ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2005) 4 ΑΑΔ 244

4 Απριλίου, 2005

[ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στής]

(Υπόθεση Αρ. 1111/2002)

ΚΩΣΤΑΣ Χ"ΓΙΑΝΝΗΣ,

Αιτητής,

v.

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΑΓΟΡΑΣ ΚΥΠΡΟΥ,

Καθ' ης η αίτηση.

 

(Υπόθεση Αρ. 1183/2002)

NEW MARATHON TOURS LIMITED,

Αιτητές,

v.

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΑΓΟΡΑΣ ΚΥΠΡΟΥ,

Καθ' ης η αίτηση.

 

(Υπόθεση Αρ. 106/2003)

1. ΑΙΜΙΛΙΟΣ ΘΩΜΑ,

2. ΣΤΕΛΙΟΣ ΘΩΜΑ,

3. ΜΑΚΗΣ ΘΩΜΑ,

4. ΔΩΡΟΣ ΙΕΡΟΠΟΥΛΟΣ,

5. MICHAEL VOICU,

Αιτητές,

v.

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΑΓΟΡΑΣ ΚΥΠΡΟΥ,

Καθ' ης η αίτηση.

(Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 1111/2002, 1183/2002, 106/2003)


Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου ― Ο περί της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου Νόμος αρ. 64(Ι)/2001 ― Άρθρα 33, 34, 35 και 37 ― Ερμηνεία ― Φύση της παράβασης των διατάξεων και πτυχές την νομιμότητας αντιμετώπισης της παράβασης που διαπιστώθηκε από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς στην κριθείσα περίπτωση.

Συνταγματικό Δίκαιο ― Σύνταγμα ― Άρθρο 12.5 ― Οι πρόνοιές του δεν εφαρμόζονται στις περιπτώσεις παραβίασης των άρθρων 33, 34, 35 και 37 του περί της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου Νόμου αρ. 64(Ι)/2001.

Οι αιτητές προσέφυγαν κατά της σε βάρος της εταιρείας τους επιβολής διοικητικών ποινών από τους καθ' ων η αίτηση για παράβαση των άρθρων 33, 34, 35 και 37 του περί της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου Νόμου αρ. 64(Ι)/2001.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας τις προσφυγές, αποφάσισε ότι:

1.  Προβάλλεται ως λόγος ακυρώσεως ότι η απόφαση για κλήση των αιτητών σε απολογία δε λήφθηκε από αρμόδιο διοικητικό όργανο, ήτοι από το Διοικητικό Συμβούλιο της Επιτροπής. Ο λόγος αυτός δεν ευσταθεί.

2.  Προβάλλεται, επίσης, ως λόγος ακυρώσεως ότι τα Μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής δεν προσκλήθηκαν δεόντως για να παραστούν στη συνεδρία της 9.10.2002. Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί.  Όπως φαίνεται από το σχετικό πρακτικό, τέσσερα από τα πέντε Μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου ήσαν παρόντα κατά τη συνεδρία, ενώ το πέμπτο, παρόλο που, όπως αναφέρεται ρητά, "είχε δεόντως προσκληθεί", δεν παρευρέθηκε λόγω απουσίας του στο εξωτερικό.

3.  Άλλος λόγος ακυρώσεως που προβάλλεται είναι ότι η εταιρεία ήταν πάντοτε στη διάθεση της Επιτροπής και ότι "εκείνο που ζητούσε να μάθει, όπως ήταν το νομικό και συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμά της, ήταν οι λόγοι για τους οποίους θα γινόταν η έρευνα και το πλαίσιό της". Οι λόγοι όμως για τους οποίους θα γινόταν η έρευνα της Επιτροπής αναφέρονται ρητά στην επιστολή της Επιτροπής προς την εταιρεία και τους Διοικητικούς της Συμβούλους, ημερομηνίας 16.9.2002.

Σ' ότι αφορά το πλαίσιο της έρευνας ο Νόμος, και συγκεκριμένα το άρθρο 34 του Ν.64(1)/2001, δεν περιορίζει καθ' οιονδήποτε τρόπο το πλαίσιο της έρευνας και ούτε επιβάλλει την υποχρέωση στην Επιτροπή να καθορίσει, εκ των προτέρων, τα στοιχεία τα οποία επιζητεί.

4.  Προβάλλεται, επίσης, ως λόγος ακυρώσεως ότι η επιστολή/κλήση σε απολογία, ημερομηνίας 11.10.2002, που στάληκε στους αιτητές, αφορούσε την επιβολή διοικητικού προστίμου και όχι τη διερεύνηση από μέρους της Επιτροπής κατά πόσο οι αιτητές παρέβησαν τα άρθρα 33, 34 και 35 του Νόμου. Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί. Τόσο από την απόφαση της Επιτροπής της 9.10.2002. όσο και από την επιστολή κλήσης σε απολογία της 11.10.2002 προκύπτει, με σαφήνεια, ότι στο στάδιο εκείνο η Επιτροπή διερευνούσε ενδεχόμενη παράβαση των άρθρων 34, 35 και 37 του Νόμου και, γι' αυτό ακριβώς το λόγο, κάλεσε τους αιτητές να εκφράσουν τις θέσεις και απόψεις τους.

5.  Η σχετική απόφαση της Επιτροπής είναι πλήρως αιτιολογημένη, γιατί έκρινε τους αιτητές ένοχους και γιατί τους επέβαλε τα επίδικα διοικητικά πρόστιμα.

Από το όλο ιστορικό είναι πρόδηλο ότι η Επιτροπή δεν προαποφάσισε, όπως ισχυρίζεται ο δικηγόρος των αιτητών, την ενοχή τους, αλλά, αντίθετα, τους έδωσε, επανειλημμένα, ευκαιρίες για να υποβάλουν τις θέσεις τους προτού αποφασίσει περί της ενοχής τους ή μη.

6.  Προβάλλεται επίσης ως λόγος ακυρώσεως ότι οι αιτητές στερήθηκαν των ελαχίστων δικαιωμάτων που κατοχυρώνει το Άρθρο 12.5 του Συντάγματος και ότι δεν ήταν επιτρεπτό στην Επιτροπή να αποδώσει ποινικές ευθύνες στους αιτητές. Ο δικήγορος των αιτητών επικαλέσθηκε σχετικά το άρθρο 42 του Νόμου για να επιχειρηματολογήσει ότι η παράβαση για την οποία βρέθηκαν ένοχοι οι αιτητές συνιστά ποινικό αδίκημα με βάση το άρθρο αυτό. Τούτο δεν είναι ορθό. Τα διοικητικά πρόστιμα δεν επιβλήθηκαν στους αιτητές για παράβαση του άρθρου 42 ή οποιουδήποτε άλλου άρθρου του Νόμου που συνιστά και ποινικό αδίκημα. Όπως φαίνεται από την επίδικη απόφαση της 18.11.2002, τα διοικητικά πρόστιμα επιβλήθηκαν για παράβαση του άρθρου 35 του Νόμου, το οποίο δίδει το δικαίωμα στην Επιτροπή να εισέρχεται και ερευνά υποστατικά, το ίδιο δε άρθρο αναφέρει ρητά ότι, σε περίπτωση που οποιαδήποτε πρόσωπα δεν συμμορφώνονται με την απαίτηση της Επιτροπής για είσοδο και έρευνα, υπόκεινται σε διοικητικό πρόστιμο το οποίο η Επιτροπή έχει δικαίωμα να επιβάλει, με βάση τόσο το άρθρο 35 όσο και το άρθρο 38.

Η ενώπιον της Επιτροπής διαδικασία δεν ήταν πειθαρχικής φύσεως. Σε περιπτώσεις όπως η παρούσα δεν εφαρμόζονται οι πρόνοιες του Άρθρου 12.5 του Συντάγματος, εφόσον δεν πρόκειται ούτε για ποινική δίκη ούτε για πειθαρχική διαδικασία. Εν πάση περιπτώσει, στην περίπτωση των αιτητών, η Επιτροπή τήρησε όλες τις πρόνοιες του Άρθρου 12.5 του Συντάγματος.

Οι προσφυγές απορρίπτονται με έξοδα.

Προσφυγές.

Σ. Ευαγγέλου, για τους Αιτητές.

Γ. Τριανταφυλλίδης, για την Καθ' ης η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Στις 11.9.2002 η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου (η Επιτροπή) αποφάσισε το διορισμό Ερευνώντων Λειτουργών για τη διερεύνηση ενδεχόμενων παραβάσεων της περί Κεφαλαιαγοράς Νομοθεσίας από την εταιρεία New Marathon Tours Limited (η εταιρεία). Η απόφαση λήφθηκε με βάση το άρθρο 37(1) του περί της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου Νόμου (Ν.64(1)/2001 - ο Νόμος). Οι Ερευνώντες Λειτουργοί, με επιστολή τους ημερομηνίας 23.9.2002, ζήτησαν να εισέλθουν και ερευνήσουν τα υποστατικά της εταιρείας. Όμως, η εταιρεία, όπως και οι Διοικητικοί της Σύμβουλοι, αρνήθηκαν να συμμορφωθούν. Ισχυρίστηκαν ότι ο διορισμός των Ερευνώντων Λειτουργών ήταν παράνομος. Σε δύο δε περιπτώσεις, στις 24 και στις 26.9.2002, δεν επέτρεψαν στους Ερευνώντες Λειτουργούς να εισέλθουν και ερευνήσουν τα υποστατικά της εταιρείας. (Βλ. σχετικά Σημειώματα των Ερευνώντων Λειτουργών, Παραρτήματα 26 και 29 στην Ένσταση). Κατόπιν τούτου, στις 9.10.2002 η Επιτροπή αποφάσισε να καλέσει την εταιρεία και τους Διοικητικούς της Συμβούλους σε απολογία, ενόψει του ότι η άρνησή τους να επιτρέψουν την είσοδο και την εκ μέρους των Ερευνώντων Λειτουργών έρευνα, συνιστούσε ενδεχόμενη, δηλαδή, εκ πρώτης όψεως, παράβαση των άρθρων 33, 34, 35 και 37 του Νόμου. Ακολούθησε εκτενής αλληλογραφία μεταξύ του δικηγόρου της εταιρείας και των Διοικητικών της Συμβούλων, αφενός, και της Επιτροπής, αφετέρου. Τελικά, στις 18.11.2002 η Επιτροπή, αφού έλαβε υπόψη τις παραστάσεις που υποβλήθηκαν εκ μέρους της εταιρείας και των Διοικητικών της Συμβούλων, επέβαλε εις μεν την εταιρεία διοικητικό πρόστιμο εκ Λ.Κ.3.000, εις δε τους Διοικητικούς της Συμβούλους εκ Λ.Κ.500 την ημέρα για κάθε μέρα συνέχισης της παράλειψης προς συμμόρφωση με το αίτημα των Ερευνώντων Λειτουργών για είσοδο και έρευνα στα υποστατικά της εταιρείας. Η απόφαση της Επιτροπής κοινοποιήθηκε στους ενδιαφερόμενους με επιστολή ημερομηνίας 21.11.2002.

Η απόφαση της Επιτροπής είναι το αντικείμενο των παρούσων προσφυγών εκ μέρους της εταιρείας (Προσφυγή 1183/2002) και των έξι Διοικητικών της Συμβούλων (Προσφυγές 1111/2002 και 106/2003). Συνεκδικάστηκαν λόγω ταυτότητας πραγματικού και νομικού υπόβαθρου.

Προβάλλεται ως λόγος ακυρώσεως ότι η απόφαση για κλήση των αιτητών σε απολογία δε λήφθηκε από αρμόδιο διοικητικό όργανο, ήτοι από το Διοικητικό Συμβούλιο της Επιτροπής. Ο λόγος αυτός δεν ευσταθεί. Η απόφαση για να κληθούν οι αιτητές σε απολογία "για τη διερεύνηση ενδεχόμενης παράβασης των άρθρων 34, 35 και 37 του Νόμου αναφορικά με την άρνηση συμμόρφωσης της εταιρείας και των Διοικητικών της Συμβούλων με την εντολή εισόδου και έρευνας των Ερευνώντων Λειτουργών της Επιτροπής", λήφθηκε κατά τη συνεδρία του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής της 9.10.2002. (Βλ. Παράρτημα 34 στην Ένσταση, όπως και το Παράρτημα Ω στη γραπτή αγόρευση του δικηγόρου της Επιτροπής, απ' όπου προκύπτει ότι, κατά τη συνεδρία της Επιτροπής της 22.10.2002, εγκρίθηκε το πρακτικό της 9.10.2002 - Παράρτημα 34 στην Ένσταση).

Προβάλλεται, επίσης, ως λόγος ακυρώσεως ότι τα Μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής δεν προσκλήθηκαν δεόντως για να παραστούν στη συνεδρία της 9.10.2002. Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί. Όπως φαίνεται από το σχετικό πρακτικό (Παράρτημα 34 στην Ένσταση), τέσσερα από τα πέντε Μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου ήσαν παρόντα κατά τη συνεδρία, ενώ το πέμπτο, παρόλο που, όπως αναφέρεται ρητά, "είχε δεόντως προσκληθεί", δεν παρευρέθηκε λόγω απουσίας του στο εξωτερικό.

Άλλος λόγος ακυρώσεως που προβάλλεται είναι ότι η εταιρεία ήταν πάντοτε στη διάθεση της Επιτροπής και ότι "εκείνο που ζητούσε να μάθει, όπως ήταν το νομικό και συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμά της, ήταν οι λόγοι για τους οποίους θα γινόταν η έρευνα και το πλαίσιό της". Οι λόγοι για τους οποίους θα γινόταν η έρευνα της Επιτροπής αναφέρονται ρητά στην επιστολή της Επιτροπής προς την εταιρεία και τους Διοικητικούς της Συμβούλους, ημερομηνίας 16.9.2002, όπου, στην τρίτη παράγραφο, αναφέρονται, ρητά και με λεπτομέρειες, όλοι οι λόγοι για τους οποίους η Επιτροπή αποφάσισε να προχωρήσει στο διορισμό των Ερευνώντων Λειτουργών. (Παράρτημα 22 στην Ένσταση).

Σ' ότι αφορά το πλαίσιο της έρευνας ο Νόμος, και συγκεκριμένα το άρθρο 34 του Ν.64(1)/2001, δεν περιορίζει καθ' οιονδήποτε τρόπο το πλαίσιο της έρευνας και ούτε επιβάλλει την υποχρέωση στην Επιτροπή να καθορίσει, εκ των προτέρων, τα στοιχεία τα οποία επιζητεί. Εξάλλου, εάν τα στοιχεία αυτά ήσαν εκ των προτέρων γνωστά, δε θα υπήρχε κανένας λόγος γιατί η Επιτροπή να μην τα κατονομάσει, όπως ακριβώς έκαμε και με άλλες συγκεκριμένες πληροφορίες που επιζητούσε, όπως φαίνεται από την Ειδοποίηση Διενέργειας Έρευνας, ημερομηνίας 23.9.2002. (Παράρτημα 24 στην Ένσταση).

Το άρθρο 34 του Ν.64(1)/2001 δίδει τη ρητή εξουσία στην Επιτροπή, κατά την έρευνα, "να ελέγχει αρχεία, βιβλία, λογαριασμούς, άλλα έγγραφα και στοιχεία εναποθηκευμένα σε ηλεκτρονικούς υπολογιστές κάθε προσώπου για το οποίο υπήρχε εύλογη υπόνοια ότι κατέχει στοιχεία δυνάμενα να βοηθήσουν την Επιτροπή στην έρευνα της και να λαμβάνει αντίγραφα ή αποσπάσματα τους". Από τις πρόνοιες του άρθρου είναι σαφές ότι η Επιτροπή έχει την εξουσία να προβαίνει σε έρευνα για να συλλέγει στοιχεία, χωρίς να καθορίζει εκ των προτέρων ποία είναι τα συγκεκριμένα στοιχεία τα οποία επιζητεί, και τούτο για το λόγο ότι ούτε και η ίδια σ' εκείνο το στάδιο δε γνωρίζει, πιθανότατα, τι στοιχεία θα βρει.

Προβάλλεται, επίσης, ως λόγος ακυρώσεως ότι η επιστολή/κλήση σε απολογία, ημερομηνίας 11.10.2002, που στάληκε στους αιτητές, αφορούσε την επιβολή διοικητικού προστίμου και όχι τη διερεύνηση από μέρους της Επιτροπής κατά πόσο οι αιτητές παρέβησαν τα άρθρα 33, 34 και 35 του Νόμου. Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί. Τόσο από την απόφαση της Επιτροπής της 9.10.2002. όσο και από την επιστολή κλήσης σε απολογία της 11.10.2002 (Παράρτημα 36 στην Ένσταση), προκύπτει, με σαφήνεια, ότι στο στάδιο εκείνο η Επιτροπή διερευνούσε ενδεχόμενη παράβαση των άρθρων 34, 35 και 37 του Νόμου και, γι' αυτό ακριβώς το λόγο, κάλεσε τους αιτητές να εκφράσουν τις θέσεις και απόψεις τους. Με την επιστολή της 11.10.2002 η Επιτροπή παρέσχε προθεσμία στους αιτητές, μέχρι τις 4.11.2002, για να υποβάλουν γραπτώς τις θέσεις τους. Ο δικηγόρος τους ζήτησε επιθεώρηση του σχετικού διοικητικού φακέλου, ο οποίος και τέθηκε στη διάθεσή του για επιθεώρηση. Ακολούθησε αλληλογραφία μεταξύ του δικηγόρου των αιτητών και της Επιτροπής, με επιστολή του δε ημερομηνίας 29.10.2002 (Παράρτημα 44 στην Ένσταση) ο δικηγόρος ζήτησε παράταση για την υποβολή των θέσεών του, αίτημα το οποίο εγκρίθηκε, και δόθηκε παράταση μέχρι τις 11.11.2002, (Παράρτημα 47 στην Ένσταση). Στις 11.11.2002 ο δικηγόρος των αιτητών, με νέα επιστολή, ζήτησε νέα παράταση της προθεσμίας, η οποία και πάλι του δόθηκε, μέχρι τις 18.11.2002. (Παράρτημα 50 στην Ένσταση). Τελικά, ο δικηγόρος των αιτητών, με επιστολή του ημερομηνίας 18.11.2002 (Παράρτημα 52 στην Ένσταση), παρέθεσε τις παραστάσεις/απόψεις των πελατών του, την ίδια δε μέρα, η Επιτροπή, αφού έλαβε υπόψη τις εν λόγω παραστάσεις, αποφάσισε ότι τόσο η εταιρεία όσο και οι Διοικητικοί της Σύμβουλοι είχαν παραβεί τις υποχρεώσεις τους, βάσει των άρθρων 34, 35 και 37 του Νόμου, και τους επέβαλε τα επίδικα διοικητικά πρόστιμα. Η σχετική απόφαση της Επιτροπής είναι πλήρως αιτιολογημένη γιατί έκρινε τους αιτητές ένοχους και γιατί τους επέβαλε τα επίδικα διοικητικά πρόστιμα.

Από το όλο ιστορικό είναι πρόδηλο ότι η Επιτροπή δεν προαποφάσισε, όπως ισχυρίζεται ο δικηγόρος των αιτητών, την ενοχή τους, αλλά, αντίθετα, τους έδωσε, επανειλημμένα, ευκαιρίες για να υποβάλουν τις θέσεις τους προτού αποφασίσει περί της ενοχής τους ή μη.

Προβάλλεται επίσης ως λόγος ακυρώσεως ότι οι αιτητές στερήθηκαν των ελαχίστων δικαιωμάτων που κατοχυρώνει το Άρθρο 12.5 του Συντάγματος και ότι δεν ήταν επιτρεπτό στην Επιτροπή να αποδώσει ποινικές ευθύνες στους αιτητές. Ο δικήγορος των αιτητών επικαλέσθηκε σχετικά το άρθρο 42 του Νόμου για να επιχειρηματολογήσει ότι η παράβαση για την οποία βρέθηκαν ένοχοι οι αιτητές συνιστά ποινικό αδίκημα με βάση το άρθρο αυτό. Τούτο δεν είναι ορθό. Τα διοικητικά πρόστιμα δεν επιβλήθηκαν στους αιτητές για παράβαση του άρθρου 42 ή οποιουδήποτε άλλου άρθρου του Νόμου που συνιστά και ποινικό αδίκημα. Όπως φαίνεται από την επίδικη απόφαση της 18.11.2002 (Παράρτημα 43 στην Ένσταση), τα διοικητικά πρόστιμα επιβλήθηκαν για παράβαση του άρθρου 35 του Νόμου, το οποίο δίδει το δικαίωμα στην Επιτροπή να εισέρχεται και ερευνά υποστατικά, το ίδιο δε άρθρο αναφέρει ρητά ότι, σε περίπτωση που οποιαδήποτε πρόσωπα δεν συμμορφώνονται με την απαίτηση της Επιτροπής για είσοδο και έρευνα, υπόκεινται σε διοικητικό πρόστιμο το οποίο η Επιτροπή έχει δικαίωμα να επιβάλει, με βάση τόσο το άρθρο 35 όσο και το άρθρο 38. Το άρθρο 42 είναι άσχετο με τα επίδικα θέματα όπως, συνακόλουθα, άσχετες είναι και οι υποθέσεις στις οποίες αναφέρεται ο δικηγόρος των αιτητών στη γραπτή του αγόρευση, διότι στις υποθέσεις εκείνες η Επιτροπή είχε επιβάλει διοικητικά πρόστιμα για παράβαση άρθρου του Νόμου περί του Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου, άρθρου το οποίο συνιστούσε και ποινικό αδίκημα που δεν ήταν, επαναλαμβάνω, η περίπτωση στην παρούσα υπόθεση.

Συναφώς με την επιχειρηματολογία του δικηγόρου των αιτητών σε σχέση με το Άρθρο 12.5 του Συντάγματος σημειώνω, επίσης, ότι η ενώπιον της Επιτροπής διαδικασία δεν ήταν ούτε πειθαρχικής φύσεως. Ήταν διαδικασία επιβολής διοικητικού προστίμου για παράβαση υποχρέωσης βάσει του Νόμου. Οι υποθέσεις Κυριακίδης, Βασιλείου και Παπασάββα, στις οποίες παραπέμπει ο δικηγόρος των αιτητών στη γραπτή του αγόρευση, αφορούσαν πειθαρχικές διαδικασίες υπό την έννοια ότι οι αιτητές σε εκείνες τις περιπτώσεις ήσαν υπάλληλοι οι οποίοι διώχθηκαν πειθαρχικά. Σε περιπτώσεις όπως η παρούσα δεν εφαρμόζονται οι πρόνοιες του Άρθρου 12.5 του Συντάγματος, εφόσον δεν πρόκειται ούτε για ποινική δίκη ούτε για πειθαρχική διαδικασία. Εν πάση περιπτώσει, στην περίπτωση των αιτητών, η Επιτροπή τήρησε όλες τις πρόνοιες του Άρθρου 12.5 του Συντάγματος. Συγκεκριμένα:

(α) Οι αιτητές, πριν αποφασισθεί η ενοχή τους ή μη, κλήθηκαν ενώπιον της Επιτροπής για να εκφράσουν τις παραστάσεις/απόψεις τους με την επιστολή ημερομηνίας 11.10.2002 (Παράρτημα 36 στην Ένσταση). Με την εν λόγω επιστολή η Επιτροπή καλούσε τους αιτητές ενώπιόν της και τους έδιδε την ευκαιρία να υποβάλουν τις θέσεις τους και προβούν σε γραπτές παραστάσεις, πριν αποφασίσει κατά πόσο αυτοί παρέβησαν οποιαδήποτε των άρθρων 34, 35 και 37 του Νόμου. Οι αιτητές, όχι μόνο δεν κρίθηκαν ένοχοι πριν ακουσθούν, αλλά, αντίθετα, τους δόθηκε κάθε ευκαιρία να προβάλουν τις θέσεις τους πριν η Επιτροπή αποφασίσει περί της ενοχής τους ή μη.

(β) Στην επιστολή ημερομηνίας 11.10.2002 (Παράρτημα 36 στην Ένσταση) γίνεται ρητή αναφορά στη φύση και τους λόγους της καταγγελίας. Συγκεκριμένα, η φύση και οι λόγοι της καταγγελίας εμφαίνονται στις πρώτες πέντε παραγράφους της εν λόγω επιστολής. Περαιτέρω, δόθηκε η ευχέρεια στους αιτητές να επιθεωρήσουν ολόκληρο το διοικητικό φάκελο της υπόθεσης και να πάρουν και σχετικά αντίγραφα πριν υποβάλουν γραπτώς τις παραστάσεις/απόψεις τους.

(γ) Δόθηκε επαρκής χρόνος στους αιτητές για να υποβάλουν τις θέσεις τους. Συγκεκριμένα, με την επιστολή ημερομηνίας 11.10.2002, δόθηκε αρχικά προθεσμία 21 ημερών, ήτοι μέχρι τις 4.11.2002, και, ακολούθως, μετά από αιτήματα που υπέβαλε ο δικηγόρος τους, η εν λόγω προθεσμία παρατάθηκε, αρχικά μέχρι τις 11.11.2002 και, ακολούθως, μέχρι τις 18.11.2002.

(δ) Στη διαδικασία ενώπιον της Επιτροπής, δεν τίθεται θέμα εξέτασης και αντεξέτασης μαρτύρων, καθότι δεν πρόκειται για δίκη. Η διαδικασία είναι διοικητικής φύσεως και όλα τα στοιχεία τα οποία είχε στη διάθεσή της η Επίτροπή τέθηκαν ενώπιον των αιτητών και του δικηγόρου τους για να τα σχολιάσει.

Οι προσφυγές απορρίπτονται με έξοδα εις βάρος των αιτητών.

Οι προσφυγές απορρίπτονται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο