ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 454/2004)
26 Σεπτεμβρίου, 2005
[ΝΙΚΟΛΑЇΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΙΩΝΑΣ ΚΥΡΙΑΚΙΔΗΣ,
Αιτητής,
ΚΥΠΡΙΑΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗΣ ΤΙΤΛΩΝ
ΣΠΟΥΔΩΝ (ΚΥ.ΣΑ.Τ.Σ),
Καθ΄ ων η αίτηση.
__________
Α. Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή.
Ρ. Παπαέτη-Χατζηκώστα(κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
_________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Ο αιτητής υπέβαλε αίτηση για αναγνώριση του τίτλου σπουδών που του απονεμήθηκε από πανεπιστήμιο των Ηνωμένων Πολιτειών, ως ισότιμου και αντίστοιχου προς πτυχίο πανεπιστημιακού επιπέδου στον κλάδο/ειδίκευση Πληροφορικής/Επιστήμης των Ηλεκτρονικών Υπολογιστών. Οι καθ΄ ων η αίτηση (στο εξής «το Συμβούλιο»), καθόρισε Επιτροπή Κρίσεως που αποτελείτο από τρεις καθηγητές πανεπιστημίου, με σκοπό τη γνωμάτευση επί του περιεχομένου του προγράμματος των σπουδών του. Τελικά, το Συμβούλιο, σε συμφωνία και με τις εισηγήσεις της Επιτροπής Κρίσεως, αποφάσισε ότι ο αιτητής θα έπρεπε να παρακολουθήσει και εξεταστεί με επιτυχία σε συμπληρωματικά μαθήματα.
Μετά την κοινοποίηση της πιο πάνω απόφασης ο αιτητής προσκόμισε επιπρόσθετα στοιχεία και τελικά, στις 6.10.2003, ζήτησε επανεξέταση. Τα μέλη της Επιτροπής Επανεξέτασης, τρεις διαφορετικοί καθηγητές, ολοκλήρωσαν τη μελέτη τους στις 14.1.2004.
Ουσιαστικά η Επιτροπή Επανεξέτασης έκρινε πως, παρά τις κάποιες αμφιβολίες που εκφράστηκαν, θα έπρεπε να αναγνωριστεί το πτυχίο του αιτητή. ΄Ομως, το Συμβούλιο, στις συνεδρίες του ημερ. 26 και 27.1.2004, αποφάσισε να εμμείνει στην αρχική του απόφαση ότι για αναγνώριση ισοτιμίας και αντιστοιχίας στον κλάδο/ειδίκευση Επιστήμης Ηλεκτρονικών Υπολογιστών, απαιτείτο η παρακολούθηση και επιτυχής εξέταση σε έξι μαθήματα.
Ο αιτητής αμφισβήτησε τη νομιμότητα της πιο πάνω απόφασης με την παρούσα προσφυγή εγείροντας αριθμό λόγων. Μεταξύ άλλων ισχυρίζεται ότι δύο από τους καθηγητές που απάρτιζαν την Επιτροπή Επανεξέτασης δεν είναι ειδικοί ως προβλέπεται στο άρθρο 11(2) του περί Αναγνώρισης Τίτλων Σπουδών Ανώτερης και Ανώτατης Εκπαίδευσης και παροχής Σχετικών Πληροφοριών Νόμου του 1996, Ν.68(Ι)/96, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο (7) του Νόμου 48(Ι)/98.
Το άρθρο 11(2) προνοεί ότι το Συμβούλιο καταρτίζει ειδικές επιτροπές επανεξέτασης, κάθε μια από τις οποίες απαρτίζεται από τρεις ειδικούς καθηγητές πανεπιστημίου στο συγκεκριμένο θέμα, για επανεξέταση του θέματος και υποβολή σχετικών εισηγήσεων προς το Συμβούλιο. Το Συμβούλιο, σύμφωνα με το εδάφιο (3) του ίδιου άρθρου, αφού μελετήσει τις εισηγήσεις της οικείας επιτροπής, αποφαίνεται τελικά.
Η Επιτροπή Επανεξέτασης αποτελείτο από τρεις καθηγητές του Πανεπιστημίου Κύπρου, την κα Κεραυνού, καθηγήτρια Πληροφορικής και τους κ.κ. Σταύρο Θεοδωράκη του Τμήματος Φυσικής και Τάσο Χριστοφίδη του Τμήματος Μαθηματικών και Στατιστικής.
Το θέμα της καταλληλότητας των προσώπων που διορίζονται στην Επιτροπή Επανεξέτασης είναι ασφαλώς θέμα τεχνικό που κείται εκτός του αναθεωρητικού ελέγχου, αφού το Δικαστήριο δεν έχει τη δυνατότητα να αποφανθεί αν οι συγκεκριμένοι καθηγητές, πληρούν ή όχι τις προϋποθέσεις του άρθρου 11, αν είναι δηλαδή ειδικοί επί του θέματος. ΄Ετσι, ο λόγος αυτός θα πρέπει να απορριφθεί. Εξάλλου, θα πρέπει να σημειωθεί ότι, αφού η γνωμοδότησή τους ήταν ευνοϊκή γι΄αυτόν, ο αιτητής δεν μπορεί να στρέφεται εναντίον του ορισμού τους και να αξιώνει την ακύρωση της τελικής απόφασης.
Η απόφαση όμως του Συμβουλίου πάσχει γιατί στερείται αιτιολογίας. Το Συμβούλιο, χωρίς να δώσει καμιά απολύτως αιτιολογία, καταλήγει ότι αποφάσισε να εμμείνει στην αρχική του απόφαση για την ανάγκη παρακολούθησης και επιτυχούς εξέτασης του αιτητή σε έξι μαθήματα. Κι΄αυτό, παρά το γεγονός ότι η Επιτροπή Επανεξέτασης είχε γνωμοδοτήσει περί του αντιθέτου.
Σύμφωνα με το άρθρο 26(1)(β) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, Ν.158(Ι)/99, διοικητικές πράξεις οι οποίες εκδίδονται έπειτα από άσκηση διακριτικής εξουσίας πρέπει να είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένες, ιδίως όταν πρόκειται για πράξεις οι οποίες είναι αντίθετες ως προς το περιεχόμενό τους με προηγηθείσα γνωμοδότηση, πρόταση, εισήγηση, ή έκθεση αρμόδιου οργάνου ή με τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου.
Στην παρούσα περίπτωση, η τελική διοικητική πράξη, η απόφαση του Συμβουλίου, είναι αντίθετη ως προς το περιεχόμενό της με την προηγηθείσα εισήγηση της Επιτροπής Επανεξέτασης και συνεπώς το Συμβούλιο είχε την υποχρέωση να αιτιολογήσει επαρκώς την απόφασή του αυτή.
Η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη πράξη ακυρώνεται, με έξοδα εναντίον των καθ΄ ων η αίτηση.
Φρ. Νικολαΐδης, Δ.
/ΜΔ