ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπóθεση Αρ. 366/2003)
31 Μαΐου, 2005
[ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στής]
αλεξησ χαραλαμπουσ,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
υπουργειου οικονομικων και
υπουργου οικονομικων,
Καθ΄ων η Αίτηση.
Α. Κουντουρή (κα) για Π. Ιωαννίδη, για τον Αιτητή.
Γ. Λαζάρου, για τους Καθ΄ων η Αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Ο αιτητής ζητά την πιο κάτω θεραπεία:-
«Δήλωση ή/και απόφαση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση ή/και πράξη των καθ' ων η αίτηση, η οποία κοινοποιήθηκε στον αιτητή με την επιστολή προς τον δικηγόρο του με ημερομηνία 4/2/2003, με την οποία απορρίφθηκε αίτηση του αιτητή για παραχώρηση εξουσιοδότησης ή/και άδειας για την ετοιμασία και υποβολή λογαριασμών και προσδιορισμών φορολογητέου εισοδήματος για την επιβολή φόρου, είναι άκυρη, παράνομη και στερείται κάθε εννόμου αποτελέσματος.»
Με επιστολή του, ημερ. 19.1.1999, προς το Υπουργείο Οικονομικών ο αιτητής υπέβαλε αίτημα όπως του παραχωρηθεί άδεια για την υποβολή οικονομικών καταστάσεων στο Γραφείο Φόρου Εισοδήματος και την έκδοση εξουσιοδότησης προς τούτο από τον Υπουργό Οικονομικών.
Στις 6.7.2001 υποβλήθηκε στον Υπουργό Οικονομικών σχετικό σημείωμα. Ο Υπουργός αφού έλαβε υπόψη του ότι ο αιτητής δεν είχε ικανοποιητική πείρα σε ελεγκτικούς/λογιστικούς οίκους, αποφάσισε την απόρριψη του αιτήματος του αιτητή.
Τέσσερις μήνες μετά, στις 5.11.2001, ο αιτητής με επιστολή του ζήτησε την επανεξέταση του αιτήματος του, χωρίς να υποβάλει νέα στοιχεία. Στις 30.1.2002 η αρμοδία αρχή απέρριψε το αίτημα εμμένοντας στην απόφαση του Υπουργού Οικονομικών της 6.7.2001.
Εν τω μεταξύ ο αιτητής είχε υποβάλει σχετικό παράπονο στην Επίτροπο Διοικήσεως, η οποία στις 27.11.2002 απέστειλε στο Υπουργείο Οικονομικών την έκθεση της στην οποία περιλαμβάνονται τα συμπεράσματα της και εισήγηση για επανεξέταση της υπόθεσης.
Με επιστολή, ημερ. 5.12.2002, ο δικηγόρος του αιτητή ζήτησε την επανεξέταση του αιτήματος του αιτητή.
Στα πλαίσια της επανεξέτασης υποβλήθηκε στον Υπουργό Οικονομικών νέο εμπεριστατωμένο σημείωμα. Ο Υπουργός, αφού έλαβε υπόψη τόσο την έκθεση της Επιτρόπου Διοικήσεως όσο και τα νέα στοιχεία που είχαν τεθεί ενώπιον του, απέρριψε, εκ νέου, το αίτημα του αιτητή για τους ίδιους λόγους που το είχε απορρίψει και στις δύο προηγούμενες αποφάσεις του.
Στη γραπτή αγόρευση της η ευπαίδευτη συνήγορος του αιτητή προβάλλει δύο λόγους ακύρωσης. Πρώτο ότι οι καθ' ων η αίτηση παρέλειψαν να διεξαγάγουν τη δέουσα έρευνα με αποτέλεσμα να πλανηθούν ως προς τα γεγονότα και δεύτερο ότι παραβίασαν την αρχή της ισότητας αφού κατά τα έτη 1998-2000 παραχώρησαν τέτοιες άδειες σε άλλα πρόσωπα τα οποία είχαν πολύ μικρότερη πείρα από αυτήν του αιτητή.
Όσον αφορά τον δεύτερο λόγο ακύρωσης σπεύδω να παρατηρήσω ότι αυτός δεν έχει αναπτυχθεί στις αγορεύσεις ούτε έχει τεκμηριωθεί ότι παραχωρήθηκαν τέτοιες άδειες σε άλλα πρόσωπα.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος των καθ' ων η αίτηση προβάλλει με τη γραπτή του αγόρευση προδικαστικές ενστάσεις. Εισηγείται ότι λόγω αλλαγής της νομοθεσίας πριν την έκδοση της επίδικης απόφασης, αυτή είναι μη εκτελεστή διοικητική πράξη και έτσι δεν είναι προσβλητή με βάση το Άρθρο 146 του Συντάγματος. Επίσης εισηγείται ότι η τυχόν ακύρωση είναι αλυσιτελής, αφού αν ακυρωθεί η επίδικη απόφαση ο Υπουργός Οικονομικών δεν έχει αρμοδιότητα να εξετάσει ή να επανεξετάσει το αίτημα.
Οι πιο πάνω προδικαστικές ενστάσεις των καθ' ων η αίτηση ευσταθούν.
Το άρθρο 46 του περί Φορολογίας του Εισοδήματος Νόμου (Ν. 58/61) έχει ως εξής:-
«Λογαριασμοί και προσδιορισμοί του φορολογητέου εισοδήματος προσαγόμενοι τω Εφόρω ή συνοδεύοντες φορολογικές δηλώσεις υποβαλλόμενο τω Εφόρω δυνατόν, εν τη υπό του Εφόρου ενάσκηση της διακριτικής του εξουσίας, να μην ληφθώσιν υπ' όψιν εάν δεν ητοιμάσθησαν και επιστοποιήθησαν υπό τινός ανεξαρτήτου λογιστού ασκούντος επάγγελμα εν τη Δημοκρατία και δεόντως εξουσιοδοτουμένου υπό του Υπουργού των Οικονομικών όπως ετοιμάζει λογαριασμούς και προσδιορισμούς φορολογητέου εισοδήματος δια σκοπούς επιβολής φόρου εισοδήματος.»
Το πιο πάνω άρθρο έχει καταργηθεί από το Νόμο 118(1)/2002 σύμφωνα με το άρθρο 47. Σύμφωνα δε με το άρθρο 48 ο Νόμος 118(1)/2002 τέθηκε σε ισχύ από την 1.1.2003.
Από την 1.1.2003 τέθηκε σε ισχύ ο πιο πάνω νόμος και στο άρθρο 38 αναφέρονται τα εξής:-
«38. Λογαριασμοί και προσδιορισμοί του φορολογητέου εισοδήματος οι οποίοι προσάγονται στον Έφορο ή συνοδεύουν φορολογικές δηλώσεις που υποβάλλονται στον Έφορο δυνατό να μη ληφθούν υπόψη εάν δεν ετοιμάστηκαν από πρόσωπο που κατέχει τα προσόντα για να διοριστεί ως ελεγκτής εταιρείας σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Εταιρειών Νόμου:
Νοείται ότι οποιοδήποτε άτομο που έχει δεόντως εξουσιοδοτηθεί από τον Υπουργό Οικονομικών, να ενεργεί ως ανεξάρτητος λογιστής για τους σκοπούς των περί Φορολογίας του Εισοδήματος Νόμων, και ενεργεί στην πραγματικότητα με αυτόν τον τρόπο κατά την ημερομηνία έναρξης του παρόντος Νόμου, θα συνεχίσει να έχει το δικαίωμα να ετοιμάζει και να πιστοποιεί λογαριασμούς και προσδιορισμούς για σκοπούς φόρου εισοδήματος.»
Είναι δόγμα της νομολογίας ότι μετά από ακύρωση διοικητικής απόφασης η επανεξέταση γίνεται με το νομικό και πραγματικό καθεστώς που ίσχυε τότε. Στην παρούσα υπόθεση δεν έχουμε καμιά ακύρωση διοικητικής απόφασης. Η επίδικη προσβαλλόμενη απόφαση είναι αυτή της 4.2.2003 η οποία εκδόθηκε σύμφωνα με το νομικό καθεστώς που ίσχυε, το οποίο είναι το ίδιο που ισχύει και σήμερα. Και σύμφωνα με το άρθρο 38 του Νόμου δεν παρέχεται εξουσία στον Υπουργό Οικονομικών να παραχωρεί άδεια/εξουσιοδότηση σε λογιστή για την ετοιμασία προσδιορισμών και λογαριασμών φορολογητέου εισοδήματος. Ο αιτητής δε προφανώς δεν πληροί τις προϋποθέσεις που θέτει το άρθρο 38. Έτσι αφού ο Υπουργός στερείται αρμοδιότητας και ο αιτητής δεν κατέχει τα προσόντα καθίσταται πρόδηλο ότι η τυχόν ακύρωση της επίδικης πράξης θα ήταν αλυσιτελή. (Βλέπε: Δημοκρατία ν. Ιωάννη Θεοφίλου, Α.Ε. 3501 και 3519, ημερ. 26.1.2004).
Όταν εκδόθηκε η επίδικη απόφαση ο Υπουργός Οικονομικών εστερείτο αρμοδιότητας να επιληφθεί του αιτήματος εξαιτίας της αλλαγής που είχε επέλθει στη νομοθεσία. Κατά συνέπεια, σύμφωνα με το εν ισχύει πλέον άρθρο 38 του Ν. 118(1)/2002, η απόφαση του δεν ήταν παράγωγος εννόμων αποτελεσμάτων, ρυθμιστικών των δικαιωμάτων του αιτητή. Επομένως δεν συνιστά εκτελεστή διοικητική απόφαση για την αναθεώρηση της οποίας θα μπορούσε να αναληφθεί δικαιοδοσία βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος. (Βλέπε: Κυπριακής Δημοκρατίας ν. Vassiliades Pharmacies Limited (1999) 3 Α.Α.Δ. 621).
Ενόψει της κατάληξης μου αυτής επί των προδικαστικών ενστάσεων η προσφυγή του αιτητή δεν μπορεί να επιτύχει.
Η προσφυγή απορρίπτεται, ως απαράδεκτη, με έξοδα.
9;(Υπ.) Μ. Κρονίδης, Δ.
/ΕΠσ