ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπóθεση Αρ. 457/2004)
9 Σεπτεμβρίου, 2005
[ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΠΑΥΛΟΣ ΠΑΥΛΟΥ,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΔΙΟΙΚΗΤΗ 11ΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΠΕΖΙΚΟΥ ΕΘΝΙΚΗΣ ΦΡΟΥΡΑΣ,
Καθ΄ου η Αίτηση.
Σ. Οικονομίδης, για τον Αιτητή.
Κ. Σταυρινός, για τον Καθ΄ου η Αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Με την προσφυγή του ο αιτητής ζητά την πιο κάτω θεραπεία:-
«Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση του Καθ' ου η αίτηση ημερ. 1-3-2004, με την οποία επαύξησε σε 8ήμερη φυλάκιση πειθαρχική ποινή 2ήμερης κράτησης που είχε επιβάλει στον Αιτητή ο Διοικητής της Μονάδας του στις 17-12-2003, είναι άκυρη και/ή παράνομη και/ή εστερημένη οποιασδήποτε έννομης συνέπειας.»
Ο Αιτητής είναι μόνιμος επιλοχίας του Όπλου του Πεζικού του Στρατού Ξηράς της Δημοκρατίας. Διορίστηκε με απευθείας διορισμό, ως Υπαξιωματικός, με το βαθμό του Λοχία στις 24.5.1993 και από την ημερομηνία αυτή αποσπάστηκε για υπηρεσία στην Εθνική Φρουρά. Στις 31.12.1998 προήχθηκε στο βαθμό του Επιλοχία και την 1.10.1998 στο βαθμό του Αρχιλοχία.
Ο Αιτητής από τις 10.1.2002 υπηρετεί στο 391 Τάγμα Πεζικού (391 Τ.Π.) και από την ημερομηνία αυτή εκτελεί τα καθήκοντα του Διαχειριστή της Διαχείρισης Υλικού του Τάγματός του. Σημειώνεται ότι το 391 Τ.Π. υπάγεται διοικητικά, σε πρώτο βαθμό, στο 11ο Σύνταγμα Πεζικού (11ο Σ.Π.).
Το 3ο Επιτελικό Γραφείο του 11ου Σ.Π., στις 7.8.2003, συγκρότησε επιτροπή από στρατιωτικούς του Συντάγματος για να καταμετρήσουν τα πυρομαχικά εκπαιδεύσεως των Μονάδων που υπάγονται σ' αυτό, τα οποία τηρούνται από το 391 Τ.Π. Επειδή από την καταμέτρηση που έγινε διαπιστώθηκαν ελλείμματα και πλεονάσματα στα πυρομαχικά εκπαιδεύσεως, ο Διοικητής του 11ου Σ.Π., στον οποίο υποβλήθηκε το πρακτικό της εν λόγω επιτροπής, διέταξε το Διοικητή του 111 Τάγματος Εθνοφυλακής (111 Τ.ΕΘ.) του Συντάγματος να διενεργήσει σχετική ανάκριση.
Επειδή από τις εξετάσεις και έρευνες που έγιναν διαπιστώθηκαν διοικητικές παραλείψεις, ο ανακριτής της υπόθεσης στο πόρισμά του καταλόγισε πειθαρχική ευθύνη στο Διαχειριστή Υλικού του 391 Τ.Π., δηλαδή στον Αιτητή.
Ο Διοικητής του 391 Τ.Π., στον οποίο διαβιβάστηκε το πόρισμα της διενεργηθείσας ανάκρισης, με επιστολή του με ημερομηνία 20.11.2003, κάλεσε τον Αιτητή σε διοικητική απολογία, παραθέτοντάς του και τους λόγους.
Ο Αιτητής ετοίμασε τη διοικητική απολογία του και με αναφορά του με ημερομηνία 21.11.2003, την υπέβαλε στο 1ο Γραφείο της Μονάδας του, παραθέτοντας και τους ισχυρισμούς του.
Ο Διοικητής του 391 Τ.Π., αφού έλαβε υπόψη το πόρισμα της διενεργηθείσας ανάκρισης και τη διοικητική απολογία του Αιτητή, έκρινε ότι αυτός έφερε ευθύνη για τα διαχειριστικά ελλείμματα και πλεονάσματα που διαπιστώθηκαν στα πυρομαχικά εκπαιδεύσεως και με επιστολή του με ημερομηνία 2.12.2003, τον παρατήρησε, παραθέτοντάς του και τους λόγους.
Ο Διοικητής της 11 Μεραρχίας Πεζικού (11 Μ.Π.), στον οποίο υπάγεται διοικητικά, σε δεύτερο βαθμό, το 391 Τ.Π., όταν έλαβε γνώση της διενεργηθείσας ανάκρισης και της απόφασης του Διοικητή του 391 Τ.Π. να παρατηρήσει τον Αιτητή για την πειθαρχική ευθύνη που του καταλόγισε, με επιστολή του με ημερομηνία 12.12.2003, επέστρεψε την ανάκριση στο 111Τ.ΕΘ., δηλαδή στον ανακριτή της υπόθεσης, προκειμένου να επανεξεταστεί η απόδοση πειθαρχικών ευθυνών σε κάθε υπεύθυνο, επειδή, όπως αναφέρεται στην επιστολή αυτή, η επιβληθείσα από το 391 Τ.Π. ποινή στον Αιτητή με βάση το πειθαρχικό παράπτωμα στο οποίο είχε υποπέσει, «κρίνεται μη επαρκής».
Ο Διοικητής του 391 Τ.Π., ο οποίος ενημερώθηκε για την πιο πάνω επιστολή του Διοικητή της 11 Μ.Π., επανεξέτασε την υπόθεση και με απόφασή του με ημερομηνία 17.2.2003, επέβαλε στον Αιτητή πειθαρχική ποινή 2ήμερης κράτησης, παραθέτοντας και τους λόγους. Παράλληλα, με επιστολή του με ημερομηνία 17.12.2003, γνωστοποίησε την απόφασή του αυτή στον Αιτητή, παραθέτοντας του και τους λόγους.
Ο Διοικητής του 11ου Σ.Π., στον οποίο υπάγεται διοικητικά, σε πρώτο βαθμό, το 391 Τ.Π., όταν ενημερώθηκε για την πιο πάνω απόφαση του Διοικητή του 391 Τ.Π., με επιστολή του με ημερομηνία 1.3.2004, τον πληροφόρησε ότι επαύξησε την πειθαρχική ποινή της 2ήμερης κράτησης που επιβλήθηκε στον Αιτητή σε 8ήμερη φυλάκιση, παραθέτοντας και τους λόγους.
Βασικός λόγος ακύρωσης που προβάλλεται από τον αιτητή είναι ο εξής:-
Ότι παράνομα και εναντίον του Κανονισμού 4(2) των Πειθαρχικών Κανονισμών της Εθνικής Φρουράς επιβλήθηκε δύο φορές πειθαρχική ποινή στον αιτητή. Και επίσης ότι ο Προϊστάμενος Διοικητής παράνομα, αναρμόδια και κατά κατάχρηση εξουσίας ακύρωσε την επιβληθείσα από το Διοικητή πειθαρχική ποινή της παρατήρησης και διέταξε τον τελευταίο να επιβάλει άλλη αυστηρότερη ποινή.
Ο πιο πάνω νομικός λόγος ακύρωσης ευσταθεί και στα δύο σκέλη του.
Οι δύο σχετικές αποφάσεις του Διοικητή της Μονάδας (Τεκμήρια 4 και 7 στο φάκελο του Δικαστηρίου) αναφέρονται σε επιβολή ποινής διαφορετικής η μία από την άλλη για το ίδιο πειθαρχικό παράπτωμα. Πουθενά δεν υπάρχει οποιοδήποτε πρακτικό στο οποίο να φαίνεται ότι ο Διοικητής της Μονάδας προέβη σε ακύρωση ή άρση της πρώτης επιβληθείσας ποινής (Τεκμήριο 4) εάν συνέτρεχαν φυσικά οι προϋποθέσεις της παραγράφου 4 του Κανονισμού 11(Α) των Κανονισμών. Κατά συνέπεια η θέση του αιτητή ότι έχει τιμωρηθεί για το ίδιο παράπτωμα διαδοχικά δύο φορές ευσταθεί.
Αλλά και στο δεύτερο σκέλος του ο λόγος ακύρωσης ευσταθεί. Ο Προϊστάμενος Διοικητής ουσιαστικά ακύρωσε την επιβληθείσα πειθαρχική ποινή της παρατήρησης από τον Διοικητή της Μονάδας και διέταξε τον τελευταίο να επανεξετάσει την υπόθεση και να επιβάλει, όπως υπεδείκνυε, αυστηρότερη ποινή. Τέτοια όμως εξουσία δεν παρέχεται από τους Κανονισμούς στον Προϊστάμενο Διοικητή. Αντίθετα η παράγραφος 7 του Κανονισμού 11(Α) δίδει δικαίωμα στον Προϊστάμενο Διοικητή ή τον Διοικητή της Δυνάμεως να προβεί σε επαύξηση της ποινής. Η παράγραφος 7 έχει ως εξής:-
«11(Α) .............................................................................................................................................
.........................................................................................................................................................
(7) Ο προϊστάμενος του επιβαλλόντος ποινήν τινά διοικητής ή ο Διοικητής της Δυνάμεως δύναται να επαυξήση ταύτην εάν κρίνη ότι η φύσις του παραπτώματος, αι συνθήκαι υφ΄ ας τούτο έλαβε χώραν, η προτέρα διαγωγή του τιμωρηθέντος ή η ανάγκη περιστολής συχνών παραπτωμάτων παρομοίας φύσεως, επιβάλλουν αυστηροτέραν ποινήν. Ο όρος επαύξησις περιλαμβάνει και μετατροπήν του είδους της ποινής επί το αυστηρότερον».
Κατά συνέπεια καταλήγω ότι ο προτεινόμενος ανωτέρω νομικός λόγος ακυρώσεως ευσταθεί. Ενόψει της κατάληξης μου αυτής δεν θεωρώ αναγκαίο να εξετάσω τους υπόλοιπους λόγους ακύρωσης που προβάλλει ο αιτητής.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.
Η επίδικη απόφαση ακυρώνεται.
(Υπ.) Μ. Κρονίδης, Δ.
/ΕΠσ