ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 674/2004)
21 Ιουνίου, 2005
[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δικαστής.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
1. ΗΛΙΑΣ ΣΩΤΗΡΗ ΤΑΥΡΟΥ,
2. ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΣΩΤΗΡΗ ΤΑΥΡΟΥ,
Αιτητές,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΚΑΙ,
2. ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙΚΗΣΕΩΣ,
Καθ΄Ων η Αίτηση.
_________
Α.Σ. Αγγελίδης, για τους Αιτητές.
Δ. Λυσάνδρου, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Καθ΄ Ης η Αίτηση.
_________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Ο Αιτητής είναι ιδιοκτήτης κτήματος στο Νέο Χωριό Πάφου. Στις 26.7.2000 υπέβαλε αίτηση στο Επαρχιακό Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως Πάφου, ως αρμόδια Πολεοδομική Αρχή, για ανέγερση κατοικίας με πισίνα στο εν λόγω κτήμα του. Η αίτηση απερρίφθη στις 26.3.2001 με το αιτιολογικό ότι:
"Η οικοδομή προτείνεται σε τεμάχιο το οποίο βρίσκεται σε περιοχή του υδροφορέα Νέου Χωρίου για την προστασία του οποίου δεν είναι δυνατόν να επιτραπεί οικιστική ή άλλη ανάπτυξη πλην της γεωργικής, δυνάμει του περί Ελέγχου της Ρύπανσης των Νερών Νόμου 69/91 (ουσιώδης παράγων)."
Προσφυγή του Αιτητή κατά της εν λόγω απόφασης (469/2001) οδήγησε σε ακυρωτική απόφαση (Ταύρου ν. Δημοκρατίας, κ.α., 470/2001 κ.α., 21.6.2002) με το σκεπτικό ότι, καθ΄όσον δεν είχε συντελεσθεί η διαδικασία καθορισμού ζωνών σύμφωνα με το Νόμο (Ν. 69/91) και τους Κανονισμούς (ΚΔΠ 45/96), η απόφαση που ελήφθη από διοικητικούς λειτουργούς σε σύσκεψη ημερομηνίας 17.10.2000 για καθορισμό των εν λόγω ζωνών, (το κτήμα του Αιτητή θα ενέπιπτε σε ζώνη στην οποία δεν επιτρέπετο οποιαδήποτε οικοδομή), δεν μπορούσε να αποτελέσει παράγοντα για εξέταση της αίτησης της Αιτήτριας.
Κατόπιν τούτου βεβαίως η αίτηση του Αιτητή επανεξετάσθη, απερρίφθη δε εκ νέου στις 29.4.2004 με το ακόλουθο αιτιολογικό:
"Η οικοδομή προτείνεται να ανεγερθεί σε τεμάχιο το οποίο βρίσκεται σε περιοχή του υδροφορέα Νέου Χωρίου για την προστασία του οποίου δεν είναι δυνατόν να επιτραπεί οικιστική ή άλλη ανάπτυξη πλην της γεωργικής σύμφωνα με τις απόψεις των αρμοδίων τμημάτων, λόγω του ότι οποιαδήποτε διαρροή αποβλήτων θα προκαλέσει μόλυνση στον υδροφορέα (ουσιώδης παράγων δυνάμει του άρθρου 26(1) των Περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμων του 1972 μέχρι 1990)."
Ο Αιτητής εισηγείται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση συνιστά εμμονή της διοίκησης στην προηγούμενη θέση της έχοντας την ίδια αιτιολογία και έτσι συνιστά παραβίαση του δεδικασμένου της ακυρωτικής απόφασης. Εφ΄όσον, επιχειρηματολογεί ο ευπαίδευτος συνήγορος του, δεν υπήρξε Τοπικό Σχέδιο Ανάπτυξης ή καθορισμός πολεοδομικών ζωνών σε συνάρτηση με τον υδροφορέα, δεν είναι δυνατό να γίνεται λόγος για προστασία του υδροφορέα. Ο κ. Αγγελίδης αναγνωρίζει βεβαίως ότι μετά την έκδοση της ακυρωτικής απόφασης, και συγκεκριμένα στις 7.1.2003, φαίνεται να εξεδόθη διάταγμα για καθορισμό ζωνών, λέγει όμως ότι αυτό δεν μπορούσε να ληφθεί υπ΄όψη καθ΄όσον ήταν μεταγενέστερο του κρίσιμου χρόνου που αφορούσε η επανεξέταση και ότι εν πάση περιπτώσει το εν λόγω διάταγμα δεν εξεδόθη δεόντως. Εισηγείται περαιτέρω ο κ. Αγγελίδης ότι υπήρξε πλάνη και έλλειψη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας κατά το ότι δεν ελήφθησαν υπ΄όψη οι απόψεις του Επαρχιακού Μηχανικού του Τμήματος Αναπτύξεως Υδάτων Πάφου, όπως περιέχονται σε επιστολή του προς το Επαρχιακό Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως ημερομηνίας 6.5.2004 (μετέπειτα δηλαδή της προσβαλλόμενης απόφασης), ο οποίος δεν έφερε ένσταση στο να δοθεί πολεοδομική άδεια με όρους που θα προστάτευαν τον υδροφορέα, απόψεις που δεν ήσαν διαθέσιμες κατά την αρχική εξέταση της αίτησης. Συναρτά μάλιστα την εισήγηση του ο κ. Αγγελίδης και προς την απουσία οποιουδήποτε πρακτικού συνεδρίας του Επαρχιακού Γραφείου Πολεοδομίας και Οικήσεως Πάφου που να αποκαλύπτει το σκεπτικό λήψης της προσβαλλόμενης απόφασης, πράγμα που και το δικαστικό έλεγχο δεν θα επέτρεπε και έλλειψη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας θα απεκάλυπτε. Τέλος, ο κ. Αγγελίδης εισηγείται ότι παραβιάσθη η αρχή της ισότητας καθ΄όσον σε άλλες όμοιες περιπτώσεις εξεδόθησαν άδειες.
Αρχίζω από την τελευταία εισήγηση για να πω ότι δεν μπορεί να έχει έρεισμα. Εισήγηση με αναφορά στα δεδομένα άλλων αδειών πρέπει να έχει δεδομένο πραγματικό υπόβαθρο. Μέσω των αγορεύσεων δεν μπορεί βέβαια να εισάγεται μαρτυρία, και είναι μέσω της απαντητικής αγόρευσης που επεδιώχθη να εισαχθούν δύο πολεοδομικές άδειες. Ακόμα δε και έτσι, ελλείπει η πληρότητα των στοιχείων που θα επέτρεπε ορθή σύγκριση. Και τέλος, ο ευπαίδευτος συνήγορος για τη Δημοκρατία, σχολιάζοντας τις εν λόγω δύο περιπτώσεις, παρατηρεί ότι και αν ακόμα το Δικαστήριο ήταν διατεθειμένο να τις εξετάσει, θα διαφοροποιούντο από την προκειμένη.
Το δεδικασμένο της ακυρωτικής απόφασης δεν παραβιάζεται από την προσβαλλόμενη απόφαση. Η ακυρωτική απόφαση είχε πολύ συγκεκριμένο πλαίσιο που συναρτάτο προς την προβλεπόμενη στο Νόμο (Ν. 69/91) και τους Κανονισμούς (ΚΔΠ 85/96) διαδικασία για καθορισμό ζωνών που ήταν σημαντική εφ΄όσον η προσβληθείσα απόφαση εβασίσθη στο Ν. 69/91. Εξ ου και τα λεχθέντα από το Δικαστήριο (σελίδες 11-12):
"Σε αιτήσεις για χορήγηση αδειών για ανάπτυξη ακίνητης ιδιοκτησίας δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη προηγούμενη απόφαση της διοίκησης που επηρεάζει την συγκεκριμένη ιδιοκτησία και η οποία έχει ληφθεί κατ΄επίκληση νομοθετικών διατάξεων εκτός αν η διαδικασία που προβλέπεται από τις σχετικές νομοθετικές διατάξεις έχει συμπληρωθεί.
........ η μη συμπλήρωση της διαδικασίας περίληψης των τεμαχίων των αιτητών στη Ζώνη Ι ή σε οποιαδήποτε άλλη ζώνη, σύμφωνα με τις διατάξεις του Νόμου 69/91 και της Κ.Δ.Π. 45/96 οδηγεί στην κρίση ότι η απόφαση - Παράρτημα Β - αποτελεί παράγοντα που δεν θα μπορούσε νόμιμα να ληφθεί υπόψη για τους σκοπούς χορήγησης πολεοδομικής άδειας."
Η τώρα προσβαλλόμενη απόφαση έχει διαφορετική βάση. Δεν συναρτάται προς το Ν. 69/91 αλλά προς την επιδίωξη προστασίας του υδροφορέα ως πραγματικού δεδομένου και έτσι ως ουσιώδους παράγοντα στα πλαίσια του άρθρου 26(1) του Ν. 90/72. Την ίδια άποψη είχα και στην υπόθεση Αλεξίου ν. Δημοκρατίας, 30/2003, 12.5.2004, στην οποία με παρέπεμψε ο ευπαίδευτος συνήγορος για τη Δημοκρατία, διακρίνοντας αυτή τούτη την ακυρωτική απόφαση στην Ταύρου ν. Δημοκρατίας από την υπόθεση που ήταν ενώπιον μου. Μεταφέρω τις σχετικές παρατηρήσεις μου (σελίδες 5-6):
"Στην προκειμένη περίπτωση το σκεπτικό της απόρριψης της αίτησης δεν είχε οποιαδήποτε αναφορά στη νομική κατάσταση του ακινήτου ως προς την περιοχή του υδροφορέα και ήταν ανεξάρτητο της προ δύο και πλέον ετών (στις 17.10.2000) λήψης απόφασης για προώθηση διατάγματος για καθορισμό ζωνών στα πλαίσια του περί Ελέγχου της Ρύπανσης των Νερών Νόμου. Το σκεπτικό της απόρριψης εβασίζετο όχι σε νομικό αλλά σε πραγματικό παράγοντα, αυτή καθ΄ αυτή την ύπαρξη του υδροφορέα και των γεωτρήσεών του και ο παράγων αυτός ήταν νόμιμο να ελαμβάνετο υπόψη στα πλαίσια του άρθρου 26(1) το οποίο αναφέρεται, όπως παρατηρεί και η κα Σπηλιωτοπούλου, τόσο στις πρόνοιες του σχεδίου ανάπτυξης (περιλαμβάνοντος το σύνολο των πολεοδομικών ρυθμίσεων ως νομικής κατάστασης) όσο και σε "οποιοδήποτε άλλο ουσιώδη παράγοντα" που η Πολεοδομική Αρχή λαμβάνει υπόψη της, όπως είναι η φυσική κατάσταση του υδροφορέα ως πραγματικό γεγονός. Ούτε εγείρει βεβαίως η προσφυγή θέμα, αν ο εν λόγω παράγων ήθελε κριθεί ως νομίμως ληφθείς υπόψη, ότι δεν ήταν "ουσιώδης", που ασφαλώς είναι εξ άλλου ως εκ της τεράστιας και πολύπλευρης σημασίας του υδροφορέα."
Μένει να εξετασθεί η τελευταία εισήγηση του κ. Αγγελίδη. Η αναφορά σε απουσία πρακτικού συνεδρίας παραγνωρίζει ότι δεν πρόκειται για συλλογικό όργανο και δεν είναι κατ΄ανάγκη σε συνεδρία που ελήφθη η απόφαση. Όλα τα σχετικά έγγραφα, παραρτήματα Β1 και Β2 στην Ένσταση, που αφορούν τη μελέτη και διεκπεραίωση της αίτησης, παρουσιάσθηκαν με αυτή, είναι δε ενώπιον μου και ο πλήρης φάκελος της υπόθεσης.
Η ουσιαστική εισήγηση του κ. Αγγελίδη είναι ότι δεν ελήφθησαν υπ΄όψη οι απόψεις του Τμήματος Αναπτύξεως Υδάτων. Τα Επαρχιακό Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως Πάφου, λέγει η Δημοκρατία, ζήτησε τις απόψεις του Τμήματος Αναπτύξεως Υδάτων με επιστολή ημερομηνίας 4.3.2003. Μέχρι τις 29.4.2004 που ελήφθη η προσβαλλόμενη απόφαση οι απόψεις αυτές δεν είχαν δοθεί. Εδόθησαν όμως λίγες μέρες αργότερα, στις 6.5.2004. Η Δημοκρατία λέγει ότι, εφ΄ όσον το Τμήμα Αναπτύξεως Υδάτων καθυστέρησε υπέρμετρα να δώσει τις απόψεις του, το Επαρχιακό Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως Πάφου δεν είχε υποχρέωση να αναμένει περαιτέρω πριν εκδώσει την απόφαση του. Παραπέμπει σχετικά ο ευπαίδευτος συνήγορος για τη Δημοκρατία στον Κανονισμό 6(2) των περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας (Αιτήσεις και Ιεραρχικές Προσφυγές) Κανονισμών του 1990 (ΚΔΠ 55/90), ο οποίος προνοεί:
"Στις προβλεπόμενες από τον Κανονισμό αυτό περιπτώσεις κατά τις οποίες η Πολεοδομική Αρχή οφείλει να συμβουλευτεί οποιαδήποτε αρχή ή πρόσωπο προτού εκδώσει την απόφασή της, η Πολεοδομική Αρχή οφείλει να επιδώσει ειδοποίηση στο πρόσωπο ή στην αρχή αυτή δεκατέσσερις τουλάχιστον ημέρες πριν από την ημερομηνία εξέτασης της αίτησης· αν η πιο πάνω προθεσμία περάσει άπρακτη, η Πολεοδομική Αρχή μπορεί να παρατείνει την προθεσμία αυτή ή να προχωρήσει στη λήψη αποφάσεως."
Ότι η πολεοδομική αρχή ήταν υποχρεωμένη να ζητήσει τις απόψεις του Τμήματος Αναπτύξεως Υδάτων προκύπτει από τον Κανονισμό 6(1)(γ). Όπως όμως παρατηρεί και ο κ. Αγγελίδης, η επιστολή της 4.3.2003 στην οποία αναφέρεται η Δημοκρατία δεν παρουσιάσθηκε και δεν είναι στο φάκελο. Δεν είναι λοιπόν δυνατό να γνωρίζουμε αν υπήρξε αναφορά και συμμόρφωση με τις πρόνοιες του Κανονισμού 6(2). Ιδιαίτερα, κατά πόσο το Τμήμα Αναπτύξεως Υδάτων γνώριζε πότε θα ελαμβάνετο η απόφαση ώστε οι 14 ημέρες να είχαν αναφορά σε αυτό και ώστε να ανταποκριθεί αναλόγως. Να παρατηρήσω όμως επίσης ότι ο Κανονισμός 6(1)(γ) είναι στις απόψεις του Διευθυντή του Τμήματος Αναπτύξεως Υδάτων που ανφέρεται και όχι σε εκείνες του Επαρχιακού Τμήματος, με αποτέλεσμα να μην ικανοποιείτο ο Κανονισμός 6(1)(γ) ακόμα και αν εκληφθεί ότι η επιστολή της 4.3.2003 ήταν κατά τα άλλα συνάδουσα με τις πρόνοιες του. Πέραν τούτων, αμφιβάλλω αν ο Κανονισμός 6(2) έχει το αποτέλεσμα να δώσει πλήρη κάλυψη στην Πολεοδομική Αρχή. Εκτός του ότι η διοίκηση, ενώπιον του διοικουμένου, ενεργεί ενιαία, η υποχρέωση διεξαγωγής δέουσας έρευνας, ως θεμελιακή αρχή του διοικητικού δικαίου, είναι δύσκολο να αναιρεθεί με ένα κανονισμό. Έστω λοιπόν και αν η πολεοδομική αρχή δεν ενήργησε κατά παράβαση του Κανονισμού 6(2), αυτό δεν σημαίνει ότι δεν ενήργησε κατά παράβαση της υποχρέωσης της να διεξάγει δέουσα έρευνα. Και, καθ΄όσον το Τμήμα Αναπτύξεως Υδάτων ήταν, ανεξαρτήτως του Κανονισμού 6(1)(γ), το κατ΄εξοχή αρμόδιο επί του θέματος, η λήψη των δικών του απόψεων ήταν αναγκαία για την πληρότητα της έρευνας τη Πολεοδομικής Αρχής, τοσούτο μάλλον αφού η μόνη ένσταση που υπήρχε αφορούσε τον υδροφορέα.
Ο κ. Λυσάνδρου εισηγείται όμως περαιτέρω ότι εν πάση περιπτώσει οι απόψεις του Τμήματος Αναπτύξεως Υδάτων δεν θα μπορούσαν νόμιμα να ελαμβάνοντο υπ΄ όψη καθ΄όσον δεν ήσαν μέρος του πραγματικού και νομικού καθεστώτος κατά τον κρίσιμο χρόνο προκειμένου περί επανεξέτασης, με αναφορά και στο άρθρο 58 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(Ι)/99). Φρονώ ότι η εισήγηση παρερμηνεύει την έννοια του κατά τον κρίσιμο χρόνο κρατούντος καθεστώτος. Η πολεοδομική αρχή είχε υποχρέωση επανεξέτασης, ουσιαστικά εξ υπαρχής. Αν κατά την πρώτη εξέταση δεν είχε αναζητήσει και λάβει τις απόψεις του Τμήματος Αναπτύξεως Υδάτων, αυτό δεν καθιστούσε την παράλειψη της μέρος του πραγματικού καθεστώτος κατά τον κρίσιμο χρόνο και η υποχρέωση της να λάβει τις απόψεις του Τμήματος Αναπτύξεως Υδάτων εξακολουθούσε ως συνεχής υποχρέωση.
Ο κ. Λυσάνδρου κάνει άλλη μια εισήγηση, ότι οι απόψεις του Τμήματος Αναπτύξεως Υδάτων ελήφθησαν υπ΄όψη, όπως αυτές είχαν ήδη εκφρασθεί κατά τη σύσκεψη της 17.10.2000. Η σύσκεψη εκείνη όμως αφορούσε την απόφαση (που εν πάση περιπτώσει εκρίθη αναποτελεσματική στην ακυρωτική απόφαση) για τον καθορισμό των ζωνών προστασίας του υδροφορέα, ως γενική απόφαση, και ουδόλως ικανοποιούσε τον Κανονισμό 6(1)(γ) ο οποίος αναφέρεται στις απόψεις του Διευθυντή του Τμήματος Αναπτύξεως Υδάτων ως προς τη συγκεκριμένη αίτηση ή γενικότερα την υποχρέωση διεξαγωγής δέουσας έρευνας ως προς την αίτηση. Ο κ. Λυσάνδρου επιχειρεί περαιτέρω να συνδέσει τις απόψεις εκείνες με το γεγονός ότι εν τω μεταξύ εξεδόθη το διάταγμα για καθορισμό ζωνών και ότι το διάταγμα μπορούσε να ληφθεί υπ΄ όψη κατά την επανεξέταση κατ΄ εξαίρεση δυνάμει του άρθρου 58. Η εισήγηση αυτή έχει θεμελιακές δυσκολίες. Συνιστά αντίφαση προς τη θέση της Δημοκρατίας επί του δεδικασμένου (και προς την επ΄αυτού απόφαση) ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είχε ως βάση τις ζώνες αλλά τον υδροφορέα ως ανεξάρτητο πραγματικό παράγοντα αλλά και αντίφαση προς άλλη θέση της Δημοκρατίας ότι οι απόψεις του Τμήματος Αναπτύξεως Υδάτων δεν θα έπρεπε να ελαμβάνοντο υπ΄όψη διότι δεν ήσαν μέρος του κατά τον κρίσιμο χρόνο νομικού καθεστώτος. Έπειτα, βεβαίως, δεν καταδεικνύεται πως μπορούν να ισχύουν οι όροι του άρθρου 58 για κατ΄εξαίρεση απόκλιση από την αρχή ότι κατά την επανεξέταση εφαρμόζεται το κατά τον κρίσιμο χρόνο νομικό καθεστώς.
Η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται. Η Δημοκρατία θα καταβάλει £500 έξοδα στον Αιτητή.
Δ. Χατζηχαμπής
Δ.
/ΚΧ"Π