ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ANΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                                  (Yπόθεση Αρ. 123/05)            

27  Ιουλίου, 2005

 

 

[Γ.  ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ/στής]

 

 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ  ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146  ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

--------------------

 

ΜΟRTEZA  MOLLA  ZEIN  AL

Aιτητής,

 

ν.

 

ANAΦΟΡΙΚΑ  ΜΕ ΤΗΝ ΚΥΠΡΙΑΚΗ  ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΥΠΗΡΕΣΙΑ  ΑΣΥΛΟΥ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΟ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ

ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΩΣ

Καθ΄ ων η αίτηση.

--------------------

 

Γ. Ερωτοκρίτου, για τον  Αιτητή.

Ν. Χαραλαμπίδου, Νομικός Λειτουργός, εκ μέρους του Γεν. Εισαγγελέα για τους   Καθ΄ ων  η αίτηση.

 

-------------------

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

    

     Η προσφυγή αφορά στα διατάγματα απέλασης στο Ιράν και συναφώς, κράτησης του αιτητή.   Στον πυρήνα των γεγονότων αναφέρθηκα σε ενδιάμεση απόφαση με την οποία απέρριψα αίτημα για προσωρινό διάταγμα αναστολής, ιδίως του διατάγματος κράτησης αφού η εκτέλεση του διατάγματος απέλασης ήδη είχε ανασταλεί από τη Διευθύντρια Τμήματος Αρχείου και Πληθυσμού (η Διευθύντρια).  Επίσης είχα αναφερθεί στους προτεινόμενους λόγους ακύρωσης.   Είχα κρίνει πως δεν προέκυπτε οτιδήποτε ως έκδηλη παρανομία και ως προς τους δύο από αυτούς, υπό το πρίσμα πλέον και των αγορεύσεων επί της ουσίας, μπορώ να καταγράψω εξ αρχής την κατάληξή μου.

 

     Κατά τον ένα από αυτούς τους λόγους είναι αδύνατο να εκτελεστεί διάταγμα απέλασης στο Ιράν και, συνεπώς, παρανόμως εκδόθηκε τέτοιο.   Είχα σημειώσει τότε την άρνηση των καθ΄ ων η αίτηση για πράγματι ύπαρξη τέτοιας αδυναμίας και επιβεβαιώνεται από το φάκελο πως αφού εκδόθηκαν τα προσβαλλόμενα διατάγματα, εκ των υστέρων προέκυψαν πρακτικές δυσκολίες ενόψει της άρνησης του αιτητή να συνεργαστεί ώστε να του εκδοθούν ταξιδιωτικά έγγραφα. Δεν διαπιστώνω, λοιπόν, υπόβαθρο στην εισήγηση, που θα δικαιολογούσε περαιτέρω συζήτηση.

 

     Κατά το δεύτερο λόγο, ο αιτητής μεταφέρθηκε στην πρεσβεία του Ιράν η οποία παρανόμως ενημερώθηκε για την αίτηση ασύλου που είχε υποβάλει.  ΄Οσα είχα επισημάνει στην ενδιάμεση απόφασή μου, είναι αρκετά. Πέραν της άρνησης των καθ΄ ων η αίτηση πως έγινε τέτοια ενημέρωση της Ιρανικής πρεσβείας, παραμένει ασύνδετο αυτό το θέμα, που αφορά σε κατ΄ ισχυρισμόν μεταγενέστερες ενέργειες, προς τη νομιμότητα της έκδοσης των προσβαλλόμενων διαταγμάτων.

 

     Ο έλεγχος όμως του διοικητικού φακέλου αναδεικνύει ως σοβαρό το τρίτο από τα εγειρόμενα ζητήματα και θα ήταν χρήσιμο να δούμε πρώτα τα δεδομένα, στη  λεπτομέρειά  τους.

 

     Ο αιτητής είναι Ιρανός, αφήχθηκε στην Κύπρο τον Αύγουστο του 2001 και αμέσως υπέβαλε αίτημα για άσυλο. ΄Οπως ανάφερε, ήταν φοιτητής, μέλος  Συμβουλίου φοιτητών και εξαιτίας της ανάμειξής του σε εξέγερση για τα ανθρώπινα δικαιώματα, για να αποφύγει τη σύλληψή του, κρύφτηκε και στη συνέχεια εγκατέλειψε  τη χώρα του κρυφά. Του χορηγήθηκε προσωρινή άδεια παραμονής και μετά από επανειλημμένες παρατάσεις, αφού στο πλαίσιο της τότε διαδικασίας, η Υπάτη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες απέρριψε το αίτημά του,  σε πρώτο και δεύτερο βαθμό, με ειδοποίηση ημερ. 18.12.03 που του δόθηκε τον Ιανουάριο του 2004, κλήθηκε να εγκαταλείψει την Κύπρο.  

 

     Επανήλθε με νέο αίτημα για άσυλο, στο πλαίσιο των νέων ρυθμίσεων και επανάνοιξε ο φάκελός του.    Για να αναγνωριστεί και επισήμως πως εξακολουθούσε να είναι αιτητής ασύλου παρά τα προηγηθέντα.   Ειδοποιήθηκε το Τμήμα Αρχείου και Πληθυσμού και είναι σημαντική επ΄ αυτού η βεβαίωση της 27.5.04.  Με αναφορά στο άρθρο 8 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 (Ν.6(Ι)/00, όπως τροποποιήθηκε), σημειώνεται ως δικαίωμά του η έκδοση προσωρινής άδειας παραμονής μέχρι τη λήψη τελικής απόφασης στο αίτημά του και δηλώνεται πως τέτοια θα εκδοθεί συντόμως.  Με τη διευκρίνιση πως, ως τότε, η βεβαίωση θα χρησίμευε ως απόδειξη της ιδιότητάς του ως αιτητή ασύλου.

 

     Αφέθηκε, λοιπόν, ο αιτητής στην Κύπρο, κλήθηκε σε συνέντευξη στις 19.7.04 και, στις 3.8.04, η Υπηρεσία Ασύλου απέρριψε το αίτημά του και ανατέθηκε σε ιδιώτη επιδότη η παράδοση ειδοποίησης για το αποτέλεσμα και για το δικαίωμά του να ασκήσει διοικητική προσφυγή, μέσα σε 20 ημέρες από τη λήψη της. 

 

Αυτή η ειδοποίηση δεν παραδόθηκε στον αιτητή.   Κατά την ένορκη δήλωση του επιδότη, ημερ. 21.10.04, οι επανειλημμένες επισκέψεις του στη διεύθυνση που ο αιτητής δήλωσε ως τόπο διαμονής του, απέβησαν άκαρπες.   Δεν υπήρχε κανένας εκεί και γείτονάς του, του είπε πως ο αιτητής είχε φύγει.  Το επόμενο ήταν ο τυχαίος εντοπισμός του αιτητή όταν, στις 23.11.04, ελέγχθηκε από την Αστυνομία για τροχαίες παραβάσεις. Τέθηκε υπό κράτηση, ως παρανόμως βρισκόμενος στην Κύπρο και στις 24.11.04, ο υπεύθυνος του Κλιμακίου Αλλοδαπών Λευκωσίας, ζήτησε την έκδοση διαταγμάτων απέλασης και κράτησης.   Αυτό, στη βάση της ακόλουθης πληροφόρησης:

 

"Ο αναφερόμενος αλλοδαπός βρίσκεται στην Κύπρο ως αιτητής ασύλου.   Το αίτημά του όμως απερρίφθηκε και στις 5.8.04 του στάληκε απορριπτική επιστολή για να αναχωρήσει από την Κύπρο.   Αυτός όμως αντί να πράξει τούτο παρέμεινε στην Κύπρο παράνομα χωρίς την άδεια της Διευθύντριας Τμήματος Αρχείου, Πληθυσμού και Μετανάστευσης.".

 

     Ακολούθησε, αυθημερόν, η έκδοση των προσβαλλόμενων διαταγμάτων και σημειώνω, προς συμπλήρωση της εικόνας, πως στη συνέχεια ο αιτητής άσκησε διοικητική προσφυγή και την προσφυγή 124/05 δυνάμει του ΄Αρθρου 146 του Συντάγματος, κατά της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά του και έκλεισε ο φάκελός του, οι οποίες εκκρεμούν.

 

     Είναι η βασική θέση του αιτητή πως τα προσβαλλόμενα διατάγματα εκδόθηκαν κατά πλημμελή έρευνα και πλάνη αναφορικά με τα γεγονότα, ιδιαίτερα σε σχέση με το κρίσιμο πως εγκατέλειψε τη διεύθυνση στην οποία είχε δηλώσει πως θα παρέμενε. Με επακόλουθο την αδικαιολόγητη, κάτω υπό τις ειδικές περιστάσεις της περίπτωσης, διακοπή "της διαδικασίας εξέτασης του φακέλου του" (βλ. σχετικά την επιστολή της Υπηρεσίας Ασύλου ημερ. 12.1.05) και συναφώς τη θεώρησή του ως απαγορευμένου μετανάστη, αφού παρέμενε στην Κύπρο χωρίς άδεια.

 

     Οι καθ΄ ων η αίτηση εισηγούνται πως, αφού δεν μπορεί να ελεγχθεί σε αυτή τη διαδικασία η απόφαση της  Υπηρεσίας Ασύλου, οι ισχυρισμοί του αιτητή απολήγουν άσχετοι.  Εκείνο που εδώ έχει σημασία είναι η ανυπαρξία άδειας παραμονής του αιτητή στην Κύπρο και, με αυτό ως δεδομένο, νομίμως εκδόθηκαν τα διατάγματα δυνάμει του άρθρου 6(1)(κ) του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου, Κεφ. 105, όπως τροποποιήθηκε. Τονίζουν σχετικά πως η τελευταία προσωρινή άδεια παραμονής του αιτητή έληξε στις 26.8.03 και πως ήδη από τις 18.12.03 κλήθηκε να εγκαταλείψει την Κύπρο.   Για να εισηγηθούν όμως, στη συνέχεια, και ότι μετά το κλείσιμο του φακέλου του αιτητή, η περίπτωσή του "δεν ενέπιπτε στο ρυθμιστικό πεδίο του περί Προσφύγων Νόμου", ώστε να δικαιούται στην προστασία του. Η μη γνώση, δε, αυτής της εξέλιξης και η μη άσκηση διοικητικής προσφυγής, οφείλεται, όπως προτείνουν, σε υπαιτιότητά του "λόγω αδικαιολόγητης μη παραλαβής της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, σύμφωνα με  την Υπηρεσία Ασύλου".   Επομένως, η έρευνα την οποία  η Διευθύντρια όφειλε να διενεργήσει ήταν επαρκής και, πάντως, τα γεγονότα πάνω στα οποία στηρίχθηκε, ήταν ορθά.

 

     Είναι γεγονός πως η τελευταία προσωρινή άδεια παραμονής του αιτητή έληξε στις 26.8.03 και πως με την ειδοποίηση ημερ. 18.12.03 κλήθηκε να εγκαταλείψει την Κύπρο.   Αυτά, όμως, είχαν ξεπεραστεί και δεν δικαιολογείται να τα επικαλούνται οι καθ΄ ων η αίτηση.   Το ιστορικό το έχω παραθέσει και είναι σαφές, αν μη τι άλλο από τη βεβαίωση ημερ. 27.5.04, πως αναγνωριζόταν στον αιτητή δικαίωμα παραμονής μέχρι την τελική απόφαση επί του αιτήματός του για άσυλο.   Η οποία θα ακολουθούσε, και το έχουμε ότι ο αιτητής παρέμεινε στην Κύπρο ανενόχλητος και, μάλιστα, υποβλήθηκε στη συνέχεια σε προσωπική  συνέντευξη.

 

     Είναι αυτόδηλο πως η θεώρηση του αιτητή ως απαγορευμένου μετανάστη και η απόφαση για άσκηση της εξουσίας για την έκδοση των προσβαλλόμενων διαταγμάτων, συναρτάται προς τα επακολουθήσαντα.   ΄Εχω ήδη παραθέσει το σχετικό απόσπασμα από την επιστολή ημερ. 24.11.04 με την οποία ζητήθηκε η έκδοσή τους, τα οποία και εκδόθηκαν αυθημερόν, με πρόδηλη την επίδρασή της.      Περιλαμβάνει σειρά ανακριβειών και η εικόνα που μεταδίδει δεν κατοπτρίζει την πραγματικότητα.   Αναφέρεται σε απορριπτική επιστολή ημερ. 5.8.04,  "για να αναχωρήσει από την Κύπρο", ενώ εκείνη η επιστολή δεν περιλαμβάνει τέτοια κλήση. Τον ενημερώνει για την απόρριψη του αιτήματός του και για το δικαίωμά του να ασκήσει διοικητική προσφυγή.   Και, περαιτέρω, εμφανίζει τον αιτητή "αντί να πράξει τούτο", να αναχωρήσει δηλαδή, να παραμένει στην Κύπρο παράνομα. ΄Ηταν, λοιπόν, σαφές το μήνυμα ότι ο αιτητής, εν γνώσει της απορριπτικής απόφασης και της κλήσης του να αναχωρήσει, παρέμεινε στην Κύπρο. Ενώ η πραγματικότητα ήταν πως ουδέποτε ενημερώθηκε για την απορριπτική απόφαση αφού ποτέ δεν παρέλαβε την επιστολή ημερ. 5.8.04.

 

     ΄Ηταν σημαντικό να γνώριζε η Διευθύντρια αυτή την πραγματικότητα.    Λογικά, θα έστρεφε τότε την προσοχή της προς τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες η επιστολή ημερ. 5.8.04, με την προδήλως καταλυτική σημασία της, δεν παραδόθηκε στον αιτητή.    Θα εξέταζε το περιεχόμενο  της ένορκης δήλωσης του επιδότη και ενδεχομένως θα αναζητούσε περαιτέρω πληροφόρηση ως προς τις ώρες των επισκέψεων, τις δραστηριότητες του αιτητή και το πότε αναμενόταν να βρίσκεται στο διαμέρισμά του.    Ακόμα και για τα στοιχεία του γείτονα που έδωσε την κρίσιμη πληροφορία ότι ο αιτητής έφυγε. Σε αυτό δε το πλαίσιο ενδεχομένως θα ερωτάτο και ο αιτητής, ο οποίος υποστηρίζει ότι ουδέποτε εγκατέλειψε την αρχική του διεύθυνση και πως, εν πάση περιπτώσει, στο ίδιο το έντυπο που αυτή αναγραφόταν, υπήρχε ο αριθμός του κινητού τηλεφώνου του το οποίο, σε άλλες περιπτώσεις, χρησιμοποιήθηκε αποτελεσματικά.

 

     Αυτά δεν θα ήταν παρέμβαση στις αρμοδιότητες της Υπηρεσίας Ασύλου. ΄Ηταν ευθέως σχετικά με το κατά πόσο, υπό το φως των πραγματικών δεδομένων, η Διευθύντρια θα αποφάσιζε την έκδοση των προσβαλλόμενων διαταγμάτων αν γνώριζε πως, στην πραγματικότητα, ο αιτητής δεν είχε παραγνωρίσει κλήση για να αναχωρήσει, αφού τέτοια δεν του είχε δοθεί και, ανάλογα με το αποτέλεσμα της έρευνας, δεν είχε εξαφανιστεί, εγκαταλείποντας χωρίς άδεια το δηλωμένο τόπο διαμονής του.   Και πως, για τη μη παράδοση της επιστολής ημερ. 5.8.05, η οποία αυθαιρέτως περιγράφεται ως "αδικαιολόγητη μη παραλαβή της", υπήρχε άλλη εξήγηση συνάδουσα με την ως τότε στάση ανταπόκρισης του αιτητή. Για να έχουμε τώρα διατάγματα κράτησης και απέλασης με αναφορά σε απόρριψη του αιτήματος για άσυλο και εκκρεμούσες, με άγνωστη βέβαια την κατάληξή τους, τη διοικητική προσφυγή και την προσφυγή 124/05.   Καταλήγω πως τα προσβαλλόμενα διατάγματα εκδόθηκαν κατά ελλιπή έρευνα και πλάνη περί τα πράγματα.

 

     Η προσφυγή επιτυγχάνει, με έξοδα.   Τα προσβαλλόμενα διατάγματα ακυρώνονται.

    

 

   Γ. Κωνσταντινίδης, Δ. 

 

      

 

    

 

 

      

 

 

 

/ΕΣΓ

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο