ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 400/2003)
23 Σεπτεμβρίου, 2005
[ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤO ΑΡΘΡO 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
1. ΑΝΔΡΕΑΣ ΗΡΑΚΛΗ ΤΣΙΟΛΗ,
2. ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΣΑΒΒΑ ΣΠΕΤΣΙΩΤΗ,
Αιτητές,
- KAI -
1. ΕΠΑΡΧΟΣ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ,
2. ΚΟΙΝΟΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΠΛΑΤΑΝΙΣΤΑΣΑΣ,
Καθ΄ων η Αίτηση.
- - - - - -
Ν. Λοϊζου, για τους Αιτητές.
Α. Μαππουρίδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α, για τον Καθ΄ου η Αίτηση 1.
Π. Αγγελίδης, για το Καθ΄ου η Αίτηση 2.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Τα τεμάχια με αρ. 1593 και 1594 Φ/Σχ.38/34,42, στην Πλατανιστάσα, αποτελούσαν ιδιοκτησία του αιτητή Ανδρέα Η. Τσιόλη και της συζύγου του αιτήτριας Κυριακούς Σ. Σπετσιώτη.
Στις 24.7.1981 η Επιτροπή Δημόσιας Υγείας Πλατανιστάσας (τώρα Κοινοτικό Συμβούλιο Πλατανιστάσας) δημοσίευσε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας Γνωστοποίηση Απαλλοτρίωσης των εν λόγω τεμαχίων. Η Γνωστοποίηση, στην πρώτη της παράγραφο, είχε ως εξής:
"Διά του παρόντος γνωστοποιείται ότι η εν τω παρατιθεμένω Πίνακι περιγραφομένη ακίνητιος ιδιοκτησία είναι αναγκαία διά τον ακόλουθον σκοπόν δημοσίας ωφελείας, ήτοι διά την δημιουργίαν τόπου αναψυχής (πάρκου), προαγωγήν του τουρισμού και της πολεοδομίας, την διατήρησιν και προστασίαν του φυσικού περιβάλλοντος και ή απαλλοτρίωσις αυτής επιβάλλεται διά τους ακολούθους λόγους ήτοι διά την δημιουργίαν χώρου αναψυχής, προαγωγήν του τουρισμού και της πολεοδομίας, την διατήρησιν και προστασίαν του φυσικού περιβάλλοντος εις το χωρίον Πλατανιστάσα."
Στις 4.12.1981 η Απαλλοτριούσα Αρχή, με την έγκριση του Υπουργικού Συμβουλίου, δημοσίευσε Διάταγμα Επίταξης και Διάταγμα Απαλλοτρίωσης των δύο τεμαχίων.
Οι αιτητές πρόσβαλαν και τα δύο διατάγματα με τις προσφυγές 46/82, 47/82 και 255/82. Στις 16.12.1983, στα πλαίσια των εν λόγω προσφυγών, όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη συμφώνησαν, όπως για τα απαλλοτριωθέντα και επιταχθέντα τεμάχια των αιτητών, καταβληθεί αποζημίωση εκ £Κ1.000 ήτοι £Κ500 για το τεμάχιο 1593 και £Κ500 για το τεμάχιο 1594. Περαιτέρω, συμφωνήθηκε όπως η Απαλλοτριούσα Αρχή, με την επ΄ ονόματί της εγγραφή των απαλλοτριωθέντων τεμαχίων, τα εκμισθώσει στον Ανδρέα Η. Τσιόλη για περίοδο 99 ετών αντί μισθώματος £Κ50 για ολόκληρη την περίοδο. Ακολούθως, τα δύο τεμάχια περιήλθαν στην ιδιοκτησία της Απαλλοτριούσας Αρχής η οποία, στη συνέχεια, με σύμβαση ημερομηνίας 7.3.1984, η οποία ενεγράφη στο Μητρώο Εγγραφής του Κτηματολογίου, τα εκμίσθωσε στον Ανδρέα Η. Τσιόλη. Στο μισθωτήριο περιλήφθηκε ο ακόλουθος όρος:
"Μισθωταί, υπομισθωταί, καθολικοί ή ειδικοί αυτών διάδοχοι δικαιούνται και υποχρεούνται εις αγροτικήν καλλιέργειαν οπωροφόρων και άλλων δένδρων, την διατήρησιν του πρασίνου και του φυσικού περιβάλλοντος γενικώς δε εις χρήσιν σύμφωνον προς τους σκοπούς της γενομένης απαλλοτριώσεως, απαγορευομένης οιασδήποτε οικοδομήσεως νομίμου ή μη επί τούτων, υπό τούτων ή υφ΄ οιουδήποτε άλλου."
Με επιστολή τους ημερομηνίας 13.1.2000 προς τον Έπαρχο Λευκωσίας οι αιτητές ζήτησαν την επιστροφή των δύο τεμαχίων καθότι, όπως ισχυρίζονταν, αυτά δε χρησιμοποιήθηκαν για το σκοπό της απαλλοτρίωσης. Το αίτημα τέθηκε ενώπιον του Κοινοτικού Συμβουλίου Πλατανιστάσας το οποίο, αφού το εξέτασε, αποφάσισε τη μη επιστροφή των τεμαχίων. Συνακόλουθα, ο Έπαρχος, με επιστολή του προς τους αιτητές, ημερομηνίας 26.7.2000, τους πληροφόρησε ότι τα δύο τεμάχια, "ενόψει της δικαστικής απόφασης για το πιο πάνω θέμα, αντίγραφο της οποίας επισυνάπτεται και του γεγονότος ότι οι λόγοι για τους οποίους έγινε η απαλλοτρίωση εξακολουθούν να υφίστανται τα τεμάχια δεν μπορούν να σας επιστραφούν."
Ενόψει της αρνητικής απάντησης, ο αιτητής Ανδρέας Η. Τσιόλης υπέβαλε παράπονο προς την Επίτροπο Διοικήσεως η οποία, με τη σειρά της, με επιστολή ημερομηνίας 8.3.2001, προς τον Έπαρχο Λευκωσίας, έθεσε υπόψη του τις προκαταρκτικές διαπιστώσεις και συμπεράσματα στα οποία κατέληξε από τη διερεύνηση του παραπόνου και τον κάλεσε να της υποβάλει τα σχόλιά του, το δε Κοινοτικό Συμβούλιο Πλατανιστάσας επανεξετάσει το αίτημα του παραπονουμένου και της συζύγου του με βάση τις πρόνοιες του Άρθρου 23 του Συντάγματος και του άρθρου 15 του περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Νόμου.
Εις απάντηση, ο Έπαρχος Λευκωσίας, με επιστολή του ημερομηνίας 2.8.2001, πληροφόρησε την Επίτροπο Διοικήσεως ότι η απαλλοτρίωση των δύο τεμαχίων ουδέποτε εγκαταλείφθηκε ή εξέπεσε των σκοπών της και, ως εκ τούτου, η οποιαδήποτε απαίτηση του παραπονουμένου και της συζύγου του για επιστροφή των εν λόγω τεμαχίων δε μπορούσε να γίνει αποδεκτή.
Στις 27.9.2001 η Επίτροπος Διοικήσεως διαβίβασε την Έκθεσή της αναφορικά με το παράπονο στον Έπαρχο Λευκωσίας. Η Έκθεση μελετήθηκε και από το Κοινοτικό Συμβούλιο Πλατανιστάσας, το οποίο, με επιστολή του ημερομηνίας 1.11.2001 προς το Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως, ζήτησε όπως έχει τις απόψεις του αναφορικά με τα συμπεράσματα - εισηγήσεις στην Έκθεση της Επιτρόπου Διοικήσεως. Συνακόλουθα, ο αρχιτέκτων-πολεοδόμος Γεώργιος Φαίδωνος, στον οποίο ανατέθηκε η διερεύνηση του θέματος, με επιστολή του ημερομηνίας 25.10.2002 προς το Διευθυντή Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως, απέστειλε την Έκθεσή του αναφορικά με το φουντουκοδάσος στα δύο τεμάχια και την κεντρική πλατεία της Πλατανιστάσας. Ακολούθως, ο Διευθυντής Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως, με επιστολή του προς το Κοινοτικό Συμβούλιο Πλατανιστάσας ημερομηνίας 27.11.2002, εξέθεσε τις απόψεις του Τμήματός του. Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα:
"2. Μετά από μελέτη του πιο πάνω θέματος, σε συνδυασμό με επιτόπια επίσκεψη που πραγματοποιήθηκε στην περιοχή, διαπιστώθηκε ότι τα τεμάχια 1593 και 1594 του Φ/Σχεδίου 38/34.42 Χωρίο, κλ. 1:1250, εμπίπτουν στην Πολεοδομική Ζώνη Ζ2 με συντελεστή δόμησης και κάλυψης 0.3:1, αντίστοιχα, οι οποίοι κρίνονται περιοριστικοί για σκοπούς οικοδομικής ανάπτυξης.
3. Στα αναφερόμενα τεμάχια υπάρχουν φυτείες φουντουκόδεντρων και αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της κοιλάδας του φουντουκοδάσους. Παράλληλα, διαπιστώθηκε ότι υπάρχει άμεση συσχέτιση της παρακείμενης πλατείας με τα εν λόγω τεμάχια τα οποία αποτελούν λειτουργικό και περιβαλλοντικό συμπλήρωμα της. Επιπρόσθετα, και η πιο υποτυπώδης οικοδομική ανάπτυξη επί της κοινοτικής πλατείας ή επί των απαλλοτριωθέντων τεμαχίων θα κατέστρεφε ανεπανόρθωτα τον χαρακτήρα και την αισθητική του χώρου, που ας σημειωθεί, αποτελεί μοναδική ταυτότητα της κοινότητας. Η Πολεοδομική Ζώνη Ζ2, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω αποθαρρύνει και περιορίζει την οικοδομική ανάπτυξη στα εν λόγω τεμάχια, αλλά δεν την αποκλείει και δεν την απαγορεύει πλήρως. Ως εκ τούτου, έχω την άποψη ότι μόνο το μέτρο της απαλλοτρίωσης είναι δυνατόν να αποτρέψει ή και να αποκλείσει την οικοδομική ανάπτυξη στα απαλλοτριωθέντα τεμάχια και επομένως να διασφαλίσει την πλήρη προστασία τους."
Το Κοινοτικό Συμβούλιο Πλατανιστάσας, αφού μελέτησε τις απόψεις του Διευθυντή Πολεοδομίας και Οικήσεως, όπως και την Έκθεση του αρχιτέκτονα-πολεοδόμου Γεωργίου Φαίδωνος, αντίγραφο της οποίας του διαβιβάστηκε με επιστολή του Επάρχου Λευκωσίας, ημερομηνίας 9.12.2002, με επιστολή του ημερομηνίας 27.1.2003 προς την Επίτροπο Διοικήσεως, την πληροφόρησε ότι το Κοινοτικό Συμβούλιο Πλατανιστάσας, σε συνεδρία του στις 11.1.2003, αποφάσισε, λαμβάνοντας υπόψη τις απόψεις του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως, όπως τα δύο τεμάχια παραμείνουν ως έχουν καθότι εντός αυτών υπάρχουν φυτείες φουντουκιών οι οποίες αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του φουντουκοδάσους, ενώ παράλληλα υπάρχει συσχέτιση της παρακείμενης πλατείας με τα εν λόγω τεμάχια τα οποία και αποτελούν το περιβαλλοντικό συμπλήρωμά της.
Με επιστολή του ημερομηνίας 22.4.2003 προς το Κοινοτικό Συμβούλιο Πλατανιστάσας ο δικηγόρος των αιτητών ζήτησε όπως κοινοποιηθεί στους πελάτες του αιτιολογημένη απόφαση του Συμβουλίου αναφορικά με το όλο ζήτημα. Εις απάντηση το Κοινοτικό Συμβούλιο Πλατανιστάσας, με επιστολή του ημερομηνίας 10.5.2003, πληροφόρησε το δικηγόρο των αιτητών για τις ενέργειες στις οποίες είχε προβεί λαμβάνοντας υπόψη την έκθεση της Επιτρόπου Διοικήσεως της 27.9.2001.
Με την παρούσα προσφυγή οι αιτητές ζητούν από το Δικαστήριο την ακόλουθη θεραπεία:
"Δήλωση του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι η απόφαση του Κοινοτικού Συμβουλίου Πλατανιστάσας που λήφθηκε σε συνεδρία του ημερομηνίας 11/1/2003 και οι αιτητές έλαβον γνώση της κατά τη 24/2/2003 με επιστολή προς αυτούς της Επιτρόπου Διοικήσεως με αριθμό Α/Π 483/2000, ημερομηνίας 19/2/2003, με την οποία απορρίπτεται αίτηση τους για ειπστροφή τεμαχίων τους στην Πλατανιστάσα που απαλλοτριώθηκαν από τους καθ΄ων η αίτηση κατά το 1981 και δεν χρησιμοποιήθηκαν για το σκοπό που προορίζοντο είναι άκυρη και ή παράνομη και αντισυνταγματική και ή εστερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος."
Με την προσφυγή οι αιτητές ισχυρίζονται ότι η επίδικη απόφαση λήφθηκε κατά παράβαση του Συντάγματος και ή του Νόμου, είναι προϊόν μη δέουσας έρευνας και, συνακόλουθα, πραγματικής πλάνης, λήφθηκε καθ΄ υπέρβαση και ή κατάχρηση εξουσίας και ή δεν είναι επαρκώς αιτιολογημένη.
Δεν ευσταθεί κανένας από τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως. Από το όλο ιστορικό της υπόθεσης, όπως το έχω παραθέσει, προκύπτει ότι η καθ΄ης η αίτηση, απορρίπτοντας το αίτημα για επιστροφή των δύο τεμαχίων στους αιτητές, ενήργησε μέσα στα πλαίσια του Συντάγματος και του Νόμου και κατέληξε στην απορριπτική της απόφαση, αφού έλαβε υπόψη όλα τα σχετικά στοιχεία και, ιδιαίτερα, τις αποφασιστικής σημασίας απόψεις του Διευθυντή Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως, όπως αυτές εξετέθησαν στη σχετική επιστολή του της 27.11.2002. Αναμφίβολα ο σκοπός της απαλλοτρίωσης ουδέποτε εγκαταλείφθηκε. Αντίθετα, επιτεύχθηκε και μάλιστα αυτομάτως με τη διατήρηση - προστασία του πρασίνου και φυσικού περιβάλλοντος στα απαλλοτριωθέντα δύο τεμάχια, αποκλειόμενης οποιασδήποτε οικοδομικής ανάπτυξής τους. Η προσπάθεια των αιτητών να στηριχθούν στη λέξη "πάρκο" στη Γνωστοποίηση Απαλλοτρίωσης, για να προβάλουν το επιχείρημα ότι, εφόσον δεν έχει "κατασκευαστεί" πάρκο, ο σκοπός της απαλλοτρίωσης δεν επιτεύχθηκε και, άρα, εγκαταλείφθηκε, δεν έχει στέρεη βάση. Η λέξη "πάρκο", σε παρένθεση, στη Γνωστοποίηση, σημαίνει ανοικτό χώρο πρασίνου - αναψυχής. Στη συνέχεια δε απαλείφεται με την καταληκτική πρόταση "ή απαλλοτρίωσις αυτής επιβάλλεται διά τους ακολούθους λόγους ήτοι διά την δημιουργίαν χώρου αναψυχής, προαγωγήν του τουρισμού και της πολεοδομίας, την διατήρησιν και προστασίαν του φυσικού περιβάλλοντος εις το χωρίον Πλατανιστάσα."
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα εις βάρος των αιτητών.
Ρ. Γαβριηλίδης,
Δ.
/ΧΤΘ