ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Προσφυγή αρ. 794/2004
11 Μαϊου 2005
[Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ/στης]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 6, 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΙΩΣΗΦ ΜΑΡΚΟΥ ΙΩΣΗΦ, ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗΣ ΤΗΣ
ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΟΣ ΜΑΡΚΟΥ ΙΩΣΗΦ
Αιτητής,
- ν. -
ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΥΔΑΤΟΠΡΟΜΗΘΕΙΑΣ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
Καθών η αίτηση.
------------------
Χρ. Πατσαλίδης, για τον αιτητή
Γ. Τριανταφυλλίδης με Ν. Παρτασίδου (κα), για τους καθών η αίτηση
-----------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ: Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής ζητά δήλωση και/ή απόφαση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση των καθών η αίτηση με την οποία αρνήθηκαν να αναγνωρίσουν την προϋπηρεσία του αποβιώσαντος στο Τμήμα Αναπτύξεως Υδάτων από 3/3/69-12/3/79 για σκοπούς σύνταξης και/ή φιλοδωρήματος, είναι άκυρη και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.
Γεγονότα
Ο αποβιώσας Μάρκος Ιωσήφ προσελήφθη στο Τμήμα Αναπτύξεως Υδάτων στις 3/3/69. Την 1/4/70 εντάχθηκε στο Τακτικό Ωρομίσθιο Κυβερνητικό Προσωπικό με αρ. Τακτικού 1345 και παραιτήθηκε οικειοθελώς στις 12/3/79. Κατά την αποχώρησή του, του πληρώθηκε το ποσό των £905.99 που αντιπροσωπεύει τις εισφορές του Ωρομίσθιου £337.56 στο Ταμείο Προνοίας και τις καταθέσεις της κυβέρνησης £568.43. Στη συνέχεια ο αποβιώσας προσλήφθηκε ως υπάλληλος σε μηνιαία συντάξιμη θέση από τους καθών η αίτηση στις 15/2/82 και εργάστηκε γιαυτούς μέχρι το θάνατο του που συνέβη στις 15/8/03. Κατά το χρόνο του θανάτου του κατείχε τη μόνιμη θέση υπαλλήλου «Τεχνίτη» στην κλίμακα Α5+2.
Μετά το θάνατο του αποβιώσαντος, ο υιός του, ως διαχειριστής της περιουσίας του, ζήτησε από τους καθών η αίτηση να αναγνωρίσουν για σκοπούς σύνταξης την προϋπηρεσία του πατέρα του στο Τμήμα Αναπτύξεως Υδάτων για την προαναφερθείσα περίοδο.
Οι καθών η αίτηση του απάντησαν με επιστολή τους ημερ. 26/5/04 το ουσιαστικό κείμενο της οποίας έχει ως ακολούθως:
«Αναφέρομαι στο αίτημα σας για αναγνώριση της προϋπηρεσίας του πατέρα σας Μάρκου Ιωσήφ στο Τμήμα Αναπτύξεως Υδάτων από 3/3/69 - 12/3/79 και με την παρούσα θα ήθελα να σας πληροφορήσω ότι μετά τη γνωμοδότηση του Νομικού Συμβούλου του Συμβουλίου, δυστυχώς δεν μπορεί να αναγνωριστεί.»
Μετά την παραλαβή της πιο πάνω επιστολής ο αιτητής με νέα του επιστολή ημερ. 4/6/04 ζήτησε από τους καθών η αίτηση να πληροφορηθεί τους λόγους απόρριψης του αιτήματος του. Οι καθών η αίτηση απάντησαν την ίδια ημέρα και το ουσιαστικό κείμενο της επιστολής τους, το οποίο παραθέτω αυτούσιο, έχει ως ακολούθως:
«Αναφερόμενος στην επιστολή σας με σημερινή ημερομηνία, θα ήθελα να σας πληροφορήσω πως σύμφωνα με τον Κανονισμό 15(1)(α) των περί Συντάξεων και Φιλοδωρημάτων Κανονισμών ΚΔ.Π. 78/96 υπάλληλος ο οποίος υπηρέτησε στη Δημόσια υπηρεσία ή σε Οργανισμό Δημοσίου Δικαίου ή μεταφέρθηκε στο Συμβούλιο κατά την ίδρυση του, η προϋπηρεσία του λαμβάνεται υπόψη για υπολογισμό της σύνταξης ή και του φιλοδωρήματος.
Η ερμηνεία του όρου «υπάλληλος» αναφέρεται στον Κανονισμό 2 (Κ.Δ.Π. 78/96) και «σημαίνει κάθε πρόσωπο που απασχολείται στο Συμβούλιο, αλλά δεν περιλαμβάνει οποιοδήποτε απασχολούμενο εκτάκτως ή μερικώς ή διοριζόμενο με σύμβαση ή εβδομαδιαίο εργάτη ή εβδομαδιαίο τεχνικό εργάτη».
Για σκοπούς του Κανονισμού 15(1)(α) θα πρέπει η προϋπηρεσία να είναι τέτοια ώστε να εμπίπτει μέσα στην ερμηνεία του όρου «υπαλλήλου»».
Στις 6/8/04 καταχωρήθηκε η παρούσα προσφυγή.
Παρόλο ότι στο αιτητικό της προσφυγής προβάλλονται διάφοροι νομικοί λόγοι, στη γραπτή αγόρευση του αιτητή προωθήθηκαν ουσιαστικά οι ακόλουθοι:
(α) Πλάνη περί τα πράγματα με εσφαλμένη ερμηνεία των Κανονισμών 2, και 15(1)(α) των προαναφερθένων Κανονισμών (Κ.Δ.Π. 78/96), και
(β) έλλειψη δέουσας έρευνας.
Εξέταση Νομικών Ισχυρισμών
Σύμφωνα με τον πρώτο νομικό ισχυρισμό ο αιτητής υποστηρίζει ότι μια προσεκτική ερμηνεία των Καν. 15(1)(α) και 2 καταδείχνει ότι οι καθών η αίτηση παρερμήνευσαν τους πιο πάνω Κανονισμούς. Συγκεκριμένα το ρήμα «ασχολείται» που χρησιμοποιείται στον Καν. 2 αφού είναι σε χρόνο ενεστώτα, δείχνει ότι ο κρίσιμος χρόνος για να χαρακτηριστεί κάποιος ως υπάλληλος είναι ο χρόνος του θανάτου του αποβιώσαντος. Εφόσον λοιπόν ο αποβιώσας απασχολείτο στο Συμβούλιο ως μόνιμος υπάλληλος, τότε εμπίπτει στην ερμηνεία που δίνεται στον Καν. 2. Ο Καν. 15(1)(α) αναφέρεται γενικά «σε περίπτωση υπαλλήλου ο οποίος υπηρέτησε στη Δημόσια Υπηρεσία» και δεν διακρίνει μεταξύ υπαλλήλων που υπηρέτησαν ως έκτακτοι ή ως μόνιμοι. Κατά συνέπεια, το γεγονός ότι ο προαναφερόμενος Κανονισμός σιωπά ως προς την προηγούμενη ιδιότητα των υπαλλήλων, δεν μπορεί να ερμηνευθεί ότι προβαίνει σε διαχωρισμό και ή διάκριση μεταξύ υπαλλήλων που έχουν προϋπηρεσία ως έκτακτοι και αυτών που έχουν υπηρετήσει σε μόνιμη θέση. Προκύπτει λοιπόν ότι η βούληση των συντακτών του Κανονισμού ήταν να αναγνωρίζεται η προηγούμενη υπηρεσία όλων των υπαλλήλων του Συμβουλίου για σκοπούς σύνταξης οι οποίοι εμπίπτουν στην περίπτωση που αναφέρει ο Καν. 15(1)(α), χωρίς καμιά διάκριση. Καταλήγει ο ευπαίδευτος συνήγορος ότι η περίπτωση του αποβιώσαντα δεν εμπίπτει στις πρόνοιες του Καν. 15(1) αφού ζητά αναγνώριση προϋπηρεσίας στο Τμήμα Αναπτύξεως Υδάτων και όχι στο Συμβούλιο Υδατοπρομήθειας, αλλά διέπεται από την παράγραφο (α) του Καν. 15(1).
Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των καθών η αίτηση, από δικής τους πλευράς, εισηγούνται ότι για να δικαιούτο ο αποβιώσας να αναγνωριστεί η προηγούμενη του υπηρεσία θα έπρεπε να πληρούνται όλες οι πρόνοιες του Καν. 15(1) και εφόσον είχε επιστρέψει το φιλοδώρημα που είχε εισπράξει. Καταλήγουν ότι δεν μπορεί να διαχωριστεί ο Καν. 15(1) από τον 15(1)(α) αλλά θα πρέπει ο Καν. 15 να ερμηνευθεί στην ολότητα του.
Για σκοπούς εξέτασης των πιο πάνω ισχυρισμών θεωρώ σκόπιμο να παραθέσω τις πρόνοιες των σχετικών Κανονισμών που διέπουν το θέμα. Αναφέρομαι στους περί Υδατοπρομήθειας (Δημοτικές και Άλλες Περιοχές) (Συντάξεις και Φιλοδωρήματα) Κανονισμούς του Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λευκωσίας του 1996 (Κ.Δ.Π. 78/96):
«2. «Υπάλληλος» σημαίνει κάθε πρόσωπο που απασχολείται από το Συμβούλιο, αλλά δεν περιλαμβάνει οποιοδήποτε απασχολούμενο εκτάκτως ή μερικώς η διοριζόμενο με σύμβαση ή εβδομαδιαίο εργάτη ή εβδομαδιαίο τεχνικό εργάτη.
«Υπηρεσία» σημαίνει υπηρεσία υπαλλήλου στο Συμβούλιο, είτε πριν από ή μετά την έναρξη της ισχύος των παρόντων Κανονισμών.
.................................. .................................................. .................................
15 (1) Τηρουμένων των διατάξεων των παραγράφων (2) και (3), εάν υπάλληλος που υπηρέτησε για οποιαδήποτε περίοδο εγκατέλειψε ή εγκαταλείψει την υπηρεσία για οποιοδήποτε λόγο χωρίς να πάρει οποιοδήποτε ωφέλημα δυνάμει των παρόντων Κανονισμών και στη συνέχεια επαναδιορίστηκε ή επαναδιοριστεί στην υπηρεσία του Συμβουλίου και υπηρετεί για περίοδο όχι μικρότερη των πέντε χρόνων, αφυπηρετήσει δε τελικά σ' οποιαδήποτε περίπτωση κατά την οποία δικαιούται σύνταξη δυνάμει του Κανονισμού 24, η προηγούμενη υπηρεσία του λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό της σύνταξης του με την τελική αφυπηρέτηση του:
Νοείται ότι αν στον υπάλληλο χορηγήθηκε φιλοδώρημα για την προηγούμενη υπηρεσία του δυνάμει οποιουδήποτε νόμου ή κανονισμού, οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου εφαρμόζονται μόνον αν ο υπάλληλος επιλέξει να επιστρέψει το φιλοδώρημα αυτό αμέσως μετά τον επαναδιορισμό του ή μέσα σε τρεις (3) μήνες από την ημερομηνία δημοσίευσης των παρόντων Κανονισμών στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ή κατά την ημερομηνία αφυπηρέτησης του.
(α) Σε περίπτωση υπαλλήλου ο οποίος υπηρέτησε στη Δημόσια Υπηρεσία, ή σε Οργανισμό Δημοσίου Δικαίου ή μεταφέρθηκε στο Συμβούλιο κατά την ίδρυση του η προϋπηρεσία αυτή λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό της σύνταξης ή και του φιλοδωρήματος.
(β) Η υπηρεσία υπαλλήλου ο οποίος υπηρέτησε σε διάφορα Συμβούλια Υδατοπρομήθειας για σκοπούς των παρόντων Κανονισμών θεωρείται ενιαία.»
Εξέτασα με προσοχή το λεκτικό των πιο πάνω κανονισμών, εφαρμόζοντας το κριτήριο της γραμματικής ερμηνείας που είναι και ο γενικός κανόνας δηλαδή το απλό γραμματικό και κατά κυριολεξία νόημα των λέξεων (βλ. μεταξύ άλλων Αθανασίου ν. Δημοκρατίας (1991) 4 (Δ) Α.Α.Δ. 3204, 3211 και Σολωμού κ.α. ν. Δημοκρατίας (1991) 4 (Ε) Α.Α.Δ. 3675, 3686). Στην τελευταία υπόθεση, σελ. 3686, διαβάζουμε τα ακόλουθα:
«Σύμφωνα με την κρατούσα νομολογία, οι κανόνες ερμηνείας των νόμων καθιερώνουν τη γραμματική ερμηνεία και επιτρέπουν παρέκκλιση από αυτή μόνο κάτω από ορισμένες συνθήκες. Οι νόμοι θα πρεπει να ερμηνεύονται σύμφωνα με το απλό, γραμματικό και κατά κυριολεξία νόημα των λέξεων. (Βλ. μεταξύ άλλων, Marabou Floating Restaurant Ltd v. Council of Ministers (1973) 3 C.L.R. 397, 405, 406, Argolis Estates Ltd v. Minister of Finance & Another (1977) 3 C.L.R. 441, 450, Georghiou Real Estate Co. Ltd & Another v. R. (1978) 3 CLR 45, 46, Haris Theodorides v. The Central Bank of Cyprus (1985) 3 CLR 721, 722)."
Στην υπόθεση Kanaris v. Tossoun (1969) 1 C.L.R. 637, sel. 643 λέχθηκε ότι αποτελεί γενικό κανόνα ερμηνείας ότι εκεί που οι λέξεις ενός νόμου είναι σαφείς ούτως ώστε να μην επιδέχονται πέραν της μιας ερμηνείας, θα πρέπει να εφαρμόζονται έστω και αν καταλήγουμε σε παράλογο, άδικο ή αυθαίρετο αποτέλεσμα. Το καθήκον του δικαστηρίου είναι να εφαρμόσει το νόμο ως έχει και όχι να τον καταστήσει λογικό.
Μεταξύ των περιπτώσεων που επιτρέπεται παρέκκλιση από το γενικό κανόνα είναι και η περίπτωση όπου η γραμματική ερμηνεία δεν είναι ξεκάθαρη (βλ. μεταξύ άλλων, Wilson κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1991) 4 (Δ) Α.Α.Δ. 3294 σελ. 3304-3305). Διαβάζουμε εκεί ότι όπου η γραμματική ερμηνεία δεν είναι ξεκάθαρη λαμβάνεται υπόψη και η πρόθεση του νομοθέτη οπότε εξετάζεται ολόκληρο το σχετικό μέρος του νόμου ή ολόκληρος ο νόμος καθώς και η κατάσταση της νομοθεσίας κατά το χρόνο θέσπισης του νόμου και η ανάγκη ή το κακό που σκόπευε να ικανοποιήσει ή θεραπεύσει. Στη σελ. 3305 διαβάζουμε τα εξής:
«Παρόλο ότι οι λέξεις σε ένα νομοθέτημα γενικά ερμηνεύονται με τη συνήθη ερμηνεία, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη το αντικείμενο και ο σκοπός του νόμου οπότε και οι λέξεις ερμηνεύονται με βάση τα συμφραζόμενα παρά με την αυστηρή ετυμολογική ή συνήθη σημασία τους. (βλ. Halsburys Laws of England, 4h έκδοση, τομος 44, παράγραφοι 863, 873).»
Εξέτασα με προσοχή τις αντίστοιχες θέσεις θεωρώντας, όπως ήδη ανάφερα, ότι το λεκτικό του Νόμου (εδώ των Κανονισμών) είναι σαφές παρά τον ατυχή τρόπο αρίθμησης των υποπαραγράφων (α) και (β) του εδαφίου (1) του Καν. 15. Τελικά έχω καταλήξει να δεχθώ την ερμηνεία που έχει δοθεί από την πλευρά του αιτητή. Είμαι της άποψης ότι η περίπτωση που καλύπτεται από τον Καν. 15(1)(α), στην οποία εμπίπτει και ο αποβιώσας, είναι διαφορετική από την περίπτωση του Καν. 15(1). Επομένως η αναφορά ότι το εδάφιο (1) εφαρμόζεται μόνο αν ο υπάλληλος «επιλέξει να επιστρέψει το φιλοδώρημα αμέσως μετά τον επαναδιορισμό του ή μέσα σε 3 μήνες από την ημερομηνία δημοσίευσης των παρόντων Κανονισμών στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ή κατά την ημερομηνία αφυπηρέτησης του», δεν καλύπτει την παρούσα περίπτωση. Ο αποβιώσας δεν ήταν πρόσωπο που «εγκατέλειψε την υπηρεσία στο Συμβούλιο χωρίς να πάρει οποιοδήποτε ωφέλημα δυνάμει των παρόντων Κανονισμών», δηλαδή της Κ.Δ.Π. 78/96, και στη συνέχεια να επαναδιορίστηκε στην υπηρεσία του Συμβουλίου και να υπηρέτησε για περίοδο όχι μικρότερη των 5 χρόνων, ούτως ώστε να τίθεται θέμα να ληφθεί υπόψη η προηγούμενη υπηρεσία του στο Συμβούλιο με τη νέα του υπηρεσία στο Συμβούλιο.
Ο Καν. 15(1)(α) αναφέρεται σε υπηρεσία του υπαλλήλου σε άλλες υπηρεσίες μεταξύ των οποίων και η Δημόσια υπηρεσία. Διαλαμβάνει δε, ότι η υπηρεσία του υπαλλήλου στη Δημόσια Υπηρεσία, που είναι και η περίπτωση μας λαμβάνεται υπόψη για τον υπολογισμό της σύνταξης ή και του φιλοδωρήματος, χωρίς να προβαίνει σε αναφορά σε σχέση με τη φύση της υπηρεσίας, αν δηλαδή ήταν έκτακτη ή μόνιμη.
Με βάση τα πιο πάνω καταλήγω ότι αποδεικνύεται πλάνη περί το νόμο και πραγματικά γεγονότα, η οποία είναι αρκετή να οδηγήσει σε ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης. Επομένως τα όσα επικαλείται η πλευρά των καθών η αίτηση περί στήριξης της επίδικης απόφασης, σε άλλη από τη δοθείσα αιτιολογία, δεν μπορούν να τύχουν εφαρμογής.
Ανεξάρτητα από τα πιο πάνω, είμαι της άποψης ότι η δοθείσα αιτιολογία με την επιστολή της 26/5/04 ήταν τελείως ανύπαρκτη και με την επιστολή της 4/6/04 απλώς γίνεται παράθεση νομικών προνοιών χωρίς να εξηγούν οι καθών η αίτηση γιατί δεν καλύπτεται ο αιτητής. Όμως στους νομικούς λόγους της αίτησης δεν περιλαμβάνεται τέτοιος ισχυρισμός, δηλαδή για έλλειψη αιτιολογίας, και εφόσον ο λόγος αυτός δεν είναι θέμα δημόσιας πολιτικής, το δικαστήριο δεν μπορεί να τον εξετάσει και να δώσει σχετική επί τούτου απόφαση. Τα όσα αναφέρω είναι για σκοπούς μελλοντικής εξέτασης της υπόθεσης, αν χρειαστεί.
Ως αποτέλεσμα η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται σύμφωνα με το Άρθρο 146.4(β) του Συντάγματος με έξοδα υπέρ του αιτητή και εναντίον των καθών η αίτηση. Τα έξοδα να υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή.
Μ. Φωτίου, Δ.
/ΚΑς