ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1237/2003)
29 Ιουλίου, 2005
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤA ΑΡΘΡA 23, 31, 63, 64 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ,
Αιτητής,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ
ΕΠΑΡΧΙΑΚΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΠΑΦΟΥ,
Καθ' ων η αίτηση.
____________________
Α.Σ. Αγγελίδης με Α. Σοφοκλέους (κα.), για τον Αιτητή.
Ε. Ζαχαριάδου (κα.), για τους Καθ' ων η αίτηση.
______________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ.: Ο αιτητής, ο οποίος είναι Κύπριος πολίτης αλλά ζει και εργάζεται στην Ελλάδα, λόγω της καταστάσεως που δημιούργησε η εισβολή, όπως ο ίδιος ισχυρίζεται, υπέβαλε αίτηση στις 28.8.2003 για συμπερίληψη του ονόματος του στο συμπληρωματικό εκλογικό κατάλογο της 2.10.2003 του Δήμου Πάφου, Ενορίας Αγίου Θεοδώρου. Στις 13.10.2003 ο ΄Επαρχος Πάφου απέρριψε το αίτημα του αιτητή για το λόγο ότι δεν είναι μόνιμος κάτοικος Κύπρου. Την επιστολή του Επάρχου, ημερ. 13.10.2003, ο αιτητής την παρέλαβε στις 19.10.2003.
Είναι ισχυρισμός του αιτητή πως η απόφαση του Επάρχου Πάφου και κατ΄ επέκταση της Κυπριακής Δημοκρατίας είναι παράνομη και αντισυνταγματική. Κατά τη θέση του καταστρατηγεί τα άρθρα 28, 31, 35, 63 και 64 του Συντάγματος.
Κατά τον αιτητή η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αποτέλεσμα εσφαλμένης ερμηνείας του περί Εγγραφής Εκλογέων και Εκλογικού Καταλόγου Νόμου του 1980 (Ν 40/80), όπως τροποποιήθηκε. Περαιτέρω ο αιτητής ισχυρίζεται πως ο προαναφερόμενος Νόμος είναι αντισυνταγματικός. Για διάφορους άλλους λόγους προσβάλλει την προαναφερόμενη απόφαση και ως ληφθείσα αυθαίρετα και χωρίς επαρκή έρευνα, ως στερούμενη αιτιολογίας και ληφθείσα από αναρμόδιο όργανο και με λανθασμένη διαδικασία, ως παραβιάζουσα την αρχή της χρηστής διοίκησης, της φυσικής δικαιοσύνης, της ισότητας και ως αποτέλεσμα υπέρβασης ή κατάχρησης εξουσίας.
Οι καθ΄ ων η αίτηση καταχώρησαν ένσταση στην οποία αναφέρεται μεταξύ άλλων ότι ο αιτητής είναι ηλικίας 45 ετών, ότι υπέβαλε αίτηση για εγγραφή στο συμπληρωματικό κατάλογο Πάφου, όπως αναφέρεται ανωτέρω και ότι η αίτηση του απορρίφθηκε επειδή, κατόπιν έρευνας, διαπιστώθηκε πως δεν είχε τη διαμονή του κατά την περίοδο των 6 μηνών πριν από την ημερομηνία κτήσεως των εκλογικών προσόντων, στην Κύπρο και ειδικά στην Πάφο.
Ο αιτητής επικαλείται κυρίως το άρθρο 31 του Συντάγματος στο οποίο αναγράφεται ότι «τηρουμένων των διατάξεων του Συντάγματος και οιωνδήποτε δυνάμει τούτου ψηφιζομένων εκλογικών νόμων της Δημοκρατίας ή της αρμοδίας Κοινοτικής Συνελεύσεως, πας πολίτης δικαιούται να ψηφίζει εις οιανδήποτε εκλογήν διενεργουμένην συμφώνως τω Συντάγματι και οιωδήποτε τοιούτω Νόμω».
Το άρθρο 63 του Συντάγματος προνοεί τα εξής:
«(1) Τηρουμένων των διατάξεων της δευτέρας παραγράφου του παρόντος άρθρου πας πολίτης της Δημοκρατίας έχων συμπληρώσει το 21ον έτος της ηλικίας αυτού και έχων τα υπό του εκλογικού νόμου καθοριζόμενα προσόντα διαμονής δικαιούται να εγγραφή ως εκλογεύς είτε εις τον Ελληνικόν είτε εις τον Τουρκικόν εκλογικόν κατάλογον ......
(2) Ουδείς δικαιούται να εγγραφή ως εκλογεύς, εφ΄ όσον δεν κέκτηται τα υπό του εκλογικού νόμου απαιτούμενα προς εγγραφήν προσόντα.»
Το άρθρο 5 του προαναφερόμενου Νόμου 40/80 προνοεί ότι δικαίωμα του εκλέγειν έχει κάθε πολίτης της Δημοκρατίας ο οποίος συμπλήρωσε το 18ο έτος της ηλικίας του μέχρι της ημερομηνίας κτήσεως των εκλογικών προσόντων και ο οποίος έχει τη συνήθη διαμονή του στην Κύπρο για περίοδο 6 μηνών αμέσως πριν από την ημερομηνία κτήσεως των εκλογικών προσόντων, όπως η ημερομηνία αυτή καθορίζεται στο εδάφιο (7) του άρθρου 9. Στο εδάφιο (7) του άρθρου 9 του ιδίου Νόμου προνοείται πως η ημερομηνία κτήσεως εκλογικών προσόντων θα θεωρείται η 1η Ιανουαρίου, 1η Απριλίου, 1η Ιουλίου ή 1η Οκτωβρίου, η οποία προηγείται της καταρτίσεως ή ετοιμασίας συμπληρωματικού εκλογικού καταλόγου.
Η ίδια πρόνοια του άρθρου 5 του Ν 40/80 αναφορικά με το δικαίωμα του εκλέγειν επαναδιατυπώνεται και στο άρθρο 92 του περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου του 2002 (Ν 141(Ι)/2002). Και η ίδια πρόνοια του άρθρου 9(7) του Ν 40/80 επαναδιατυπώνεται στο άρθρο 101(7) του Ν 141(Ι)/2002.
Στην προκείμενη περίπτωση, μετά από έρευνα στην οποία προέβη αρμόδιος υπάλληλος της Επαρχιακής Διοίκησης Πάφου, διαπιστώθηκε ότι στις 2.10.2003 ο αιτητής δεν κατοικούσε στη διεύθυνση που είχε δώσει στην αίτηση του για εγγραφή στον προαναφερόμενο εκλογικό κατάλογο, δηλαδή στην οδό Δ. Μαυρογένη 14, Ενορία Αγίου Θεοδώρου, στην Πάφο αλλά ότι ήταν μόνιμος κάτοικος Αθηνών. Η θέση του αιτητή δεν είναι ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο κατοικούσε στην προαναφερόμενη διεύθυνση στην Πάφο αλλά ότι η προσωρινή και εξαναγκαστική, όπως περιγράφεται, διαμονή του αιτητή εκτός Κύπρου δεν μπορεί να του αποστερήσει την ιδιότητα του πολίτη της Κυπριακής Δημοκρατίας και κατ΄ επέκταση το δικαίωμα του εκλέγειν, το οποίο κατοχυρώνεται από το προαναφερόμενο άρθρο 31 του Συντάγματος και το άρθρο 28 του Συντάγματος το οποίο κατοχυρώνει την αρχή της ισότητας και απαγορεύει τις οποιεσδήποτε δυσμενείς διακρίσεις.
Στην αγόρευση του ο αιτητής ισχυρίζεται ότι άλλα πρόσωπα που έχουν Κυπριακή ιθαγένεια αλλά διαμένουν μόνιμα στο εξωτερικό, είναι εγγεγραμμένα στους εκλογικούς καταλόγους και ασκούν τα εκλογικά τους δικαιώματα.
Εξέτασα με προσοχή τα ενώπιον μου στοιχεία υπό το φως των υποβολών των ευπαιδεύτων συνηγόρων των διαδίκων και των αυθεντιών στις οποίες με παρέπεμψαν. Είναι προφανές ότι ο αιτητής, παρόλο που στη σχετική αίτηση του έδωσε ως διεύθυνση κατοικίας του την προαναφερόμενη οδό και αριθμό στην ενορία Αγίου Θεοδώρου στην πόλη της Πάφου, εντούτοις στις 2.10.2003 όταν έγινε επιτόπια επίσκεψη στην οδό και τον αριθμό που ο αιτητής έδωσε, ο αιτητής δεν κατοικούσε εκεί και το συμπέρασμα του αρμοδίου υπαλλήλου που προέβηκε στην έρευνα ήταν ότι αυτός είναι μόνιμος κάτοικος Αθηνών. Το συμπέρασμα αυτό βασίστηκε σε πληροφορίες και στοιχεία που έδωσαν στον υπάλληλο οι περίοικοι. Δεν θεωρώ ότι υπάρχει αντίκρουση αυτής της θέσεως από πλευράς αιτητή. Εκείνο που ο αιτητής ισχυρίζεται είναι πως η διαμονή του εκτός Κύπρου είναι προσωρινή και εξαναγκαστική. Αυτά τα στοιχεία όμως δεν διαφοροποιούν το ζήτημα της συνήθους διαμονής του αιτητή, η οποία κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν εκτός Κύπρου.
O αιτητής καλεί το παρόν Δικαστήριο να κηρύξει ως αντισυνταγματική την πρόνοια των προαναφερομένων νόμων για προϋπόθεση συνήθους διαμονής των εκλογέων στην Κύπρο για περίοδο 6 μηνών πριν την ουσιώδη ημερομηνία απόκτησης των εκλογικών προσόντων. Θεωρώ πως κάτι τέτοιο δεν δικαιολογείται. Κατά την κρίση μου το άρθρο 31 του Συντάγματος υπόκειται στις διατάξεις του άρθρου 63 του Συντάγματος και των εκλογικών νόμων, εφόσον το άρθρο 31 αρχίζει με τη φράση «τηρουμένων των διατάξεων του Συντάγματος και οιονδήποτε δυνάμει τούτου ψηφιζομένων εκλογικών νόμων της Δημοκρατίας». Είναι προφανές κατά την εκτίμηση μου πως το δικαίωμα κάθε πολίτη της Δημοκρατίας να ψηφίζει εις οιανδήποτε εκλογήν, το οποίο προνοείται στο άρθρο 31 του Συντάγματος, υπόκειται στην προϋπόθεση της κτήσης των υπό του Νόμου απαιτουμένων προς εγγραφή προσόντων, όπως προνοείται στο άρθρο 63.2 του Συντάγματος. Το άρθρο 63.1 του Συντάγματος προνοεί ρητά ότι μεταξύ των προσόντων αυτών είναι (α) το προσόν του ορίου ηλικίας, και (β) το υπό του εκλογικού νόμου καθοριζόμενο προσόν διαμονής. Στον εκλογικό νόμο (Ν 40/80) και τον περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμο (Ν 141(Ι)/2002) προνοείται ρητά ότι μεταξύ των εκλογικών προσόντων είναι και η συνήθης διαμονή στην Κύπρο για περίοδο 6 μηνών ευθύς αμέσως πριν την ημερομηνία κτήσεως των εκλογικών προσόντων, δηλαδή την 1ην Ιανουαρίου, 1ην Απριλίου, 1ην Ιουλίου ή 1ην Οκτωβρίου του χρόνου κατά τον οποίο ετοιμάζεται ο συμπληρωματικός εκλογικός κατάλογος.
Στην προκείμενη περίπτωση δεν έγινε οποιοσδήποτε ισχυρισμός από τον αιτητή πως κατά τις προαναφερόμενες ημερομηνίες του 2003, ο αιτητής είχε τη συνήθη διαμονή του στην Κύπρο για περίοδο τουλάχιστον 6 μηνών. Κατά συνέπεια δεν μπορώ να καταλήξω σε συμπέρασμα ότι ο αιτητής απέδειξε πως είχε τα προσόντα για εκλογή στον προαναφερόμενο συμπληρωματικό εκλογικό κατάλογο και ότι οι καθ΄ ων η αίτηση κακώς απέρριψαν την αίτησή του.
΄Οσον αφορά τους ισχυρισμούς του αιτητή για άνιση μεταχείριση επειδή άλλα άτομα που διαμένουν στο εξωτερικό είναι γραμμένα στους εκλογικούς καταλόγους, θεωρώ ότι αυτοί οι ισχυρισμοί παρέμειναν ατεκμηρίωτοι καθότι κανένα στοιχείο προς τεκμηρίωσή τους τέθηκε ενώπιον του δικαστηρίου και το δικαστήριο δεν μπορεί να έχει δικαστική γνώση τέτοιων θεμάτων. Ως εκ τούτου ο αιτητής απέτυχε να θεμελιώσει το παράπονο του και με βάση το άρθρο 28 του Συντάγματος.
Τα άρθρα 35 και 64 του Συντάγματος θεωρώ ότι δεν έχουν οποιαδήποτε συνάφεια με την υπό εξέταση αίτηση.
Για τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω, θεωρώ πως ο αιτητής απέτυχε να αποδείξει την υπόθεση του για οποιοδήποτε λόγο από εκείνους που επικαλείται. Ούτε ελλιπή έρευνα ως προς τη διαμονή του, ούτε έλλειψη αιτιολογίας ή λανθασμένη διαδικασία εκ μέρους των καθ΄ ων η αίτηση απέδειξε ο αιτητής, ούτε και ότι παραβιάστηκε οποιαδήποτε αρχή της χρηστής διοίκησης, της φυσικής δικαιοσύνης ή ότι υπήρξε υπέρβαση ή κατάχρηση εξουσίας. Δεν αποδείχθηκε, επίσης, οποιαδήποτε νομική ή πραγματική πλάνη αλλά ούτε και η αντισυνταγματικότητα των προαναφερομένων νόμων την οποία ισχυρίστηκε ο αιτητής.
Κατά την εκτίμηση μου, οι καθ΄ ων η αίτηση προέβησαν σε σχετική έρευνα και αφού διαπίστωσαν πως ο αιτητής δεν είχε το προσόν της διαμονής, που απαιτείται από τους σχετικούς εκλογικούς νόμους, απέρριψαν την αίτησή του, όπως όφειλαν να πράξουν και το κοινοποίησαν στον αιτητή δίνοντας του και το λόγο της απόρριψης.
Κατά συνέπεια η προσφυγή απορρίπτεται, με έξοδα εις βάρος του αιτητή.
Μ.Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ,
Δ.
/ΕΑΠ.