ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2005) 4 ΑΑΔ 204

15 Μαρτίου, 2005

[ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΣΟΦΙΑΝΟΣ,

Αιτητής,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,

2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Καθ' ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 888/2003)

 

Διοικητική πράξη ― Ανάκληση ― Πράξη που τροποποιεί προηγούμενη συνιστά ανάκλησή της ― Περιστάσεις της ανάκλησης στην κριθείσα περίπτωση.

Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο ― Κατάργηση δίκης ― Κατά πόσο επιφέρει κατάργηση της δίκης, η ανάκληση της προσβαλλόμενης απόφασης ― Προϋποθέσεις και εφαρμογή τους στην κριθείσα περίπτωση.

Συντάξεις ― Άρθρο 2 του περί Συντάξεων Νόμου αρ. 97(Ι)/97 ― Ερμηνεία του άρθρου υπό το φως των προνοιών του άρθρου 166 του Συντάγματος ― Η εφαρμογή του Νόμου κρίθηκε ορθή στην κριθείσα περίπτωση ― Περιστάσεις.

Ο αιτητής προσέφυγε κατά της απόφασης υπολογισμού της ετήσιας σύνταξης και του εφάπαξ ποσού που του καταβλήθηκαν, χωρίς να ληφθεί υπόψη το επίδομα Γενικού Διευθυντή και η αναθεωρημένη με προσαύξηση κλίμακα Α15 + 1 της θέσης που κατείχε μέχρι την αφυπηρέτησή του.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:

1.  Η προσφυγή στρέφεται κατά του ποσού αλλά και του τρόπου υπολογισμού των συνταξιοδοτικών ωφελημάτων (ετήσια σύνταξη και εφάπαξ) του αιτητή. Το ποσό αυτό με τη νέα απόφαση της διοίκησης μετά την καταχώρηση της προσφυγής αυξήθηκε με τον υπολογισμό βάσει της κλίμακας Α15, επεκτεινόμενης κατά μια προσαύξηση. Πρόκειται για πράξη που ρυθμίζει διαφορετικά το αντικείμενο της προηγούμενης.

Η διαφορετική ρύθμιση του αντικειμένου της προηγούμενης πράξης με τη διαφοροποίηση του μισθού κατά τον χρόνο αφυπηρέτησης του αιτητή, συνιστά ανάκληση της προηγούμενης προσβαλλόμενης πράξης.

2.  Υπεισέρχεται ακολούθως το ζήτημα κατά πόσο η ανάκληση αυτή, η μερική δηλαδή αναθεώρηση, αποστερεί την προσφυγή από το αντικείμενο της. Στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι προφανές ότι παρά την αποδοχή της προσαυξημένης κλίμακας Α15 ως βάση υπολογισμού των συνταξιοδοτικών ωφελημάτων του αιτητή, αυτός εξακολούθησε να αμφισβητεί τη νομιμότητα του τρόπου υπολογισμού τους λόγω παράλειψης της Διοίκησης να λάβει υπόψη το επίδομα που του καταβαλλόταν επί σειρά ετών. Συνεπώς υπάρχει κατάλοιπο ζημιάς η οποία δεν εξαλείφθηκε από την ανακλητική πράξη και δικαιολογεί τη συνέχιση της δίκης.

3.  Προβάλλεται ότι οι καθ' ων η αίτηση παράνομα δεν υπολόγισαν στις συντάξιμες απολαβές του αιτητή, το επίδομα που του είχε καταβληθεί για την περίοδο από 1.2.02 μέχρι την αφυπηρέτησή του. Οι καθ' ων η αίτηση, βασίστηκαν στην πρόνοια του περί Προϋπολογισμού Νόμου του 2002 σύμφωνα με την οποία, το συγκεκριμένο επίδομα θα θεωρείτο ως συντάξιμη απολαβή για σκοπούς του περί Συντάξεων Νόμου μέχρι την 31.3.02. Προκύπτει ότι για τα προηγούμενα χρόνια, οι καθ' ων η αίτηση πίστωσαν το συγκεκριμένο επίδομα στις συντάξιμες απολαβές του αιτητή.

Ο αιτητής εισηγείται ότι η πιο πάνω πρόνοια του περί Προϋπολογισμού Νόμου του 2002 προσκρούει στην υποχρέωση της Δημοκρατίας να καταβάλει συντάξεις σύμφωνα με το άρθρο 166 του Συντάγματος. Η συγκεκριμένη πρόνοια του Συντάγματος αναφέρει ότι κάθε σύνταξη και χορήγημα που οφείλει να καταβάλει η Δημοκρατία, θα χρεώνεται στο πάγιο ταμείο ως δαπάνη επιπρόσθετα από τα χορηγήματα, αντιμισθίες και άλλα χρηματικά ποσά των οποίων η χρέωση θα ρυθμίζεται με άλλη διάταξη του Συντάγματος ή νόμου.

Η ερμηνεία που εισηγείται ο αιτητής για το συγκεκριμένο άρθρο του Συντάγματος σύμφωνα με την οποία, οι συντάξεις θα χρεώνονται και θα καταβάλλονται με βάση τα χορηγήματα, αντιμισθίες και άλλα χρηματικά ποσά  και για κάθε ένα από τα ποσά αυτά, είναι ατυχής. Το τι πρέπει να περιλαμβάνει η σύνταξη δεν καθορίζεται από το Σύνταγμα αλλά ό,τι προβλέπεται στο άρθρο 2 του περί Συντάξεων Νόμου αρ. 97(Ι)/97.

Το συγκεκριμένο επίδομα, εμφανίζεται ως διαφορά βασικού μισθού.

Το επίδομα δεν φαίνεται να εμπίπτει στην έννοια των συντάξιμων επιδομάτων. Ο νόμος είναι υπεράνω όλων. Δεσμεύει και επιβάλλει. Διαγράφει το πλαίσιο διακυβέρνησης και διοικητικής λειτουργίας. Δεν έχει ούτε επιδέχεται χαριστικές εξαιρέσεις.

Αναφορικά δε με την πρόνοια στον προϋπολογισμό του 2002 σύμφωνα με την οποία η Βουλή αποφάσισε να μη θεωρείται πλέον το συγκεκριμένο επίδομα συντάξιμο, το Δικαστήριο δεν μπορεί να ελέγξει τη σκοπιμότητα τέτοιων δημοσιονομικών διατάξεων.

Κατά συνέπεια ορθά οι καθ' ων η αίτηση δεν αναγνώρισαν το συγκεκριμένο επίδομα που λάμβανε ο αιτητής ως συντάξιμη απολαβή μετά το 2002.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

Προσφυγή.

Ι. Νικολάου, για τον Αιτητή.

Α. Χριστοφόρου, για τους Καθ' ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Ο αιτητής από 15.6.86 μέχρι 30.4.1995 υπηρέτησε στη μόνιμη θέση Διευθυντή Τυπογραφείου Τυπογραφικών Υπηρεσιών (Κλίμακα Α15). Από 1.5.95 μέχρι την αφυπηρέτησή του στις 9.7.03, εκτελούσε καθήκοντα Γραμματέα του Υπουργικού Συμβουλίου. Για το σκοπό αυτό, είχε αποσπαστεί στην Προεδρία με απόφαση της Επιτροπής Δημοσίας Υπηρεσίας.

Οι μηνιαίες απολαβές του αιτητή για την άσκηση των πιο πάνω καθηκόντων ήταν, βασικός μισθός ΛΚ7.212 πλέον πρόσθετο επίδομα για κάλυψη της διαφοράς μεταξύ της πραγματικής του μισθοδοσίας και της μισθοδοσίας της θέσης του Γενικού Διευθυντή.

Με απόφαση της Βουλής των Αντιπροσώπων το πιο πάνω επίδομα θεωρήθηκε ότι αποτελούσε συντάξιμη απολαβή για τους σκοπούς του περί Συντάξεων Νόμου και τέθηκε σχετική επεξήγηση στους προϋπολογισμούς των ετών 1996 έως και 2001. Στον προϋπολογισμό του 2002 όμως, με το άρθρο 138, η Βουλή αποφάσισε τα ακόλουθα αναφορικά με το επίδομα που καταβαλλόταν στο Γραμματέα του Υπουργικού Συμβουλίου:

«Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του περί Συντάξεων Νόμου, το επίδομα που καταβάλλεται στο δημόσιο υπάλληλο που έχει αποσπασθεί και ασκεί τώρα τα καθήκοντα γραμματέα του Υπουργικού Συμβουλίου, θεωρείται συντάξιμη απολαβή για τους σκοπούς του περί Συντάξεων Νόμου μέχρι την 31η Μαρτίου 2002.»

Όταν τέθηκε σε εφαρμογή η αναθεώρηση του κρατικού  μισθολογίου από 1.1.02 με τον περί Συμπληρωματικού Προϋπολογισμού Νόμο του 2002, η οργανική θέση του Διευθυντή Τυπογραφικών Υπηρεσιών που κατείχε ο αιτητής, ήταν ήδη καταργημένη από το 2001. Το Υπουργείο Οικονομικών με την επιστολή του ημερ. 14.2.02 διευκρίνισε τα πιο κάτω,

«Παρόλο που η θέση Διευθυντή Τυπογραφικών Υπηρεσιών καταργήθηκε, ο κάτοχος της θέσης κος Χρυσόστομος Σοφιανός θεωρείται ότι εξακολουθεί να την κατέχει μαζί με όλα τα προνόμια και ωφελήματα της, μέχρις ότου ο κάτοχος της θέσης που καταργήθηκε μ' αυτό τον τρόπο αφυπηρετήσει ή διοριστεί ή προαχθεί είτε σε θέση που δημιουργήθηκε είτε σ' άλλη θέση. Τηρουμένων των αναλογιών του νέου μισθολογίου όπως αυτό εγκρίθηκε με τον περί Συμπληρωματικού Προϋπολογισμού Νόμου (Αρ. 8) του 2002 (Νόμος αρ. 42(ΙΙ) του 2002) ο κος Σοφιανός θα πρέπει να τοποθετηθεί στην Κλίμακα Α15 επεκτεινόμενη κατά μία προσαύξηση όπως και οι Οικονομικοί Διευθυντές του Υπουργείου Οικονομικών, από 1/1/2003. Ετσι ο κος Σοφιανός τοποθετείται στις £7.460 από 1/1/2002.»

Συνεπώς ο αιτητής τοποθετήθηκε στην Κλίμακα Α15 επεκτεινόμενη κατά μια προσαύξηση, από την οποία και αφυπηρέτησε.

Κατά τον υπολογισμό των συνταξιοδοτικών ωφελημάτων του αιτητή τα οποία, σύμφωνα με το άρθρο 8 του περί Συντάξεων Νόμου Ν. 97(Ι)/97 («ο νόμος»), υπολογίζονται με βάση τις ετήσιες συντάξιμες απολαβές του δημόσιου υπάλληλου κατά την ημερομηνία της αφυπηρέτησής του, ο Γενικός Ελεγκτής, αμφισβήτησε το γεγονός ότι ο αιτητής εδικαιούτο στην καταβολή απολαβών στην Κλίμακα Α15 επεκτεινόμενη κατά μια προσαύξηση επειδή η οργανική θέση που κατείχε ο αιτητής δεν περιλαμβανόταν στον νόμο μετά την αναθεώρηση του κρατικού μισθολογίου. Για το θέμα, ζητήθηκε η  γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα. Στο μεταξύ όμως, ο καθ' ου η αίτηση 2, υπολόγισε τα συνταξιοδοτικά ωφελήματα του αιτητή στην κλίμακα Α15 χωρίς να υπολογίσει ως συντάξιμο το επίδομα που λάμβανε. Πάνω στην ίδια βάση, καταβλήθηκε στον αιτητή στις 18.7.03 το εφάπαξ ποσό αφυπηρέτησης εκ ΛΚ38.744,51.

Η παρούσα προσφυγή έχει ως αντικείμενο, παρά τις τρεις διαφορετικές θεραπείες που εκ περισσού διατυπώνονται στην αίτηση, την πιο πάνω απόφαση των καθ' ων η αίτηση που αφορά στον υπολογισμό της ετήσιας σύνταξης  και του εφάπαξ ποσού του αιτητή χωρίς να ληφθεί υπόψη το επίδομα Γενικού Διευθυντή  και η αναθεωρημένη με προσαύξηση κλίμακα Α15+1 της θέσης που κατείχε μέχρι την αφυπηρέτησή του.

Εκκρεμούσης της προσφυγής, δόθηκε η γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα σύμφωνα με την οποία, ο αιτητής εφόσον πληρώθηκε αυξημένο μισθό για το 2003, αναπόφευκτα επί αυτού του  μισθού θα έπρεπε να υπολογισθούν και να πληρωθούν τα συνταξιοδοτικά του ωφελήματα. Ακολούθως, οι καθ' ων η αίτηση προέβηκαν στις 22.9.04 σε αναθεώρηση των συνταξιοδοτικών ωφελημάτων του αιτητή τα οποία επαναϋπολόγισαν με την κλίμακα Α15 επεκτεινόμενη κατά μια προσαύξηση.

Ο δικηγόρος των καθ' ων η αίτηση ισχυρίζεται ότι με την απόφαση ημερ. 22.9.04 ο καθ' ου η αίτηση ανακάλεσε την προσβαλλόμενη πράξη, η οποία εξαφανίστηκε αφού έπαψε να παράγει έννομα αποτελέσματα. Ο συνήγορος του αιτητή αντιτείνει ότι ο επαναϋπολογισμός περιορίστηκε μόνο στην αναθεώρηση της κλίμακας, δεν αναφέρεται σε όλο το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης και συγκεκριμένα στον υπολογισμό των συνταξιοδοτικών ωφελημάτων του αιτητή χωρίς να ληφθεί υπόψη το επίδομα που λάμβανε λόγω της απόσπασης του και της εκτέλεσης των καθηκόντων του Γραμματέα.

Προκύπτει για εξέταση ζήτημα κατά πόσο η απόφαση που περιέχεται στην επιστολή ημερ. 22.9.04 συνιστά ανάκληση της προσβαλλόμενης απόφασης.

Στο «Δίκαιον των Διοικητικών Πράξεων» του Μιχ. Δ. Στασινόπουλου, 1982, Ανατύπωσις σελ. 382, δίδεται ο πιο κάτω ορισμός του όρου «ανάκληση»:

«Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΑΝΑΚΛΗΣΕΩΣ

Ι. Ορισμός - Ανάκλησις είναι η εκ της ενεργού διοικήσεως προερχομένη ολοσχερής ή μερική άρσις του περιεχομένου διοικητικής τινός πράξεως, είτε ήθελεν επακολουθήσει αντικατάστασις αυτής δια ετέρας, οπότε υφίσταται μεταρρύθμισις, είτε μη. Περιλαμβάνει δε η έννοια της ανακλήσεως αφ'  ενός μεν την ανάκλησιν νομίμων πράξεων της Διοικήσεως, αφ'  ετέρου δε την ανάκλησιν παρανόμων πράξεων αυτής, οπότε πρόκειται περί ακυρώσεως των πράξεων τούτων διά της διοικητικής οδού, ως θέλει κατωτέρω εκτεθή. ....................................

Ο Kormann, System, σ. 324, δέχεται ότι, οσάκις η αρχή δύναται να ανακαλέση ολοσχερώς, δύναται και μερικώς να ανακαλέση, ήτοι να μεταρρυθμίση την πράξιν, διότι εν τω μείζονι περιέχεται και το έλασσον.»

Σύμφωνα με το «Γενικό Διοικητικό Δίκαιο», Τρίτη έκδοση, του Π.Δ. Δαγτόγλου, παρ. 683: «Εκδοση πράξεως που τροποποιεί προηγούμενη αναλύεται σε ανάκληση της προηγούμενης και έκδοση νέας πράξεως με διάφορο περιεχόμενο. Ανακλητική είναι και η έκδοση νέας πράξεως που ρυθμίζει διαφορετικά το αντικείμενο της προηγούμενης...». (Το πιο πάνω απόσπασμα έχει έρεισμα την απόφαση 852/61 του Ελληνικού Συμβουλίου της Επικρατείας).

Στην παρούσα υπόθεση, όπως εύλογα προκύπτει από το αιτητικό της, η προσφυγή στρέφεται κατά του ποσού αλλά  και του τρόπου υπολογισμού των συνταξιοδοτικών ωφελημάτων (ετήσια σύνταξη και εφάπαξ) του αιτητή. Το ποσό αυτό με τη νέα απόφαση της διοίκησης αυξήθηκε με τον υπολογισμό βάσει της κλίμακας Α15, επεκτεινόμενης κατά μια προσαύξηση. Πρόκειται για πράξη που ρυθμίζει διαφορετικά το αντικείμενο της προηγούμενης.

Η διαφορετική ρύθμιση του αντικειμένου της προηγούμενης πράξης με τη διαφοροποίηση του μισθού κατά τον χρόνο αφυπηρέτησης του αιτητή, θεωρώ ότι συνιστά ανάκληση της προηγούμενης προσβαλλόμενης πράξης.

Τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά αν η απόφαση της 22.9.04 αποτελούσε «διόρθωση προφανών γραφικών ή λογιστικών λαθών» (βλ. Στασινόπουλου, πιο πάνω, σελ. 384). Όπως έχει υποδειχθεί πιο πάνω, ο επαναϋπολογισμός έγινε με την αναθεώρηση και προσαύξηση του ετήσιου μισθού που πραγματικά λάμβανε ο αιτητής κατά το χρόνο της αφυπηρέτησής του.

Υπεισέρχεται ακολούθως το ζήτημα κατά πόσο η ανάκληση αυτή, η μερική δηλαδή αναθεώρηση, αποστερεί την προσφυγή από το αντικείμενο της. Η ανάκληση της διοικητικής πράξης, οδηγεί στην εξαφάνιση της πράξης και την κατάργηση της δίκης, εκτός εάν, κατά την περίοδο πριν την ανάκληση, ο αιτητής έχει υποστεί ζημία, η οποία δεν εξαλείφθηκε με την ανάκληση. Στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι προφανές ότι παρά την αποδοχή της προσαυξημένης κλίμακας Α15 ως βάση υπολογισμού των συνταξιοδοτικών ωφελημάτων του αιτητή, αυτός εξακολούθησε να αμφισβητεί τη νομιμότητα του τρόπου υπολογισμού τους λόγω παράλειψης της Διοίκησης να λάβει υπόψη το επίδομα που του καταβαλλόταν επί σειρά ετών. Θεωρώ συνεπώς ότι υπάρχει κατάλοιπο ζημιάς η οποία δεν εξαλείφθηκε από την ανακλητική πράξη και δικαιολογεί τη συνέχιση της δίκης.

Θα προχωρήσω επομένως στην εξέταση του μόνου εναπομένοντα λόγου ακύρωσης που έγκυρα προβάλλει ο αιτητής εναντίον της επίδικης πράξης μετά την ανάκληση της. Λέγει συναφώς ότι οι καθ' ων η αίτηση παράνομα δεν υπολόγισαν στις συντάξιμες απολαβές του, το επίδομα που του είχε καταβληθεί για την περίοδο από 1.2.02 μέχρι την αφυπηρέτησή του. Οι καθ' ων η αίτηση, βασίστηκαν στην πρόνοια του περί Προϋπολογισμού Νόμου του 2002 σύμφωνα με την οποία, το συγκεκριμένο επίδομα θα θεωρείτο ως συντάξιμη απολαβή για σκοπούς του περί Συντάξεων Νόμου μέχρι την 31.3.02. Προκύπτει ότι για τα προηγούμενα χρόνια, οι καθ' ων η αίτηση πίστωσαν το συγκεκριμένο επίδομα στις συντάξιμες απολαβές του αιτητή. (Σχετική πρόνοια υπήρχε στους προϋπολογισμούς από το 1996 και για πέντε συνεχή χρόνια).

Ο αιτητής εισηγείται ότι η πιο πάνω πρόνοια του περί Προϋπολογισμού Νόμου του 2002 προσκρούει στην υποχρέωση της Δημοκρατίας να καταβάλει συντάξεις σύμφωνα με το άρθρο 166 του Συντάγματος. Η συγκεκριμένη πρόνοια του Συντάγματος αναφέρει είναι ότι κάθε σύνταξη και χορήγημα που οφείλει να καταβάλει η Δημοκρατία, θα χρεώνεται στο πάγιο ταμείο ως δαπάνη επιπρόσθετα από τα χορηγήματα, αντιμισθίες και άλλα χρηματικά ποσά των οποίων η χρέωση θα ρυθμίζεται με άλλη διάταξη του Συντάγματος ή νόμου.

Η ερμηνεία που εισηγείται ο αιτητής για το συγκεκριμένο άρθρο του Συντάγματος σύμφωνα με την οποία, οι συντάξεις θα χρεώνονται και θα καταβάλλονται με βάση τα χορηγήματα, αντιμισθίες και άλλα χρηματικά ποσά  και για κάθε ένα από τα ποσά αυτά, είναι με κάθε εκτίμηση ατυχής. Το τι πρέπει να περιλαμβάνει η σύνταξη δεν καθορίζεται από το Σύνταγμα αλλά ό,τι προβλέπεται στο άρθρο 2 του Νόμου.

« «Συντάξιμες απολαβές» σημαίνει τον ετήσιο βασικό μισθό και το τιμαριθμικό επίδομα που καταβάλλονται στον υπάλληλο κατά την ημερομηνία της αφυπηρέτησης του και περιλαμβάνει στην περίπτωση Αστυνομικού το επίδομα καλής διαγωγής και το επίδομα αξίας και στην περίπτωση δεσμοφύλακα το επίδομα καλής διαγωγής, αλλά δεν περιλαμβάνει το δέκατο τρίτο μισθό ή οποιοδήποτε άλλο επίδομα ή άλλες απολαβές οποιασδήποτε μορφής.»

Το συγκεκριμένο επίδομα, εμφανίζεται ως διαφορά βασικού μισθού. Χαρακτηριστική για τη φύση του καταβαλλόμενου επιδόματος είναι η επιστολή ημερ. 14.2.03 του Υπουργείου Οικονομικών που μεταξύ άλλων αναφέρει:

«(β) Επίδομα Θέσεως Γενικού Διευθυντή (Διαφορά βασικού μισθού)

(ι)  Το επίδομα θέσεως Γενικού Διευθυντή μειώνεται από £1.733 σε £1.490. Το ποσό αυτό αποτελεί τη διαφορά του βασικού μισθού της θέσης Γενικού διευθυντή (£8.950 π.μ.) από το νέο βασικό μισθό της θέσης Διευθυντή Τυπογραφικών Υπηρεσιών (Κλίμακα Α15 επεκτεινόμενη κατά μία προσαύξηση): £8.950 - 7.460 = £1.490.

Στο πιο πάνω επίδομα προστίθενται και όλα τα συναφή ωφελήματα (Γενικές Αυξήσεις, Τιμαριθμικά Επιδόματα, 13ος Μισθός).»

Το επίδομα δεν φαίνεται να εμπίπτει στην έννοια των συντάξιμων επιδομάτων. Ο νόμος είναι υπεράνω όλων. Δεσμεύει και επιβάλλει. Διαγράφει το πλαίσιο διακυβέρνησης και διοικητικής λειτουργίας. Δεν έχει ούτε επιδέχεται χαριστικές εξαιρέσεις.

Αναφορικά δε με την πρόνοια στον προϋπολογισμό του 2002 σύμφωνα με την οποία η Βουλή αποφάσισε να μη θεωρείται πλέον το συγκεκριμένο επίδομα συντάξιμο, το Δικαστήριο δεν μπορεί να ελέγξει τη σκοπιμότητα τέτοιων δημοσιονομικών διατάξεων.

Για όλους τους πιο πάνω λόγους, θεωρώ ότι ορθά οι καθ' ων η αίτηση δεν αναγνώρισαν το συγκεκριμένο επίδομα που λάμβανε ο αιτητής ως συντάξιμη απολαβή μετά το 2002.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο