγω υπηρεσιακών αναγκών αυτή δε χορηγείται οι ώρες επιπρόσθετης υπηρεσίας λογίζονται ως υπερωρίες και, τηρουμένων των διατάξεων της παραγράφου (3) του Κανονισμού 17, θα χορηγείται σε ευθετότερο χρόνο άδεια ανάπαυσης για τις ώρες αυτές ή η πληρωμή υπερωριών.»
Έχω τη γνώμη ότι η εν τέλει δήλωση στο Δικαστήριο πως οφείλονται στον αιτητή 222 ώρες υπερωριακής απασχόλησης για την περίοδο πριν από την 1 Ιανουαρίου 1992, οδηγεί σε ακύρωση το μέρος της προσβαλλόμενης απόφασης που αφορά σε εκείνη την περίοδο. Διευκρινίζω ότι θεωρώ την εν λόγω απόφαση στο σύνολο της εκτελεστή διοικητική αφού λήφθηκε, σε σχέση με το καθετί, ως αποτέλεσμα ερμηνείας και εφαρμογής των σχετικών κανονισμών. Το ότι τώρα η αναγνώριση της οφειλής μεταφέρει το θέμα από τη σφαίρα του δημοσίου δικαίου στη σφαίρα του ιδιωτικού, δεν μεταβάλλει την αρχική νομική φυσιογνωμία του πράγματος. Εξ άλλου δεν θεωρώ ότι η δήλωση της Δημοκρατίας ενώπιον του Δικαστηρίου αναφορικά με την οφειλή συνιστά ανάκληση του εν λόγω μέρους της προσβαλλόμενης απόφασης. Χρειάζεται επομένως δικαστική παρέμβαση.
Ως προς την απασχόληση του αιτητή μετά την προαγωγή του σε Αστυνόμο Β΄, την 1 Ιανουαρίου 1992, κατά την άποψη μου ο Καν. 17(2)(γ) καθορίζει με σαφήνεια, η οποία δεν επιδέχεται οποιαδήποτε ερμηνευτική αμφισβήτηση, ότι δεν πιστώνονται υπερωρίες στην περίπτωση Ανώτερων Αξιωματικών. Τέτοιου είδους πρόνοιες, συνήθεις για ανώτερες θέσεις, απεικονίζουν τις ιδιαίτερες ανάγκες τις οποίες επάγονται οι θέσεις, συνοδεύονται όμως στην πραγματικότητα από αντισταθμιστικούς ευνοϊκούς παράγοντες. Είναι, έξω από τη σφαίρα της φιλοσοφίας, αυτονόητο πως εκείνοι που κατέχουν τέτοιες θέσεις πλεονεκτούν εργασιακά, δεν μειονεκτούν έναντι των κατωτέρων τους. Γι' αυτό και οι κατέχοντες χαμηλότερους βαθμούς τις επιδιώκουν. Άλλωστε, αν αυτό το καθεστώς δεν άρεσε στον αιτητή θα μπορούσε να έθετε το ζήτημα προ πολλού. Το αποδέχθηκε όμως και δεν μπορεί τώρα να το αποδοκιμάζει. Ανεξάρτητα όμως από αυτό, δεν θεωρώ πως δημιουργείται δυσμενής διάκριση σε βάρος των υψηλόβαθμων. Σύγκριση για διακρίβωση δυσμενούς διάκρισης χωρεί μόνο μεταξύ ομοίων. Ανόμοιες καταστάσεις επιτρέπουν λογικές διαφοροποιήσεις. Εν προκειμένω ίσχυε για όλους τους Ανώτερους Αξιωματικούς η ίδια ρύθμιση. Υπήρχε λοιπόν μεταξύ τους ισότητα. Ο αιτητής δεν έχει κανένα λόγο να παραπονείται.
Η προσφυγή επιτυγχάνει μερικώς. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται σε ό,τι αφορά την περίοδο πριν από την 1 Ιανουαρίου 1992 και επικυρώνεται σε ό,τι αφορά τη μεταγενέστερη περίοδο.
Επιδικάζεται υπέρ του αιτητή το ήμισυ των εξόδων του.
Η προσφυγή επιτυγχάνει μερικώς με το ήμισυ των εξόδων.