ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Δεν έχει εντοπιστεί νομοθεσία ή απόφαση ή δικονομικός θεσμός στον οποίο να κάνει αναφορά η απόφαση αυτή

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 447/2004)

 

1 Ιουνίου, 2005

 

[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δικαστής.]

 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 146, 29 ΚΑΙ 22 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

KANTHILATHA MANCHANAYAKA ARACHCHIGE,

Αιτήτρια,

ν.

1.  ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΚΑΙ/Η ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΩΣ,

2.  ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΥ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΕΩΣ,

Καθ΄Ων η Αίτηση.

 

_________

 

Γ. Ερωτοκρίτου, για την Αιτήτρια.

Α. Μαππουρίδης, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα,  για τους Καθ΄Ων  η Αίτηση.

_________________

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Η Αιτήτρια, ηλικίας 49 ετών, είναι από τη Σρι-Λάνκα.  Ήρθε στην Κύπρο στις 30.8.2001 με άδεια προσωρινής παραμονής για δύο χρόνια για να εργασθεί ως οικιακή βοηθός.  Πριν από τη λήξη της άδειας της συνήψε γάμο με Κύπριο ηλικίας 84 ετών στις 18.2.2003, οπότε υπέβαλε στις 4.3.2003 αίτηση για άδεια προσωρινής παραμονής με το σύζυγό της.  Πριν πάρει απάντηση όμως, ο σύζυγος της απεβίωσε στις 14.6.2003.  Στις 5.9.2003 η Υπηρεσία Αλλοδαπών Λάρνακας, όπου διέμενε η Αιτήτρια, εισηγήθηκε προς την Κεντρική Υπηρεσία Αλλοδαπών όπως, εν όψει των πιο πάνω, αγνοηθεί η αίτηση της και κληθεί να εγκαταλείψει την Κύπρο.  Στις 9.9.2003 η Αιτήτρια απέστειλε με το δικηγόρο της προς το Υπουργείο Εσωτερικών την ακόλουθη επιστολή:

 

"Η εν λόγω αλλοδαπή έχει παντρευτεί τον μακαρίτη Γεώργιο Νικολάου, Αμαθίας 25, Κόκκινες Λάρνακα την 18.2.2003.  Ο σύζυγος της απέθανε την 14.6.2003 και η εν λόγω αλλοδαπή επιθυμεί να παραμείνη στην Κύπρο.

 

Επειδή φαίνεται ότι της ζήτησαν να φύγει τώρα που πέθανε ο σύζυγος της, παρακαλούμεν όπως της δοθεί άδεια παραμονής στην Κύπρο."

 

 

 

Σε σημείωμα λειτουργού ημερομηνίας 10.11.2003 προς τη Διευθύντρια του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, αφού γίνεται παραπομπή στην εν λόγω επιστολή και στα πιο πάνω γεγονότα, αναφέρεται:

 

"Η Αστυνομία εισηγείται όπως ακυρωθεί η άδεια παραμονής της και κληθεί να αναχωρήσει για τη χώρα της.

 

Επειδή η αλλοδαπή δεν συμπλήρωσε ένα χρόνο παραμονής στην Κύπρο ως σύζυγος Κύπριου Πολίτη και δεν αποκτά δικαιώματα και ως εκ τούτου θα εισηγούμουν όπως ακυρωθεί η άδεια παραμονής της και κληθεί να αναχωρήσει."

 

 

 

Στις 9.1.2004 η Διευθύντρια κατεχώρησε ιδιοχείρως τα ακόλουθα στο εν λόγω σημείωμα:

 

"Η άδειά της Ε73 της δόθηκε για να μένει με το σύζυγο της.  Αφού αυτός έχει αποβιώσει δεν υπάρχει λόγος να συνεχίσει να παραμένει εδώ.  Η άδεια ακυρώνεται.  Να κληθεί να αναχωρήσει μέχρι 15.3.2004 (και γραπτώς σε απάντηση της επιστολής του δικηγόρου της Ε84)."

 

 

 

Η αναφορά στην άδεια Ε73 είναι σε άδεια που είχε δοθεί στην Αιτήτρια με ημερομηνία 17.9.2003, προφανώς επί της αίτησης της ημερομηνίας 4.3.2003 και προφανώς χωρίς γνώση του θανάτου του συζύγου της, για προσωρινή παραμονή επισκέπτη με το σύζυγο της μέχρι 30.9.2004. 

 

Η Αιτήτρια πληροφορήθηκε με επιστολή ημερομηνίας 20.1.2004 ότι:

 

"Έχω οδηγίες να αναφερθώ στην επιστολή σας ημερομηνίας 9/9/2003 προς το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών, σχετικά με το αίτημα σας όπως παραχωρηθεί προσωρινή άδεια παραμονής την Κύπρο στην αλλοδαπή πελάτιδά σας Kanthilatha Manchanayaka Arachchige η οποία ήταν παντρεμένη με τον ελληνοκύπριο Γεώργιο Νικολάου και να σας πληροφορήσω ότι το αίτημα σας παρόλο που εξετάστηκε με συμπάθεια και κατανόηση δεν κατέστη δυνατό να εγκριθεί.

 

2. Παρακαλώ όπως συμβουλεύσετε την αλλοδαπή πελάτιδά σας να αναχωρήσει για τη χώρα της μέχρι 15/3/2004."

 

 

 

Η Αιτήτρια κατεχώρησε τότε την προσφυγή επιδιώκοντας ακύρωση της εν λόγω απόφασης.

 

Η υπόθεση της Αιτήτριας έχει ως βάση το άρθρο 2(1)(β) του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφάλαιο 105, το οποίο προνοεί ότι ο όρος "ημεδαπός Κύπριος", ο οποίος έτσι δεν θα ήταν αλλοδαπός, περιλαμβάνει:

 

"(β) αλλοδαπή σύζυγο πολίτη της Δημοκρατίας, που δεν τελεί σε χωρισμό από το σύζυγό της δυνάμει απόφασης αρμόδιου δικαστηρίου και η οποία διαμένει με αυτόν για χρονικό διάστημα όχι μικρότερο του ενός έτους.  Νοείται ότι θα θεωρείται ως "ημεδαπός Κύπριος" και κάθε αλλοδαπή σύζυγος πολίτη της Δημοκρατίας η οποία συνέζησε με αυτόν για περίοδο μικρότερη του ενός έτους, αν ο Ανώτερος Λειτουργός Μετανάστευσης ήθελε, υπό τις ειδικές συνθήκες οποιασδήποτε συγκεκριμένης περίπτωσης, κρίνει τούτο εύλογο."

 

 

 

Η εισήγηση της Αιτήτριας είναι ότι υπήρξε πλάνη της διοίκησης ως προς το κατά πόσο αυτή ήταν "ημεδαπός Κύπριος" αφού θεώρησε ότι με το θάνατο του συζύγου της δεν μπορούσε να παραμείνει πλέον στην Κύπρο, χωρίς να εξετάσει κατά πόσο ο θάνατος του συζύγου της συνιστούσε ειδικές συνθήκες για να κριθεί η Αιτήτρια "ημεδαπός Κύπριος" έστω και αν δεν είχε ζήσει μαζί του για ένα έτος.

 

Η απάντηση του ευπαιδεύτου συνηγόρου για τη Δημοκρατία είναι ότι δεν υπήρχαν ενώπιον της διοίκησης ειδικές συνθήκες που να καθιστούσαν εύλογο το ότι η Αιτήτρια θα έπρεπε να θεωρηθεί ως "ημεδαπός Κύπριος", ο δε θάνατος του συζύγου της, που ήταν βεβαίως στοιχείο υπ΄όψη της διοίκησης, δεν συνιστούσε από μόνος του τέτοιες συνθήκες.

 

Στο στάδιο των διευκρινίσεων έθεσα στους ευπαίδευτους συνηγόρους το ερώτημα κατά πόσο ο ορισμός του όρου "ημεδαπός Κύπριος" εξυπακούει ότι ο πολίτης της Δημοκρατίας, του οποίου η αλλοδαπή σύζυγος εξετάζεται αν θεωρείται και αυτή "ημεδαπός Κύπριος", συνεχίζει να είναι εν ζωή.  Οι τοποθετήσεις τους ουσιαστικά απέφυγαν το θέμα, εφ΄ όσον εσυνέχισαν να απευθύνονται στο θέμα των ειδικών συνθηκών για εξαίρεση από τον κανόνα.  Ενόψει του τι ακολουθεί, δεν χρειάζεται τελικά να το αποφασίσω, παρατηρώ όμως ότι η όλη δομή του άρθρου 2(1)(β) φαίνεται να εξυπακούει ότι ο Κύπριος πολίτης είναι εν ζωή.  Το άρθρο 2(1)(β) μιλά για αλλοδαπή σύζυγο πολίτη της Δημοκρατίας και ουδέν στοιχείο υφίσταται που να δείχνει ότι ο όρος "σύζυγος" περιλαμβάνει και "χήρα" ή ότι ο όρος "πολίτης της Δημοκρατίας" περιλαμβάνει και αποβιώσαντα πολίτη της Δημοκρατίας.  Η δε αμέσως επόμενη αναφορά ("που δεν τελεί σε χωρισμό από το σύζυγό της δυνάμει απόφασης αρμόδιου δικαστηρίου") παραπέμπει στη συνεχιζόμενη υπόσταση του γάμου.  Η τελευταία προϋπόθεση, ότι η αλλοδαπή σύζυγος συνέζησε με τον Κύπριο σύζυγο της για ένα έτος, είναι αυτή προς την οποία σχετίζεται η εξαίρεση της επιφύλαξης που ακολουθεί.  Η επιφύλαξη όμως αναφέρεται μόνο στο ότι η διάρκεια της συμβίωσης, προφανώς σε περίπτωση διακοπής της, μπορεί να ήταν λιγότερη από ένα έτος, δεν αναιρεί όμως αναγκαστικά την ανάγκη ύπαρξης υφιστάμενου γάμου σύμφωνα με τους άλλους όρους του άρθρου 2(1)(β), εξ ου και η συνεχιζόμενη αναφορά στην επιφύλαξη "αλλοδαπή σύζυγος πολίτη της Δημοκρατίας".

 

Δεν χρειάζεται όμως να αποφανθώ οριστικώς επ΄αυτού αφού φρονώ ότι, και αν ακόμα η επιφύλαξη του άρθρου 2(1)(β) μπορούσε να ισχύει θανόντος του Κυπρίου συζύγου, εν πάση περιπτώσει δεν υπήρχε επαρκές υπόβαθρο για τη διαπίστωση ειδικών συνθηκών που θα δικαιολογούσαν εφαρμογή της επιφύλαξης του άρθρου 2(1)(β).  Και τούτο διότι ο θάνατος του συζύγου της Αιτήτριας και η επιθυμία της να παραμείνει την Κύπρο ήσαν τα μόνα στοιχεία που η Αιτήτρια έθεσε με την αίτηση της ημερομηνίας 9.9.2003 ενώπιον της διοίκησης.  Και αν ακόμα ο θάνατος του συζύγου της Αιτήτριας θα μπορούσε να θεωρηθεί ως στοιχείο ειδικών συνθηκών, δεν θα μπορούσε να λεχθεί ότι η απόφαση για μη εφαρμογή της επιφύλαξης του άρθρου 2(1)(β) δεν ήταν ευλόγως επιτρεπτή επί των ενώπιον της διοίκησης δεδομένων.

 

Υπάρχει όμως και κάτι άλλο.  Η απόφαση της Διευθύντριας ουσιαστικά είναι απόφαση για ακύρωση της άδειας ημερομηνίας 17.9.2003 για προσωρινή παραμονή της Αιτήτριας στην Κύπρο με το σύζυγό της.  Ο όρος της άδειας, ρητός όσο και εξυπακουόμενος, ότι η Αιτήτρια θα ζούσε με το σύζυγό της, έπαυσε να υφίσταται με το θάνατο του.  Ορθώς λοιπόν η Διευθύντρια ακύρωσε την εν λόγω άδεια, ακόλουθο της οποίας ήταν να συμβουλευθεί η Αιτήτρια να φύγει από την Κύπρο αφού πλέον δεν είχε άδεια παραμονής.  Η προσφυγή μάλιστα δεν προσβάλλει στο αιτητικό την ανάκληση της άδειας της 17.9.2003 αλλά την ακόλουθη αυτής απόφαση "δια της οποίας οι καθ΄ων η αίτηση ζητούν από αυτήν να εγκαταλείψει την Κύπρο".  Διάταγμα απέλασης βεβαίως δεν εξεδόθη.  Και αν ακόμα δε η προσβαλλόμενη απόφαση συνιστούσε εκτελεστή διοικητική πράξη και όχι απλώς γνωστοποίηση της θέσης της διοίκησης ότι, εν όψει της ανάκλησης της άδειας ημερομηνίας 17.9.2003, η Αιτήτρια όφειλε να εγκαταλείψει την Κύπρο, εφ΄όσον η μόνη άδεια παραμονής που είχε η Αιτήτρια ανεκλήθη η Αιτήτρια δεν είχε δικαίωμα να μείνει στην Κύπρο εκτός αν της εδίδετο άλλη άδεια.  Με την επιστολή της ημερομηνίας 9.9.2003 η Αιτήτρια αιτήθηκε ουσιαστικά τέτοια άδεια, χωρίς όμως να θέσει το αίτημά της στη βάση δικαιώματος που θα είχε αν εκρίνετο ως "ημεδαπός Κύπριος" δυνάμει της επιφύλαξης του άρθρου 2(1)(β).  Εξ  άλλου, η Αιτήτρια δεν είχε αυτόματο δικαίωμα να μείνει στην Κύπρο ακόμα και αν θεωρούσε ότι έπρεπε να κριθεί ως "ημεδαπός Κύπριος" σε αυτή τη βάση.  Κατά πόσο θα μπορούσε να θεωρηθεί "ημεδαπός Κύπριος" δυνάμει της επιφύλαξης του άρθρου 2(1)(β) δεν ήταν θέμα εκ του νόμου διαπίστωσης αλλά άσκησης διακριτικής εξουσίας της διοίκησης στην κρίση της οποίας είναι το θέμα κάτω από την επιφύλαξη του άρθρου 2(1)(β) σαν θέμα αξιολόγησης ειδικών συνθηκών που να καθιστούν τούτο εύλογο. 

 

Δεν διαπιστώνω λοιπόν έρεισμα στην προσφυγή η οποία αποτυγχάνει και απορρίπτεται. 

 

                                                            Δ. Χατζηχαμπής

                                                                        Δ.

/ΚΧ"Π


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο